Το παράδοξο των ταυτόχρονων προμηθειών SPIKE LR2 και AKERON MP στην Κύπρο

Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Τις; πρώτες εικόνες από εκπαιδευτικές βολές του αντιαρματικού συστήματος SPIKE LR2, δημοσιοποίησε το ΓΕΕΦ σε βίντεο της 4ης Φεβρουαρίου. Οι παραλαβές του νέου οπλικού συστήματος ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2024 και η πρώτη εμφάνισή του έγινε στην στρατιωτική παρέλαση της 1ης Οκτωβρίου, επί των οχημάτων Enok ΑΒ (4×4). Τον περασμένο Οκτώβριο επίσης, είχε εμφανιστεί ένα νέο αντίστοιχο αντιαρματικό όπλο, το AKERON MP που εκτέλεσε βολή στο πλαίσιο της ΤΑΜΣ “ΙΡΙΣ 2024”.
Πώς και γιατί η Εθνική Φρουρά προμηθεύτηκε δύο αντίστοιχης γενεάς, παρομοίων επιδόσεων αλλά διαφορετικών προελεύσεων, όπλα;
Αυτή η από κάθε άποψη παραδοξότητα, εξηγείται από την αντιμετώπιση των προμηθειών αμυντικών υλικού ως απλών αγορών “από το ράφι”, άλλοτε με αυστηρώς στρατιωτικά κριτήρια συγκρίσεως επιδόσεων και άλλοτε με βάση πολιτικά κριτήρια στο πλαίσιο μιας αμφιλεγόμενης επικλήσεως της “διπλωματίας των εξοπλισμών”. Επί της ουσίας, η προμήθεια του ισραηλινού όπλου στηρίχθηκε στην τεχνική συγκριτική αξιολόγηση ενώ η προμήθεια του γαλλικού προέκυψε από πολιτική πίεση και την καλή πρόθεση της Λευκωσίας να διατηρήσει την θετική στρατιωτική σχέση με το Παρίσι.
Μεταξύ του “στρατιωτικού” και του “διπλωματικού” δρόμου αγορών “από το ράφι”, υπάρχει και ένας άλλος, τρίτος: αυτός της επιλογής όπλου με βάση το κριτήριο της βιομηχανικής συνεργασίας, όταν έχει τεθεί ως στόχος η ανάπτυξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας για την σταδιακή απόκτηση αυτάρκειας σε εξοπλισμούς. Είναι η πολιτική που βλέπει τους εξοπλισμούς ως πραγματική επένδυση κι όχι ως απλά “ψώνια”. Σε αυτή την περίπτωση, ένα οπλικό σύστημα μπορεί να υπερέχει σε τεχνολογία κι επιδόσεις αλλά επειδή δεν προσφέρεται βιομηχανική συνεργασία, οι αρμόδιοι επιλέγουν σκοπίμως ένα άλλο, το οποίο μπορεί σε έναν βαθμό να υστερεί αλλά συνοδεύεται από ανοικτή διάθεση πλήρους βιομηχανικής συνεργασίας. Όταν η Εθνική Φρουρά είχε δρομολογήσει το σχετικό εξοπλιστικό πρόγραμμα, δεν υπήρχε ούτε κατά διάνοια αυτή η διάσταση, με αποτέλεσμα την είσοδο σε υπηρεσία τελικώς δύο αντιστοίχων αντιαρματικών όπλων. Διαδικασία που σημαίνει αυξημένο κόστος και δημιουργία πολυτυπίας στην Εθνική Φρουρά, η οποία “φορτώθηκε” και ένα αχρείαστο δεύτερο όχημα – φορέα.
SPIKE – SPIKE NLOS: Γιατί όχι κοινή προμήθεια Ελλάδας – Κύπρου;
Σήμερα, τα πράγματα είναι σχετικώς διαφοροποιημένα. Η κυβέρνηση Χριστοδουλίδη έχει προβεί σε αποφασιστικής σημασίας κινήσεις ενισχύσεως της εγχώριας αμυντικής παραγωγής. Στις 15 Ιανουαρίου 2025 προέβη στην σύσταση του Κυπριακού Συμβουλίου Αμυντικής Βιομηχανίας (ΚΣΑΒ). Χάρη στην δραστήρια πρωτοβουλία του Κυπριακού Συνδέσμου Επιχειρήσεων Έρευνας και Καινοτομίας (ΚΣΕΕΚ) δημιουργήθηκε ένα πολύ ευνοϊκό πολιτικό πλαίσιο, αφού η κυβέρνηση και ο πολιτικός κόσμος γενικότερα επείσθησαν όχι μόνο για την αναγκαιότητα αυτή αλλά και για τις δυνατότητες των κυπριακών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον χώρο. Στις 7 και 10 Φεβρουαρίου δε, στο πλαίσιο των αποφάσεων του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο υπουργός Άμυνας Βασίλειος Πάλμας επισκέφθηκε τις κυριότερες εταιρείες του κλάδου για απευθείας ενημέρωση.
Επομένως, σήμερα υφίστανται προϋποθέσεις που διαφοροποιούν στον έναν ή τον άλλο βαθμό το πλαίσιο των αποφάσεων περί των εξοπλισμών της Εθνικής Φρουράς, δεδομένου ότι έχει αναβαθμιστεί η βαρύτητα του κριτηρίου επιλογής ως προς την προθυμία ξένων οίκων για βιομηχανική συνεργασία.
Υπάρχει ένα σημαντικό ζήτημα βεβαίως, το οποίο δεν μπορεί να παραβλεφθεί: οι αριθμοί των οπλικών συστημάτων που προμηθεύεται η Κυπριακή Δημοκρατία, είναι ανάλογοι του μεγέθους της Εθνικής Φρουράς. Για τον λόγο αυτόν, προκειμένου να ενισχυθεί η διαπραγματευτική θέση του Υπουργείου Αμύνης και η πολιτική ενισχύσεως της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, απαιτείται απευθείας συνεργασία με την Ελλάδα. Αθήνα και Λευκωσία, πρέπει να συμφωνήσουν σε στενή συνεργασία συγκλίσεως εξοπλισμών στον μέγιστο δυνατό βαθμό και δι’ αυτού σε στενότερη συνεργασία αμυντικής βιομηχανίας. Μόνο έτσι μπορούν να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη για τις δύο πλευρές.
Λαμβάνοντας ως παράδειγμα το παράδοξο της προμήθειας δύο διαφορετικών αντιαρματικών όπλων από την Κύπρο, προκύπτει το φυσιολογικό ερώτημα των κριτηρίων σε μια ανάλογη διαδικασία για τον Ελληνικό Στρατό. Εάν αφήσουν οι αρμόδιοι την κακή συνήθεια των απευθείας αναθέσεων (για την οποία διαμαρτύρονται και οι φορείς της αμυντικής βιομηχανίας) και διεξαχθεί διαγωνιστική διαδικασία, το φυσιολογικό είναι να έχει βαρύτητα η παράμετρος της βιομηχανικής συνεργασίας, δεδομένου ότι στην Ελλάδα η αμυντική βιομηχανία είναι πολύ πιο ανεπτυγμένη εν σχέσει με την Κύπρο. Έχει ενδιαφέρον ότι ενώ δεν υπάρχει εξαγγελία σχετικού εξοπλιστικού προγράμματος, η γαλλική MBDA έχει προβεί ήδη στην σύναψη συνεργασιών με ελληνικές εταιρείες, συναφώς με το βλήμα AKERON MP ενώ υπάρχει πρόθεση επεκτάσεως της συνεργασίας και στο υπό ανάπτυξη AKERON LP. Από την άλλη, η ισραηλινή Rafael προβαίνει σε κινήσεις εμπορικής προωθήσεως του SPIKE LR2 αλλά σε επίπεδο βιομηχανικής παραγωγής υπάρχει στον χώρο της Ευρώπης η αρμόδια EUROSPIKE.
Σημειώνεται εδώ ότι η Κύπρος συμμετέχει στο πρόγραμμα LynkEUs του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Βιομηχανικής Ανάπτυξης στον τομέα της Άμυνας (EDIDP) που αφορά την ικανότητα BLOS του Πεζικού. Στο πρόγραμμα που αφορά την Ευρωπαϊκή Ικανότητα Εμπλοκής Πέραν Σκοπευτικής Ευθείας (BLOS) ηγείται η MBDA με το AKERON LP.
Διαφαίνεται ότι από ένα ανάλογο πρόγραμμα για την κάλυψη αναγκών του Ελληνικού Στρατού θα εξαρτηθούν και οι μελλοντικές καλύψεις των αναγκών της Εθνικής Φρουράς. Διότι όπως υπενθυμίζουν οι βολές SPIKE LR2 και AKERON MP στην Κύπρο, τα αντιαρματικά βλήματα καταναλώνονται σταθερά στο πλαίσιο των προγραμμάτων εκπαιδεύσεως των μονάδων και η ανανέωση του αποθέματος απαιτεί νέες προμήθειες σε βάθος δεκαετιών.