Δούρειος Ίππος - Podcasts
ΔΙΑΦΟΡΑΕΛΛΑΔΑΟΠΛΙΣΜΟΣ

Η απουσία βαρέων οπλισμένων UAV από τις επιχειρήσεις στην Γάζα και η τάση

Rheinmetall Lynx

Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Η χερσαία επίθεση του Ισραήλ στην λωρίδα της Γάζας, η οποία ξεκίνησε στις 27 Οκτωβρίου 2023, συμπληρώνει σε μερικές ημέρες τρίμηνο. Από την πρώτη στιγμή της σφαγής των τρομοκρατών της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF) πλήττουν διαφόρους στόχους και τα αεροπορικά μέσα πρωτοστατούν σε αυτό τον αγώνα.

Μόνο το πρώτο εξαήμερο, η Ισραηλινή Αεροπορία είχε ανακοινώσει ότι είχε ρίξει περίπου 6.000 βόμβες. Στο βάθος του χρόνου, ο ρυθμός αεροπορικών προσβολών μειώθηκε. Μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου, με ένα διάλειμμα επτά ημερών λόγω συμφωνίας καταπαύσεως του πυρός, είχε αναφερθεί η ρίψη 29.000 βομβών και άλλων αεροπορικών όπλων, εκ των οποίων 40-45% ήταν κοινές συμβατικές, μη κατευθυνόμενες βόμβες.

Τα διεθνή μέσα απασχόλησε έρευνα από μελέτη δορυφορικών φωτογραφιών που αποκάλυπταν ότι τον πρώτο μήνα επιχειρήσεων, εντοπίσθηκαν τουλάχιστον 500 κρατήρες διαμέτρου μεγαλύτερης των 12 μέτρων, σημάδι το οποίο μαρτυρά έκρηξη από βόμβα 2.000 λιβρών. Οι βόμβες αυτές χρησιμοποιούνται για την προσβολή υπογείων στόχων ή μεγάλων οικοδομικών κτιρίων και λόγω της μεγάλης καταστροφικής ικανότητάς τους, δεν συνηθίζεται η χρήση τους από Δυτικούς σε επιχειρήσεις κατοικημένων τόπων, λόγω αυξημένου κινδύνου προκλήσεως παράπλευρων απωλειών. Οι τουλάχιστον 500 κρατήρες σε διάστημα μηνός, αναλογούν σε ρίψη 16-20 βομβών 2.000 λιβρών ημερησίως.

Όλη αυτή η μάζα πυρός, απασχολεί καθημερινώς έναν μεγάλο αριθμό αεροπορικών μέσων και κυρίως τα 250 περίπου μαχητικά F-16 και F-15. Ο αυξημένος ρυθμός επιχειρήσεων από τις αρχές Οκτωβρίου 2023, συνεπάγεται σοβαρό κόστος για καύσιμο, χρησιμοποιούμενα όπλα και τακτικότερες εργασίες συντηρήσεως. Σε πολύ γενικές γραμμές, η ρίψη 1.000 βομβών καθημερινώς το πρώτο εξαήμερο, σημαίνει ότι τα διαθέσιμα αεροπλάνα εκτελούσαν κατά μέσον όρο 1,5 εξόδους ημερησίως. Όλη αυτή η αεροπορική δραστηριότητα, χωρίς καμμία έγνοια αντιμετωπίσεως εχθρικής αεροπορικής δυνάμεως.

Σε όλη αυτή την αεροπορική εκστρατεία η οποία συνεχίζεται, συμμετέχουν ασφαλώς και Μη Επανδρωμένα Αεροσκάφη (UAV) της Ισραηλινής Αεροπορίας. Ωστόσο, όσα από αυτά εκτελούν προσβολές εδάφους, χρησιμοποιούν μικρά όπλα, για εξουδετέρωση κινούμενων στόχων κυρίως. Εμπρός σε μία τόσο μεγάλης εκτάσεως εκστρατεία αεροπορικού βομβαρδισμού, ανακύπτει ευθέως το ερώτημα του ρόλου που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν τα UAV, εφόσον είχαν ικανότητα ρίψεως βαρύτερων φορτίων, δηλαδή βομβών. Μία αεροπορική δύναμη η οποία επιδίδεται σε αεροπορική εκστρατεία εναντίον ανταρτικών δυνάμεων, απασχολώντας αποκλειστικώς σχεδόν μαχητικά αεροπλάνα υψηλών επιδόσεων, εκπέμπει μία μάλλον παράδοξη εικόνα, ιδίως όταν το πεδίο επιχειρήσεων είναι “μικροσκοπικό”. 

Εάν υπήρχαν διαθέσιμα σε ικανό αριθμό οπλισμένα UAV με δυνατότητα ρίψεως βαρέων φορτίων, θα ανακουφιζόταν ασφαλώς το βάρος των αεροπορικών εξόδων που σηκώνουν καθημερινώς τα μαχητικά αεροπλάνα. Η συμμετοχή στις επιχειρήσεις UAV τέτοιας κατηγορίας, όπως το τουρκικό Akinci που έχει ικανότητα μεταφοράς μίας βόμβας 2.000 λιβρών ή πολλαπλάσιων των 1.000 και 500 λιβρών, θα αντιπροσώπευε μία ορθολογική και πολύ φθηνότερη σε λειτουργικές δαπάνες επιλογή. Ιδίως στην περίπτωση της Γάζας, από την οποία οι ισραηλινές αεροπορικές βάσεις απέχουν μόλις 50-100 χλμ., η απογείωση μαχητικών υψηλών επιδόσεων για μη τακτικώς κρίσιμες προσβολές στόχων, δεν προσφέρει ουσιώδες πλεονέκτημα ταχύτητος εν σχέσει με τα αργοκίνητα οπλισμένα UAV.

Μικρότερης διαρκείας εκστρατεία αεροπορικών βομβαρδισμών στην Γάζα, είχε αναλάβει το Ισραήλ το 2021. Στις 10 Μαΐου είχε ξεκινήσει επιχείρηση για την καταστροφή υποδομών της Χαμάς, που διήρκεσε 11 ημέρες και ερρίφθησαν περισσότερες από 1.500 βόμβες διαφόρων ειδών. Και στο παρελθόν λοιπόν, το Ισραήλ αναλάμβανε παρόμοιες δράσεις εναντίον τρομοκρατών, απλώς αυτή την φορά η κλίμακα της αεροπορικής εκστρατείας είναι πολύ μεγαλύτερη, αναδεικνύοντας τα ζητήματα που παραθέσαμε μόλις πιο πάνω.

Εν απουσία αντίπαλης αεροπορίας, όλα αυτά μπορεί να μην προβληματίζουν ιδιαιτέρως την Ισραηλινή Αεροπορία. Θα μπορούσε να πει κανείς όμως, ότι η Τουρκία βρέθηκε πιο προωθημένη επιχειρησιακά σε αυτό τον τομέα από το Ισραήλ, καθώς έχει κρίνει σκόπιμη την ανάπτυξη βαρέων οπλισμένων UAV από την βιομηχανία της και ήδη έχει ξεκινήσει η είσοδός τους σε υπηρεσία. Η απαίτηση για τέτοιας κατηγορίας UAV αναδείχθηκε από τις αντιανταρτικές επιχειρήσεις σε Συρία και Ιράκ, όπου διεφάνη η αναγκαιότητα προσβολής διοικητικών κέντρων ή στρατοπέδων, δηλαδή υποδομών και όχι απλώς κινούμενων στόχων, στην μορφή πεζού ή εποχούμενου προσωπικού.

Εν τούτοις, η ικανότητα μεταφοράς οπλικού φορτίου 1 τόννου του Akinci, επιτρέπει και την μεταφορά μεγάλων βλημάτων πλεύσεως, όσο και κατευθυνομένων βομβών με συλλογές, δηλαδή όπλα που επιτρέπουν την προσβολή στόχων σε μεγάλες αποστάσεις από το σημείο αφέσεως. Τέτοιες επιθέσεις, εμπίπτουν σε τακτικές και όχι αντιανταρτικής φύσεως επιχειρήσεις. Αυτό σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα UAV που εντάσσονται στο τουρκικό οπλοστάσιο, μπορεί μεν να είναι αργοκίνητα κι επομένως ευπρόσβλητα αλλά προσφέρουν λύσεις κι έχουν ρόλο σε συμβατική αναμέτρηση με ισότιμο αντίπαλο. 

Το ενδιαφέρον δεν είναι μόνο η μελλοντική παρουσία μεγάλου αριθμού βαρέων επιθετικών UAV στην Τουρκική Αεροπορία, όσο το ότι ήδη η Τουρκία αναπτύσσει και αεριωθούμενα, υψηλότερων επιδόσεων. Και σε αυτό, είναι πιο μπροστά η βιομηχανία της από την ισραηλινή. Η ανάπτυξη του Kizilelma άρχισε το 2013, δηλαδή σε μία εποχή που δεν υπήρχε η παραμικρή ανησυχία ως προς την εξέλιξη του προγράμματος F-35. Είχε διαπιστωθεί η τάση του μελλοντικού αεροπορικού αγώνα και ο αυξανόμενος ρόλος των μη επανδρωμένων. Στόχος ήταν η περαιτέρω ανάπτυξη της ικανότητος διεξαγωγής “ρομποτικού πολέμου”, από την Τουρκική Αεροπορία.

Σε μερικά χρόνια, η Τουρκική Αεροπορία αναμένει την επιχειρησιακή ένταξη του Kizilelma, με:

  • ωφέλιμο φορτίο 1.500 κιλών (εσωτερικά ή εξωτερικά φερόμενο).
  • ικανότητα αποπροσγειώσεως από μικρού μήκους διαδρόμους.
  • χαρακτηριστικά μειωμένου ίχνους ραντάρ (RCS).
  • ραντάρ AESA.
  • μελλοντικώς υπερηχητικό και στο απώτερο μέλλον δικινητήριο.

Θα πρόκειται δηλαδή για μία πολύ αξιόλογη αεροπορική πλατφόρμα. Το συγκεκριμένο, θα έχει ικανότητα μεταφοράς ποικιλίας όπλων, ακόμη και αέρος – αέρος, προσφέροντας τακτική και επιχειρησιακή ευελιξία που σε δικτυοκεντρικό περιβάλλον επιχειρήσεων, θα σημαίνει ρόλο σε σύνθετες αποστολές, πλάι σε επανδρωμένα μαχητικά. 

Ενώ η Πολεμική Αεροπορία είναι απορροφημένη ακόμη με τα προγράμματα μαχητικών αεροπλάνων, σε μερικά χρόνια θα πρέπει να υπολογίζει στην απειλή και τον σημαντικό αριθμό αεριωθουμένων UAV, υψηλών επιδόσεων. Η τεχνολογική υπεροχή που απορρέει από την ύπαρξη μίας ή δύο Μοιρών μαχητικών αεροπλάνων τελευταίας γενιάς, πρέπει να συνοδεύεται από συνεργαζόμενα αεριωθούμενα UAV υψηλών επιδόσεων, στα οποία ο εχθρός προσπαθεί να πετύχει προβάδισμα. Από πλευράς βιομηχανίας επίσης, η προοπτική προγραμμάτων όπως το ΓΡΥΠΑΣ της ΕΑΒ, μάλλον πρέπει να αναθεωρηθεί μέσα από στενότερη επιτελική συνεργασία με την Πολεμική Αεροπορία.

F-16V: η “τελευταία” προμήθεια αμερικανικών μαχητικών από την Τουρκία;

 

Related Articles

Back to top button