Υπάρχει έδαφος για ελληνογερμανική συμφωνία αμυντικής συνεργασίας;

Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών ως προς την διαφαινόμενη διαφοροποίηση της σχέσεως των ΗΠΑ με την ασφάλεια της ΕΕ και τις πρώτες αντιδράσεις των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών δυνάμεων ως προς την αναγκαιότητα ενισχύσεως των αμυντικών ικανοτήτων τους, δείχνουν να έχουν συλλάβει την Αθήνα σε μία κατάσταση “απομονωτισμού”. Τόσο λόγω εσωτερικών πιέσεων που αισθάνεται η κυβέρνηση από τις μαζικές διαστάσεις διαμαρτυρίας με αφορμή την υπόθεση των Τεμπών, όσο και των διεθνών εξελίξεων που φαίνεται να λειτουργούν υπέρ της Τουρκίας.
Μπορεί να μην είναι τόσο θέμα “απουσίας” της Αθήνας από τις εξελίξεις, όσο στάσεως αναμονής σε ζητήματα που έχει θέσει και αναμένει τις αποφάσεις σε επίπεδο ΕΕ. Το ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μπορεί να προσβλέπουν στις παραγωγικές ικανότητες της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, είναι κάτι για το οποίο η Αθήνα “ευθύνεται”, στο μέτρο που η ίδια αδιαφόρησε για το συγκεκριμένο πεδίο και οι αποφάσεις της στα εξοπλιστικά ακολούθησαν τα ευκαιριακά κριτήρια του Μαξίμου. Εν τούτοις, η γενική θέση για ισχυρότερη άμυνα σε επίπεδο ΕΕ, υποστηρίζεται από την Αθήνα πλήρως:
- δημοσιονομική πολιτική προς διευκόλυνση των αμυντικών επενδύσεων.
- πρόταση Μητσοτάκη – Τουσκ για πρόγραμμα αντιαεροπορικής ασπίδας της ΕΕ.
- συμμετοχή στην υπό την Γερμανία Πρωτοβουλία Ευρωπαϊκής Ασπίδας Ουρανού (ESSI).
Η επικείμενη ανάληψη των ηνίων στην Γερμανία από τον Φρήντριχ Μερτζ, θερμό υποστηρικτή μιας πιο ισχυρής ΕΕ και ιδίως από πλευράς αμυντικών ικανοτήτων, δημιουργεί θετικότερη δυναμική και ένα ακόμη πιο ευνοϊκό πλαίσιο κινήσεων για την Αθήνα. Η πολιτική του Μερτζ δείχνει πραγματιστική: παραμένει υποστηρικτής των διατλαντικών σχέσεων, θεωρεί την πολιτική Τραμπ ως μήνυμα και ευκαιρία ενώ συμπλέει απολύτως με τις θέσεις Μακρόν. Η προδιάθεση για αύξηση των αμυντικών δαπανών της Γερμανίας, αν και δύσκολη βάσει των συσχετισμών στην νέα Ομοσπονδιακή Βουλή, λειτουργεί επίσης ευνοϊκώς.
Για την Αθήνα, φαίνεται να διανοίγεται μια ευκαιρία.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός μπορεί να αναπτύξει μια στενή σχέση συνεργασίας με τον καγκελάριο Μερτζ. Η σχέση του CDU με την ΝΔ λόγω πολιτικής συγγένειας στην Ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, εκ των πραγμάτων φέρνει τις κυβερνήσεις πιο κοντά. Ο Μερτζ, ο οποίος προσβλέπει σε έναν πιο ηγετικό ρόλο της Γερμανίας, από κοινού με την Γαλλία, ήδη έχει εκφράσει την πεποίθηση ότι μπορεί να χρειαστεί ταχύτατα, ακόμη και η δημιουργία ενός νέου υποκατάστατου του ΝΑΤΟ, προκειμένου να υπάρξει απεξάρτηση από τις ΗΠΑ.
Η εμφάνιση Μερτζ, η ισχυροποίηση του γαλλογερμανικού άξονος στα πράγματα της ΕΕ γενικότερα και το γενικότερο ευμενές περιβάλλον για μεγαλύτερες επενδύσεις στην Άμυνα, βοηθούν την Ελλάδα.
Μέχρι σήμερα, η Αθήνα έχει συσφίξει σε διμερές επίπεδο τις αμυντικές σχέσεις της, κυρίως με τις ΗΠΑ και την Γαλλία. Με τις πρώτες, υφίσταται παραδοσιακή σχέση αποτυπωμένη στην ανανεούμενη Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) ενώ με την Γαλλία υπεγράφη τον Σεπτέμβριο του 2021 συμφωνία “Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης για την Συνεργασία στην Άμυνα και στην Ασφάλεια”. Στην πραγματικότητα, παρά τα όσα σχολιάζονται τελευταίως, δεν υπάρχει αρνητικό κλίμα στην αμυντική συνεργασία, ούτε με τις ΗΠΑ, ούτε με την Γαλλία.
Η συνεννόηση με ΗΠΑ και Γαλλία, συνοδεύεται από συμφωνίες για εξοπλισμούς νέου ή και μεταχειρισμένου υλικού. Η Αθήνα είχε επιδιώξει την ευθεία σύνδεση μεγάλων εξοπλιστικών προγραμμάτων με την υπογραφή συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας, περιλαμβάνουσας και κάποια μορφή ρήτρας αμυντικής συνδρομής, όπως στην περίπτωση της Γαλλίας, κατά τα λεγόμενα του ίδιου του τότε ΥΕΘΑ Νίκου Παναγιωτόπουλου. Σχετικό πλαίσιο συζητήσεων είχε αναπτυχθεί μεταξύ Γερμανίας και, σε μικρότερο βαθμό, Ιταλίας αλλά δεν υπήρξε συνέχεια. Στην περίπτωση της Γερμανίας, δεν επιτεύχθηκε αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων λόγω δισταγμού του καγκελαρίου Σολτς και ανεπαρκών χειρισμών από την πλευρά της τότε υπουργού Αμύνης Λαμπρέχτ ενώ και η Αθήνα υπέκυψε σε υπόγειες πιέσεις ενώ από το 2023 προσκολλήθηκε περισσότερο στις ΗΠΑ για εξοπλισμούς. Την εποχή εκείνη όμως, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, η Γερμανία ήταν η πρώτη σύμμαχος με την οποία η Ελλάδα κινήθηκε ευέλικτα στην πολιτική στρατιωτικής ενισχύσεως της Ουκρανίας, αποκομίζοντας χειροπιαστό όφελος και για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις (συμφωνία Μητσοτάκη – Σολτς 31ής Μαΐου 2022).
Την ερχομένη Πέμπτη 6 Μαρτίου, στο πλαίσιο της έκτακτης Ειδικής Συνόδου των Ευρωπαίων ηγετών με θέματα την υποστήριξη της Ουκρανίας και την Ευρωπαϊκή άμυνα, ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης, θα έχει συνάντηση με τον Φρήχτριχ Μερτζ. Εκεί μπορεί να γίνει μια πρώτη βολιδοσκόπηση προθέσεων και δυνητικών δεσμεύσεων για ενίσχυση της ελληνογερμανικής αμυντικής συνεργασίας, μέχρι το επίπεδο μιας ευρύτερης συμφωνίας. Το γεγονός ότι ο Μερτζ δείχνει να υπολογίζει και την Πολωνία (με την οποία υπάρχει ελληνική ταύτιση στην πρόταση της ευρωπαϊκής αντιαεροπορικής άμυνας) ως προέκταση του γαλλογερμανικού άξονος, σε επίπεδο καθαρώς δεδομένων στρατιωτικής ισχύος, ενισχύει επίσης την ελληνική θέση.
Γαλλία και Γερμανία, έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε επίπεδο παραγωγικής ικανότητος αμυντικής βιομηχανίας και η στενότερη σύνδεση της Ελλάδας με αμφότερες, μέσω κοινών αμυντικών προγραμμάτων, την φέρνει εγγύτερα στον δυναμικώς διαμορφούμενο νέο πυρήνα αμυντικού προσανατολισμού του φυσικού της χώρου. Δημιουργείται έτσι δυναμική δημιουργίας “υπεραξιών” με προσδοκίες “κεφαλαιοποιήσεως” σε κάποιο βάθος χρόνου, από την ανάληψη ρόλου με καθεστώς συνεργάτη κι όχι απλού πελάτη.
Μία συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με την Γερμανία, μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικώς με τις ανάλογες που έχει πετύχει η Αθήνα με Γαλλία και ΗΠΑ. Εξάλλου δεν “εξουδετερώνει” η μία την άλλη, υποδηλώνει την ευελιξία της Αθήνας λόγω διττής ιδιότητος, προσφέρει μεγαλύτερο πλαίσιο αμοιβαίων δεσμεύσεων και ενισχύει την διαπραγματευτική θέση στα προσδιορισμένα επίπεδα συνεργασίας.
Η μίζερη ατμόσφαιρα από υποθέσεις που απασχόλησαν τελευταίως λόγω Τουρκίας (πιθανότητα πωλήσεως βλημάτων Meteor κ.λπ.) δεν πρέπει να λειτουργούν παρά μόνο θετικώς, ως προς την ταχεία επανεκτίμηση και προσαρμογή στόχων της χώρας, στον φυσικό της χώρο, την Ευρώπη, ιδίως τώρα που βρίσκεται σε μία ιστορική καμπή.