Συμπεράσματα από το 1974 για το διαμέτρημα του ατομικού οπλισμού
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Σαν σήμερα, στις 14 Αυγούστου 1974, εκδηλωνόταν στην Κύπρο από τις τουρκικές δυνάμεις εισβολής, ο δεύτερος γύρος επιχειρήσεων, που τυπικώς ολοκληρώθηκε στις 16 Αυγούστου. Η μελέτη των επιχειρήσεων, βάσει και των μαρτυριών πολεμιστών της περιόδου, οδηγεί σε εξαγωγή σημαντικών διδαγμάτων αλλά και επιβεβαίωση γνωστών συμπερασμάτων που ενδιαφέρουν πρωτίστως τους επαγγελματίες στρατιωτικούς.
Στην Ελλάδα υπάρχει μια άτυπη “συζήτηση” τα τελευταία χρόνια ως προς το ζήτημα του διαμετρήματος του ατομικού οπλισμού του στρατιώτη, με την μία άποψη να υποστηρίζει το “ισχυρότερο” 7,62 mm με το οποίο είναι εφοδιασμένος σήμερα κατά κύριο λόγο ο Ελληνικός Στρατός και την άλλη άποψη να είναι υπέρ του “αδύναμου” 5,56 mm που εφοδιάζει τις Ειδικές Δυνάμεις.
Μελέτη των επιχειρήσεων στην Κύπρο, αποδεικνύει ότι επιβεβαιώθηκαν οι βασικοί λόγοι για τους οποίους στο Δυτικό στρατόπεδο κι εν συνεχεία παγκοσμίως, τα φυσίγγια διαμετρημάτων “πλήρους ισχύος” υποσκελίσθηκαν στον ατομικό οπλισμό από τα “ενδιάμεσης ισχύος”. Από την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι αντιμαχόμενοι είχαν διαπιστώσει ότι στον τακτικό αγώνα πεζικού, σπανίως οι αποστάσεις εμπλοκής ξεπερνούσαν τα 300 μέτρα και η πλειοψηφία εκλάμβανε χώρα σε αποστάσεις της τάξεως των 100-150 μέτρων. Ως εκ τούτου, τα φυσίγγια “πλήρους ισχύος” δεν εξυπηρετούσαν ιδιαιτέρως, εξαιτίας της μεγάλης ανακρούσεως που προκαλούσαν στο ατομικό όπλο, καθιστώντας τον χειρισμό και τον έλεγχό του δυσκολότερο. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο φυσίγγιο “ενδιάμεσης ισχύος” εμφανίσθηκε στην διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ήταν το γερμανικό 7,92 mm x 33 Kurz, το οποίο κέρδισε αμέσως τις εντυπώσεις των στρατιωτών στο πρώτο τυφέκιο εφόδου, το StG 44. Και σε αυτή την αντίληψη ακριβώς, εμφανίσθηκαν εν συνεχεία τα σημερινά “τυφέκια εφόδου”.
Mπορεί λοιπόν τα ισχυρότερα διαμετρήματα να έχουν μεγαλύτερη δραστικότητα σε αποστάσεις πέραν των 300 και 400 μέτρων ωστόσο, η διεθνής τάση τα έχει περιορίσει στα όπλα υποστηρίξεως (πολυβόλα) ενώ το ατομικό όπλο ελάφρυνε, έγινε πιο εύχρηστο και παρέμεινε επαρκές για αποστάσεις 300-400 μέτρων με υιοθέτηση διαμετρήματος “ενδιάμεσης ισχύος”. Είναι εξάλλου φυσιολογικό το ανθρώπινο μάτι να μην μπορεί να διακρίνει και να σημαδεύσει ικανοποιητικώς στόχους μεγέθους ανθρώπινης σιλουέτας σε αποστάσεις πέραν των 300 μέτρων, με αποτέλεσμα πυρά ατομικού οπλισμού σε τέτοιες περιπτώσεις να αποτελούν περισσότερο σπατάλη πυρομαχικών.
Σήμερα, η υιοθέτηση οπτικών σκοπευτικών ως κυρίων σκοπευτικών στο ατομικό όπλο, επιτρέπει ευχερέστερη διάκριση στόχων και σκόπευση σε μεγαλύτερες αποστάσεις. Ωστόσο, ο τακτικός αγώνας πεζικού δεν σημαίνει ότι οι αντίπαλοι κινούνται ο ένας προς τον άλλον σε άκαμπτες μάζες, ούτε ότι κάθε τυφεκιοφόρος διαδραματίζει ρόλο ελευθέρου σκοπευτού. Λόγω της αυξημένης φονικότητος των όπλων υποστηρίξεως, οι αντίπαλοι τηρούν αραιότερες διατάξεις, εφαρμόζουν τακτικές πυρός και κινήσεως, εκμεταλλεύονται την κάλυψη του εδάφους, χρησιμοποιούν προπετάσματα καπνού, προτιμούν νυκτερινό αγώνα κ.λπ. Το αποτέλεσμα είναι να μην προσφέρονται ουσιώδεις στόχοι σε μεγάλες αποστάσεις, ούτε να επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες σκοπεύσεως, ώστε να ανοίξουν αποτελεσματικό πυρ οι τυφεκιοφόροι ακόμη και αν διαθέτουν οπτικό σκοπευτικό.
Συνεπώς, τα πλεονεκτήματα του ατομικού οπλισμού 5,56 mm των Δυτικών στρατών ή 5,45 mm των Ανατολικών στρατών, εξακολουθούν να υφίστανται και μάλιστα στο ακέραιο. Το τελευταίο, υποστηρίζεται από την εμφάνιση τα τελευταία έτη βελτιωμένων φυσιγγίων 5,56 mm με ανώτερες επιδόσεις.
Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε ότι η πρωταρχική χρήση του ατομικού όπλου, είναι να συμβάλει με τον όγκο πυρός του στην καθήλωση του αντιπάλου, ώστε σε συνδυασμό με τον ελιγμό, το φίλιο πεζικό να πλησιάσει το αντίπαλο και να το καταστρέψει. Τα χαρακτηριστικά μικρότερης ανακρούσεως και ο ευκολότερος χειρισμός – σκόπευση των τυφεκίων 5,56 mm, όσο και η μεγαλύτερη χωρητικότητα γεμιστήρα, διευκολύνουν σοβαρά σε αυτό.
Ένα από τα ιστορικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν πως και στην Κύπρο το 1974 ήταν αντιληπτό ότι δεν είχε νόημα το πυρ του ατομικού οπλισμού σε μεγάλες αποστάσεις, έχει καταγραφεί από τον τότε Αντισυνταγματάρχη Δημήτριο Χάντζο, διοικητή του 361 ΤΠ, στο βιβλίο του “Κύπρος ’74. Γιατί δεν νικήσαμε“. Ο συγγραφέας δίνει την παρακάτω περιγραφή για την άμυνα της μονάδος του, που στις 14 Αυγούστου βρισκόταν ταγμένη στην περιοχή Παχυάμμου και δέχθηκε εχθρική επίθεση:
“Ο εχθρός εκινείτο βραδέως σε συμπαγείς μάζες Λόχων ανεπτυγμένων εφ’ ολοκλήρου του μετώπου του τάγματός μας. Η απόσταση που είχε να διανύσει μέχρι των θέσεών μας ήταν όπως είπαμε 600 μέτρα. Λόγω περιωρισμένης διαθεσιμότητας πυρομαχικών αλλά και διότι είναι κανόνας το σχέδιο πυρός του αμυνόμενου να τμήματος να εκδηλώνεται όταν ο εχθρός άγεται σε απόσταση 200 μέτρων από τα πρώτα τμήματα της αμύνης, εδώσαμε διαταγή το Σχέδιο πυρός του τάγματος να εκδηλωθεί στην απόσταση αυτή. Πλην όμως κατά επίμονη απαίτηση των μικρών Αξιωματικών του Τάγματος, οι οποίοι θεωρούσαν τρομερά “ελκυστικούς” τους στόχους που εμφάνιζε ο εχθρός, αλλά και για να μην επηρεασθεί το ηθικό των οπλιτών μας, διέταξα την εφαρμογή του Σχεδίου πυρός όταν ο εχθρός έφτασε στην απόσταση των 300 μέτρων, από τις θέσεις μας. Το αποτέλεσμα ήταν η πρόκληση σοβαρών απωλειών και η διάλυση των πρώτων εχθρικών τμημάτων“.
Η ανωτέρω περιγραφή, δίνει πραγματικά στοιχεία τακτικής του αμυντικού αγώνος πεζικού, δηλαδή τον κανόνα της εκδηλώσεως του Σχεδίου Πυρός σε μικρή απόσταση, προκειμένου να είναι το δυνατόν μεγαλύτερη η αποτελεσματικότητα των όπλων. Σημειώνεται ότι το ατομικό τυφέκιο των Κυπρίων εκείνη την εποχή ήταν το κλασικό Lee Enfield των 0,303 ιντσών, δηλαδή ένα τυφέκιο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ουσιαστικώς, σε διαμέτρημα “πλήρους ισχύος” (7,7 mm). Ήταν όμως αδιανόητο για οποιονδήποτε επαγγελματία στρατιωτικό, να διατάξει πυρ στην απόσταση των 500 ή 600 μέτρων που εμφανίσθηκε ο εχθρός, παρόλο που το φυσίγγιο του συγκεκριμένου όπλου ήταν αρκούντος δραστικό και σε αυτές τις αποστάσεις.
Η ανωτέρω περίπτωση που αναφέρθηκε, αφορούσε τυπική στατική άμυνα από τάγμα πεζικού και όχι αγώνα εκ του συστάδην ή αγώνα εντός κατοικημένων τόπων. Επί της ουσίας, σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις αγώνος πεζικού, οι δύο αντίπαλοι επιβεβαίωσαν αυτά που έχουν διαπιστωθεί από την δεκαετία του 1940, ότι δηλαδή οι ρεαλιστικές αποστάσεις εμπλοκής κυμαίνονται κάτω των 300 μέτρων.
Ακόμη και στην μάχη του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ, μια ακόμη τυπική περίπτωση τακτικού αγώνα πεζικού, η οποία ξεκίνησε στις 14 Αυγούστου, βολές ατομικού οπλισμού δεν έγιναν σε μεγάλες αποστάσεις. Οι Έλληνες διέθεταν τυφέκια Μ1 Garand και FN FAL, διαμετρημάτων “πλήρους ισχύος”. Ανάλογο οπλισμό είχε και ο εχθρός. Ακόμη και τα πολυβόλα, δεν άνοιγαν πυρ σε μεγάλες αποστάσεις, όπως φαντάζεται ενδεχομένως κάποιος αδαής. Δεν ήταν μόνο λόγοι τακτικής αλλά και παράγοντες όπως η περιορισμένη ορατότητα λόγω καπνών και σκόνης ενώ στα τελικά στάδια της μάχης, στις 16 Αυγούστου, ήταν σαφές ότι οι Έλληνες είχαν καθηλωθεί από μπαράζ πυρών όλμων και πυροβολικού, που κρατούσε τους άνδρες σκυμμένους στα ορύγματα και χαρακώματα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σαφής αντίληψη εικόνας περί εχθρού και το τουρκικό πεζικό να μπορέσει να προσεγγίσει στις ελληνικές θέσεις.
Οι Έλληνες είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν την υπεροχή των όπλων διαμετρήματος “ενδιάμεσης ισχύος”, χάρη κυρίως στα τσέχικα τυφέκια εφόδου Vz58 των 7,62 mm x 39 που χρησιμοποιήθηκαν κι έμειναν γνωστά ως “Καλάσνικοφ”. Ιδίως οι καταδρομείς που εφοδιάσθηκαν με αυτά όσο και οι πεζικάριοι στους αγώνες εντός κατοικημένων τόπων στην Λευκωσία, μπόρεσαν να εκτιμήσουν την μεγαλύτερη ευκολία χειρισμού και εκπομπής όγκου πυρός. Μια σχετική μαρτυρία, αποτελεί αυτή του τότε Υπολοχαγού Αθανασίου Πολύζου, ο οποίος ήταν διοικητής λόχου του 399 ΤΠ. Να τι γράφει για την εμπειρία που αποκόμισε από την χρήση του εν λόγω οπλισμού: “Θέλω εδώ με την ευκαιρία να επισημάνω, ότι αυτά τα όπλα είναι καταπληκτικά και ιδιαίτερα για αγώνες, εντός κατωκημένων περιοχών ή εκ του συστάδην (30 σφαίρες μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα), χωρίς να υστερούν και σε βολές που γίνονται σε μεγαλύτερες αποστάσεις. [Διαγωνίστικα σε ανύποπτο χρόνο και για την πλάκα μας με συνάδελφο – καλό σκοπευτή που έφερε τυφέκιο FN και εγώ με Τσέχικο […] στην απόσταση των 300 μέτρων και τον νίκησα]. […] Η εκτίμησή μου είναι: Εάν σε κάθε Διμοιρία Τ/Φ υπήρχαν 3-4 “ΚΑΛΑΣΝΙΚΩΦ” η κατάσταση θα ήταν αρκετά – πολύ διαφορετική και εκτός των άλλων, θα είχαμε λιγότερες διαρροές προσωπικού προς τα πίσω και μεγαλύτερη διασπορά των πυρών των Τούρκων, εφόσον βέβαια τα “ΚΑΛΑΣΝΙΚΩΦ” χρησιμοποιούντο κατάλληλα (όχι όλα μαζί, αλλά σε διασπορά)“.
Πρέπει να υπάρχει ρεαλιστική αντίληψη των πραγμάτων σε θέματα τα οποία μελέτησαν επισταμένως πολλοί άλλοι πριν και κατέληξαν σε πρακτικά συμπεράσματα και διαπιστώσεις, που είχαν σοβαρή επίδραση στην εξέλιξη τακτικών και αντιλήψεων επί στρατιωτικών θεμάτων. Ωστόσο, όταν η επιχειρηματολογία για κάτι που είναι εδραιωμένο επί δεκαετίες, καταφεύγει στην επίκληση παραγόντων όπως τα αναπεπταμένα πεδία μάχης ή τους ισχυρούς ανέμους (λες και αυτά δεν υπήρχαν στο παρελθόν και πουθενά αλλού στον υπόλοιπο κόσμο) τότε έχουμε περάσει στο επίπεδο της “ανεκδοτολογίας”. Υπάρχουν φυσικά και άλλα στάδια πιο κάτω, αλλά πλέον μιλάμε για αστειότητες. Όλα αυτά είναι εκ φύσεως αδύναμα και απορριπτέα, για να γίνουν αποδεκτά και να καταρρίψουν στρατιωτικά πορίσματα.
“Αν είχαν χτυπήσει τα F-84F” στην Κύπρο… Η στρατηγική διάσταση