Οι εξοπλισμοί από τον ΑΒΕΡΩΦ μέχρι σήμερα – Συνεχίζοντας να “το ρισκάρουμε”
Του Κωνσταντίνου Δ. Βλάσση
Οι πρόσφατες εξελίξεις με την υπογραφή συμφωνίας της τουρκικής και λιβυκής κυβέρνησης για ανακήρυξη ΑΟΖ, όπως και οι τουρκικές εξαγγελίες για έρευνες στην περιοχή, ανέδειξαν μεταξύ άλλων και την διάσταση της ελληνικής στρατιωτικής ισχύος.
Αν υποθέσουμε ότι η ιστορία πρέπει να διδάσκει, μια ιστορική έκθεση γεγονότων και γενικών παρατηρήσεων, θα μπορούσε ίσως να συμβάλλει σε κάποιον βαθμό στην απόκτηση ιστορικής συνείδησης για την εθνική Πολιτική Άμυνας ως προς τους εξοπλισμούς και στην αποβραχυκύκλωση ενός προβληματικού μηχανισμού παραγωγής σκέψης και ίσως δράσης· και ο μηχανισμός αυτός δεν είναι παρά η ίδια η κυβέρνηση ως όργανο, όσο και τα Γενικά Επιτελεία των Ενόπλων Δυνάμεων. Η προαναφερθείσα “βραχυκύκλωση” είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα διαχρονικής ανυπαρξίας ενδιαφέροντος από τις ελληνικές κυβερνήσεις για αναγωγή της Πολιτικής Άμυνας σε πραγματική κρατική προτεραιότητα, με εφαρμογή όχι εντατικής αλλά απλά διαρκούς και σταθερής πολιτικής εξοπλισμών, προς δημιουργία, συντήρηση και επαύξηση του εθνικού ενόπλου οργανισμού. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι, ενώ το επίσημο ελληνικό κράτος συμπληρώνει 189 έτη ύπαρξης, διαπιστώνεται ότι ουδέποτε ασκήθηκε σταθερή εξοπλιστική πολιτική με την συναφή ανάπτυξη παρελκομένων δραστηριοτήτων (ισχυρή αμυντική βιομηχανία), που σε προοπτική χρόνου εξασφαλίζει σταθερή επαύξηση ικανοτήτων.
Ιδιαίτερα πρέπει να προβληματίζει η κρατική απραξία, όταν ολόκληρος ο ελληνικός λαός κατά τον 18ο αιώνα, ποθούσε την απελευθέρωση των υπολοίπων ελληνικών πληθυσμών, επιζητώντας την εθνική ολοκλήρωση μέσω της αναπτυχθείσης και αποδεκτής πανελληνίως ιδεολογίας της Μεγάλης Ιδέας. Προσεκτική εξέταση δείχνει ότι τον 18ο αιώνα, το ελληνικό κράτος βάσιζε κατ’ εξοχήν την Πολιτική Άμυνας σε ονειρώξεις περί διεξαγωγής ανταρτοπολέμου (κατά τα πρότυπα της Επανάστασης του 1821), επιτρέποντας ακόμη και εξωθεσμικές πρωτοβουλίες (βλέπε Εθνική Εταιρεία), αμελώντας τελικά την ανάγκη ύπαρξης ισχυρού τακτικού στρατεύματος. Η μόνη εξαίρεση στις παραπάνω ανεύθυνες αντιλήψεις ήταν η αποσπασματική Πολιτική Άμυνας πολιτική που εφήρμοσε την περίοδο 1882–1885 ο Χαρίλαος Τρικούπης και ενσωμάτωνε όχι μόνο την εκπαιδευτική διάσταση (Γαλλική Στρατιωτική και Γαλλική Ναυτική Αποστολές) αλλά συνοδεύθηκε και από σοβαρή ναυτική εξοπλιστική πολιτική (παραγγελία 3 θωρηκτών ΥΔΡΑ, ΣΠΕΤΣΑΙ, ΨΑΡΑ).
Παρομοίως, σε όλο το διάστημα του 20ού αιώνα κι έκτοτε, επισταμένη έρευνα στα πεπραγμένα των κυβερνήσεων, καταδεικνύει ότι εντός 119 ετών και μετά το φιάσκο του 1897, συντεταγμένη πολιτική εξοπλισμών βάσει κεντρικού σχεδιασμού, εφαρμόσθηκε στις παρακάτω περιόδους: (1905-1914=10 έτη), (1922-1925=4), (1935-1940=6), (1967-1981=15), (1990-1993=3), (1997-2003=7), δηλαδή συνολικά επί 45 έτη.
Η αποσπασματική αυτή εικόνα που χαρακτηρίζει την ελληνική Πολιτική Άμυνας για την περίοδο 1900–1940 (41 έτη) –οπότε και η Ελλάδα ενεπλάκη σε διαρκείς πολεμικούς αγώνες– κατόρθωσε να εφαρμόσει συνεπή εξοπλιστική πολιτική για περίοδο 20ετίας (περίπου το 50% της χρονικής περιόδου), ενώ για την περίοδο 1950–2019, μια διαδρομή 70 ετών, με εκδηλούμενη πλέον και διαρκώς αναβαθμιζομένη την τουρκική απειλή, θεώρησε ορθό να ασχοληθεί συστηματικά με εξοπλιστικό προγραμματισμό, μόνο για μια περίοδο 25 ετών!
Απτό παράδειγμα προαναφερθείσης ανευθυνότητας των πολιτικών ηγεσιών στο θέμα των εξοπλισμών –απαραίτητος πυλώνας της Πολιτικής Άμυνας– είναι η πριν λίγα χρόνια απάντηση εκπροσώπου πολιτικού κόμματος, το οποίο διεκδικούσε και τελικά έλαβε εντολή για να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας, ο οποίος σε σχετικό ερώτημα, απάντησε αφοπλιστικά: «Θα το ρισκάρουμε»!
Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, με την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ενεργοποίησε ταυτόχρονα την σύσταση της σύγχρονης Τουρκίας, βασικό δόγμα της οποίας απετέλεσε –σε θεωρητικό επίπεδο– η ρήση «Ειρήνη στον κόσμο, ειρήνη στο εσωτερικό». Σημειώνουμε το θεωρητικό, καθώς με την έκλειψη του Κεμάλ Ατατούρκ, οι διάδοχοί του εκμεταλλευόμενοι την διεθνή ρευστότητα που προέκυψε από τον επερχόμενο Β΄ ΠΠ, άρχισαν σχεδόν αμέσως να εκδηλώνουν τις αναθεωρητικές ορέξεις τους, οι οποίες εκκινώντας από την διεκδίκηση της Αλεξανδρέττας, “άνοιξαν” στο επόμενο διάστημα: από την επιδίωξη ανάθεσης στην Τουρκία εντολής στην Αλβανία, παρουσίας στην Αίγυπτο, διεκδίκησης περιοχών της Βουλγαρίας, στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου αλλά και τα υπό ιταλική κατοχή Δωδεκάνησα, ως την επέκταση ανατολικά προς Ιράκ, μα και εις βάρος της ΕΣΣΔ!
Ωστόσο, αν ο Κεμάλ ώθησε την χώρα προς τον καθολικό ασπασμό δυτικών πρότυπων, πλέον, με τον Πρόεδρο Ερντογάν, η Τουρκία υιοθέτησε σε όλον τον κρατικό μηχανισμό (και όχι μόνο) τον αγγλοσαξωνικό τρόπο σκέψης που ενσωματώνει έναν σταθερό εξωστρεφή προσανατολισμό, διαμέσου δυναμικής εφαρμογής των κλασσικών κανόνων του management και του marketing. Αυτός ο τρόπος σκέψης, εκδηλώνεται και εκτείνεται από την ανάπτυξη πυραυλικής τεχνολογίας, δορυφορικών δυνατοτήτων, πυρηνικής ενέργειας (αρχικά), μέχρι την διαφήμιση και εκτίναξη σε διεθνές επίπεδο των Τουρκικών Αερογραμμών, την στήριξη και εκτόξευση των δυνατοτήτων της αμυντικής βιομηχανίας, την κατασκευή του μεγαλυτέρου διεθνούς αερολιμένα στην Κωνσταντινούπολη, την παρουσία στην Ανταρκτική, αποστολή αστροναυτών, συμμετοχή ως μέλος των G-20 και εξοπλιστικά σχέδια για ναυπήγηση αεροπλανοφόρων, αλλά και “εθνικών” προγραμμάτων (από αυτοκίνητο, αεροκινητήρα, μονάδα επιφανείας, μαχητικό αεροσκάφος και άρμα μάχης).
Όλα τα παραπάνω, στόχο έχουν όχι μόνο την ανάδειξη της Τουρκίας σε μια περιφερειακή δύναμη, αλλά σε παγκόσμιο ηγέτη! Ο στόχος αυτός θα ήταν “ακίνδυνος”, εάν η τουρκική πολιτική δεν ήταν βαθιά αναθεωρητική. Πράγματι, όπως προπολεμικά ο ιταλικός και γερμανικός εθνικισμός με την υιοθέτηση της φασιστικής ιδεολογίας, επεδίωξε την οικονομική ευρωστία και πρόοδο, εν τέλει απώτερο στόχο έθεσε την άσκηση αναθεωρητικής/ επεκτατικής πολιτικής. Παρομοίως, η ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας, εμπλουτισμένη και πλαισιωμένη με ένα μείγμα αίσθησης θρησκευτικής και οθωμανικής υπεροχής, αντικατοπτρίζει και μια γενικότερη ανάδειξη στο διεθνές προσκήνιο, με απώτατο όμως σκοπό και την επέκταση της χώρας εις βάρος των γειτόνων.
Με εκκίνηση την αναθεώρηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών του 1919, η Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ ανέπτυξε την θεωρία του “Lebensraum” (Ζωτικός Χώρος), παράλληλα με την Ιταλία του Μπενίττο Μουσσολίνι που διακήρυσσε το “Μare Nostrum”. Πάνω στα ίδια χνάρια, αφού υποθάλπονται παντουρανικές κινήσεις, ο Ερντογάν, υιοθετώντας ως προπομπό την θεωρία του “Stratejik Derinlik” (Στρατηγικό Βάθος), κατέληξε στην διακήρυξη περί “Mavi Vatan” (Γαλάζια Πατρίδα), έχοντας αρχίσει πλέον ανοικτά να εκφράζει την βούλησή του για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923! Παραδόξως, ενώ η Τουρκία δεν συμμετείχε στον Β΄ ΠΠ γιατί εν πολλοίς είχε κατορθώσει ήδη από το 1923 να άρει τις δυσμενείς επιπτώσεις που επέβαλλαν σε αυτήν οι όροι της Συνθήκης των Σεβρών του 1920, σήμερα εμφανίζεται να επιθυμεί την ανατροπή ολόκληρου του μεταπολεμικού εδαφικού status quo επικαλούμενη την Συνθήκη των Σεβρών! Δεν είναι τυχαίο, ότι βάσει της Συνθήκης των Σεβρών, για πρώτη φορά έγινε αποδεκτή συμβατικά η ενσωμάτωση των νήσων του Αιγαίου που είχαν απελευθερωθεί το 1912–1913 και περιοριζόμαστε σε αυτό, δεδομένων και των προνοιών που εμπεριείχε και για Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, οι οποίες δεν έγινε δυνατόν να αναθεωρηθούν στην Συνθήκη της Λωζάννης.
Τα επόμενα βήματα που ακολούθησαν τις ιταλογερμανικές εξαγγελίες/στόχους (Ρηνανία, Αιθιοπία, Αυστρία, Τσεχοσλοβακία, Αλβανία, συνεννόηση με την ΕΣΣΔ) ήσαν τα προκαταρκτικά, που οδήγησαν στην μοιραία κίνηση, την επίθεση στην Πολωνία. Στα ίδια πρότυπα μπορούν να ιδωθούν και οι κινήσεις της Τουρκίας στα εδάφη Ιράκ, Συρίας, Λιβύης, αποτελώντας σταθμούς στην αλυσίδα κινήσεων στις οποίες πρόκειται να προβεί, έως ότου κάποια από αυτές υπερβεί τα εσκαμμένα και αναχαιτισθούν τα νεοοθωμανικά όνειρα από τις συνεγειρόμενες “Μεγάλες Δυνάμεις”, οπότε ο “σουλτάνος”, όπως ο Αδόλφος στις 3 Σεπτεμβρίου 1939, θα αναρωτηθεί αμήχανα «Και τώρα»;
Προς το παρόν, η Τουρκία εκμεταλλεύεται την θεωρητικώς δεδομένη θέση της στο Δυτικό Σύστημα Ασφαλείας (μέσω του ΝΑΤΟ), ελισσόμενη, έχοντας ευκαιριακά αρχίσει να προσεγγίζει την Ρωσσία σε μια λυκοφιλική σχέση, στρεφόμενη κατά του ίδιου του συνασπισμού στον οποίον ανήκει. Η πάγια τακτική είναι η επί μονίμου βάσεως παροδική προσέγγιση πότε με μία, πότε με μια άλλη πλευρά, αποκομίζοντας οφέλη, δίχως όμως την πρόκληση ρήξεων με τους συμμάχους ή με ευκαιριακούς “συμμάχους”, που θα προβάλλουν εμπόδια στον τελικό σκοπό. Μοιραία, όμως, η παρουσίαση παρενεργειών δεν αποκλείεται (π.χ. επιλογή S-400 συνεπώς αποκλεισμός F-35).
Το “παράθυρο ευκαιρίας” και ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ
Διαθέσιμα στην ελληνική ιστορία είναι δύο υποδείγματα εξοπλιστικής πολιτικής.
Το πρώτο αφορά την ΕΚΤΑΚΤΗ, εκτός οποιασδήποτε λογικής ή εισήγησης, απόφασης μείζωνος σημασίας για τον Ελληνισμό. Η Επανάσταση στο Γουδί, επέβαλλε στον πολιτικό κόσμο την σύνταξη και εκτέλεση στρατιωτικού και ναυτικού προγραμμάτων. Την εποχή εκείνη, εκκρεμούσε η εκτέλεση Ναυτικού Προγράμματος, το οποίο είχε εγκαινιασθεί το 1905-1906 με την παραγγελία 8 αντιτορπιλλικών, αλλά παρέμενε ανολοκλήρωτο, δεδομένης της αδυναμίας παραγγελίας θωρηκτών μονάδων. Εν μέσω στενών οικονομικών πλαισίων, αλλά κυρίως με την επιμονή των Επαναστατών και την ευγενική προσφορά ενός εθνικού ευεργέτη, έγινε δυνατή η παραγγελία τον Οκτώβριο του 1909 (εντός 45 ημερών από την εκδήλωση της Επανάστασης), του υπό ναυπήγηση στην Ιταλία θωρακισμένου καταδρομικού ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ. Η ειρωνεία της τύχης ήταν, ότι το συγκεκριμένο πολεμικό είχε απορριφθεί προηγουμένως από επιτροπή του Οθωμανικού Ναυτικού, που διεξήγαγε σχετική έρευνα στην Ευρώπη.
Είναι όμως σημαντικό ότι το ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ, δεν ήταν ακριβώς αυτό που είχαν προδιαγράψει στις απαιτήσεις τους οι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι ναυτικοί ιθύνοντες. Η απαίτηση ήταν για θωρηκτά, ενώ το εν λόγω πολεμικό ανήκε στην υποδεέστερη κατηγορία των θωρακισμένων καταδρομικών. Επιπλέον, ο οπλισμός του, παρέμενε υποδεέστερος σε διαμέτρημα από τον πρόσφατα αναβαθμισμένο των δύο θωρηκτών (TURGUT REIS, HAYREDDIN BARBAROSSA) σε υπηρεσία με το Οθωμανικό Ναυτικό, ενώ δεν ανέτρεπε και το αριθμητικό ισοζύγιο ισχύος. Ουσιαστικά, το μόνο πλεονέκτημα που παρουσίαζε, ήταν η ανάπτυξη υψηλότατης ταχύτητας (κατά τις δοκιμές στα ναυπηγεία του Λιβόρνο είχε καταμετρηθεί ταχύτητα 23,963 κόμβων), ενώ ευτύχησε να επιβαίνει αυτού ένας ικανός κυβερνήτης (Πλοίαρχος Σοφοκλής Δούσμανης) αλλά και ένας ορμητικός Αρχηγός Στόλου (Υποναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης). Τα δύο παραπάνω στοιχεία έδρασαν συνδυαστικά κατά τις ναυμαχίες του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, επιτρέποντας στον Έλληνα ναύαρχο «μεθ’ ορμής ακαθέκτου» να οδηγήσει το Ελληνικό Ναυτικό στην κυριαρχία εντός του Αιγαίου, απελευθερώνοντας το σύνολο των νήσων (πλην Δωδεκανήσων). Προέκταση των θαλασσίων αυτών νικών, υπήρξε η γενικότερη επιτυχής έκβαση του πολέμου από τα συνασπισμένα κράτη (Ελλάς, Σερβία, Βουλγαρία).
Η λύση του ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ, ήταν εντελώς απρογραμμάτιστη και προσαρμοζόμενη στις αντικειμενικές οικονομικές δυνατότητες του κράτους, όμως η ιστορία έχει και συνέχεια. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν αποδέχθηκε την απώλεια στο Αιγαίο και παρ’ όλη την λήξη των εχθροπραξιών και την υπογραφή ειρήνης, έθεσε ξεκάθαρα θέμα κυριαρχίας επί των νήσων Σάμου, Χίος, Λέσβος. Παραδόξως, η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις! Τι είχε συμβεί;
Η οθωμανική αντίδραση στην απόκτηση του ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ, ήταν η υπογραφή το καλοκαίρι του 1911 σύμβασης σε αγγλικά ναυπηγεία για την ναυπήγηση ενός υπερθωρηκτού που θα ονομαζόταν RESHADIYE (αρχικά είχε υπογραφεί σύμβαση για δύο). Η παραλαβή προγραμματιζόταν το καλοκαίρι του 1914 και η παρουσία του στο Αιγαίο, αυτομάτως θα ανέτρεπε την πρόσκαιρη ελληνική υπεροχή, δεδομένου, ότι το ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ ήταν εντελώς ανεπαρκές για να αντιμετωπίσει το απόλυτο αυτό όπλο. Ταυτόχρονα, η οθωμανική κυβέρνηση, εκβιάζοντας πολιτικά, εγκαινίασε την βίαιη απέλαση μεγάλων ελληνικών πληθυσμών, από την Ανατολική Θράκη και την Δυτική Μικρά Ασία.
Σε γενικές γραμμές, το “παράθυρο ευκαιρίας” που είχε η ελληνική πλευρά με το ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ, προσδιοριζόταν από την παραλαβή του τον Μάιο του 1911 έως τον Αύγουστο του 1914, οπότε και θα ανατρεπόταν η ελληνική ναυτική υπεροχή. Η Ελλάδα ευτύχησε κατά το διάστημα αυτό να εκμεταλλευθεί απόλυτα το πλεονέκτημα που απέκτησε στο ναυτικό πεδίο κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Όμως από το 1914 η κατάσταση θα αναστρεφόταν και η απώλεια των νήσων θα ήταν βέβαιη.
Η ελληνική κυβέρνηση έχοντας επίγνωση της πραγματικότητας, εξέτασε διαδοχικά τις επιλογές αγοράς ενός αντιστοίχου υπερθωρηκτού, από αυτά που ήταν υπό ναυπήγηση στην διεθνή αγορά. Ήδη τον Ιούλιο του 1912 είχε προβεί στην παραγγελία ενός καταδρομικού μάχης σε γερμανικά ναυπηγεία που θα ονομαζόταν ΣΑΛΑΜΙΣ –του οποίου η σύμβαση αναθεωρήθηκε τον Δεκέμβριο με την βελτίωση του οπλισμού και της θωράκισης– όμως η παραλαβή του προσδιοριζόταν τον Μάρτιο του 1915, ενώ η οθωμανική απειλή θα λάμβανε υπόσταση πολύ νωρίτερα. Το ελληνικό ενδιαφέρον στράφηκε προς το υπό ναυπήγηση στην Αγγλία για λογαριασμό της Βραζιλίας, υπερθωρηκτό RIO DE JANEIRO. Εν τέλει, η οθωμανική κυβέρνηση, μη αφήνοντας να επαναληφθεί το “λάθος” με το ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ, παρενέβη και τον Δεκέμβριο του 1913 αγόρασε το βραζιλιάνικο πλοίο που ενδιέφερε την Ελλάδα, το οποίο έλαβε το όνομα SULTAN OSMAN-I EVVEL. Ακολούθως, η ελληνική κυβέρνηση έγινε δέκτης επιτελικών σκέψεων περί προληπτικού κτυπήματος στα Στενά του Ελλησπόντου, σενάριο που δεν εγκρίθηκε για αντικειμενικούς λόγους.
Εν τω μεταξύ, σε επίπεδο εσωτερικής πολιτικής, η Ελλάδα εξασφάλισε δάνειο από την Γαλλία, το οποίο επιθυμούσε να διοχετεύσει στην ανάπτυξη των Νέων Χωρών. Συμβιβαζόμενη με την πραγματικότητα, διέθεσε μέρος του δανείου και τον Μάιο του 1914 υπέγραψε σύμβαση για την ναυπήγηση σε γαλλικά ναυπηγεία ενός θωρηκτού (ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ), του οποίου η παράδοση προσδιοριζόταν το καλοκαίρι του 1916! Η κίνηση δεν έδιδε άμεση λύση στο φλέγον ζήτημα, με αποτέλεσμα η ελληνική κυβέρνηση να στραφεί στις ΗΠΑ και σε μια κίνηση κυριολεκτικά απελπισίας να αγοράσει τον Ιούνιο του 1914, δύο μικρά θωρηκτά, ήδη εν υπηρεσία στο Αμερικανικό Ναυτικό.
Η οθωμανική κυβέρνηση προέβη σε έντονα διαβήματα προς την Ουάσιγκτον, ασκώντας και πιέσεις μέσω των λόμπι, προκειμένου να αποτρέψει την εξέλιξη αυτή, παρ’ όλο που ακόμα και με συνδυασμένη δράση τα θωρηκτά αυτά (ΚΙΛΚΙΣ, ΛΗΜΝΟΣ), δεν ήταν σε θέση να αντιπαρατεθούν μεμονωμένα με κάποιο από τα δύο οθωμανικά θωρηκτά. Ωστόσο, η Ελλάδα προέβη στην εσπευσμένη αγορά των δύο μικρών θωρηκτών, αφ’ ενός για ψυχολογικούς λόγους, αφ’ ετέρου για να στείλει ένα μήνυμα αποφασιστικότητας. Η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να πείσει τον τότε υπουργό Ναυτικών των ΗΠΑ Franklin D. Roosevelt (μετέπειτα Πρόεδρο των ΗΠΑ), εξηγώντας ότι το ελληνικό αίτημα απέβλεπε στην διατήρηση του status quo και της ειρήνης στην περιοχή, σε αντίθεση με την πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, η αμερικανική κυβέρνηση δέχθηκε την πώληση, προκειμένου με τα χρήματα που θα εισέπραττε να χρηματοδοτήσει την ναυπήγηση νεότερων μονάδων. Εν τέλει η παράδοση των πλοίων (hot transfer) έγινε με ταχύρρυθμη εκπαίδευση των ελληνικών πληρωμάτων από τα αμερικανικά, ξεπερνώντας σοβαρότατα προβλήματα, όπως το υψηλό τεχνολογικό επίπεδο που ενσωμάτωνε το προωστήριο σύστημα, που αποτελούσε κάτι εντελώς νέο για τα ελληνικά δεδομένα.
Η αγωνία όμως της ελληνικής πλευράς για την εντός του Αυγούστου παραλαβή των οθωμανικών θωρηκτών κορυφωνόταν και ενδεικτικό της αμηχανίας που την διακατείχε είναι το γεγονός ότι η ηγεσία του Ναυτικού, προέβη σε εισηγήσεις για εκτέλεση αποστολών αυτοκτονίας, περί τορπιλλισμού των επερχομένων RESHADIYE και SULTAN OSMAN-I EVVEL με το πέρασμα από το Γιβραλτάρ ή το Αιγαίο. Ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός μετέβη στην Ευρώπη προκειμένου να συζητήσει το θέμα των οθωμανικών διεκδικήσεων επί των ελληνικών νήσων, με τον Μέγα Βεζύρη, όμως μεσολάβησε η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, γεγονός που είχε αποφασιστική σημασία στην ελληνο-οθωμανική αντιπαράθεση. Η Αγγλία δρώντας ως από μηχανής θεός, αποφάσισε εξαιτίας της πολεμικής της εμπλοκής, να κατακρατήσει τα δύο υπό ναυπήγηση θωρηκτά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι συνέπειες της δολοφονίας του Αυστριακού Διαδόχου στο Σεράγεβο, επέδρασαν λυτρωτικά για την Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος “πανηγύριζε”, αποδίδοντας την εξέλιξη στο προσωπικό του “άστρο”…
Ο Ιωάννης Μεταξάς δεν “το ρίσκαρε”
Το δεύτερο υπόδειγμα εξοπλιστικής πολιτικής, αφορά πλέον την εφαρμογή ενός σχεδιασθέντος, εγκριθέντος και προϋπολογισθέντος εφοδιαστικού προγράμματος στις παραμονές του Β΄ ΠΠ. Μεταξύ 1926–1934 οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν ασχολήθηκαν με την προώθηση του αμυντικού σχεδιασμού της χώρας, δίδοντας προτεραιότητα στην οικονομική ανάπτυξη και βασιζόμενες στην διπλωματία (ιδίως κατά την διακυβέρνηση Βενιζέλου 1928–1932). Το αποτέλεσμα ήταν, αφ’ ενός μεν να μην ολοκληρωθεί το πρόγραμμα ανασύνταξης των Ενόπλων Δυνάμεων που είχε εγκαινιασθεί μετά την καταστροφή στα μικρασιατικά πεδία μαχών, αφ’ ετέρου να νεκρώσει ακόμα και ο επιτελικός σχεδιασμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή Σχέδιο Επιστράτευσης του Ελληνικού Στρατού, συντάχθηκε το 1934!
Απόλυτα φυσιολογικά, από οργανωτικής πλευράς οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις έφθιναν, εισερχόμενες σε μια διαρκή περιδίνηση απαξίωσης και παρακμής. Είναι χαρακτηριστικό, ότι κατά την διάρκεια του Κινήματος του 1935, οι κυβερνητικές δυνάμεις αδυνατούσαν να προβούν στην επιστράτευση μερικών χιλιάδων εφέδρων, καθώς οι στρατιωτικές αποθήκες στερούνταν κλινοσκεπασμάτων και άλλου βασικού υλικού, αναγκάζοντας τους αρμοδίους να στραφούν στην πολιτική αγορά των Αθηνών, ενώ η Αεροπορία έσπευσε να δανεισθεί από την Γιουγκοσλαβία 15 αεροπλάνα για να χτυπήσει τους κινηματίες!
Η πρώτη αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης σε αυτόν τον ξεπεσμό καταγράφεται τον Δεκέμβριο του 1933, όταν έγινε φανερή η ανάδυση της αναθεωρητικής Γερμανίας του Αδόλφου Χίτλερ. Μετά την διάγνωση του επικειμένου κινδύνου, το επόμενο βήμα σημειώθηκε όταν το καλοκαίρι του 1935 η κυβέρνηση Τσαλδάρη, ενέκρινε τις πρώτες πιστώσεις για την χρηματοδότηση του εξοπλιστικού προγράμματος που είχαν εκπονήσει οι Ένοπλες Δυνάμεις. Οι πιστώσεις αυτές αυξήθηκαν σημαντικά, μετά την ιταλική επέμβαση στην Αβησσυνία, ενώ από το 1936 με την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Ιωάννη Μεταξά, το ταχύρρυθμο πρόγραμμα ανεφοδιασμού εντατικοποιήθηκε, καθώς επρόκειτο να αποτελέσει τον βασικότερο πυλώνα, ενός ευρύτερου σχεδίου για ριζική σε όλους τους τομείς ανασύνταξη των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Η πρώτη όμως απόφαση που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση, καθαρά για πρακτικούς λόγους, ήταν η αύξηση της στρατιωτικής θητείας στους 24 μήνες, δεδομένου ότι όχι μόνο αυτή είχε κατέλθει στο ανησυχητικό επίπεδο των 14 μηνών, αλλά παρουσιαζόταν μεγάλη διαρροή εξαιτίας της επιλογής των προκατόχων κυβερνήσεων να επιτρέψουν ανεξέλεγκτη και δίχως φειδώ παροχή κάθε είδους απαλλαγών και αδειών (π.χ. αγροτική άδεια ελάμβαναν και οι κληρωτοί που οι οικογένειές τους δεν δραστηριοποιούνταν σε αγροτικές εργασίες). Η αύξηση της θητείας, ήταν το απολύτως αυτονόητο πρώτο μέτρο.
Ο Στρατηγός Παπάγος, είχε ξεκαθαρίσει με ωμό τρόπο στην πολιτική ηγεσία τα περιθώρια που υπήρχαν για ένοπλη δράση. Σε σχέση με την επιθυμητή ένταση του εξοπλιστικού προγράμματος, σημείωσε ότι στην παρούσα κατάσταση οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν ήσαν σε θέση να αμυνθούν ούτε για την τιμή των όπλων, δηλαδή η χώρα όχι μόνο ήταν ανυπεράσπιστη, αλλά θα υπέκυπτε με έναν εντυπωσιακό και ταχύ τρόπο σε οποιαδήποτε εισβολή δεχόταν. Συνεπώς, το εξοπλιστικό πρόγραμμα χωρίσθηκε σε «εφοδιαστικά άλματα» και συγκεκριμένα:
• Το Α΄ Εφοδιαστικό Άλμα είχε στόχο την ενίσχυση του πολεμικού δυναμικού, ώστε αυτό να είναι σε θέση να προβάλλει μια στοιχειώδη αντίσταση για την τιμή των όπλων.
• Το Β΄ Εφοδιαστικό Άλμα απέβλεπε να δώσει στην χώρα την δυνατότητα αντίταξης επιτυχούς άμυνας.
• Το Γ΄ Εφοδιαστικό Άλμα με το πλέον προωθημένο σενάριο, θα επέτρεπε την αφ’ ενός μεν επιτυχή απόκρουση επίθεσης αλλά και την εν συνεχεία διεξαγωγή επιτυχών αντεπιθετικών επιχειρήσεων, μεταφέροντας τον πόλεμο στο εχθρικό έδαφος.
Αν και η εξοπλιστική προσπάθεια που καταβλήθηκε έως το 1940 δεν κατέστη εφικτό να ολοκληρωθεί για ευνόητους λόγους (ενδεικτικά, αδυναμία παραλαβής παραγγελθέντων οπλικών συστημάτων εξαιτίας του διεθνούς πυρετού εξοπλισμών και της έκρηξης του Β΄ ΠΠ), γεγονός είναι ότι η Ελλάδα κατόρθωσε όχι μόνο την ανασύνταξη και παρουσίαση ενός πειθαρχημένου ενόπλου οργανισμού, αλλά και:
α) την χερσαία οχύρωση στην Ανατολική Μακεδονία απ’ όπου προβλεπόταν η κύρια απειλή.
β) την ανάπτυξη ενός πλήρους δικτύου παράκτιας οχύρωσης.
γ) ενός μικρού αλλά ολοκληρωμένου δικτύου αντιαεροπορικής άμυνας (ενεργητικό και παθητικό).
δ) μιας μικρής μα πλήρως εκσυγχρονισμένης και αξιόμαχης αεροπορικής δύναμης.
Γενικότερα, το αποτέλεσμα ήταν η παράταξη τον Οκτώβριο του 1940, όχι μόνο του μεγαλυτέρου σε μέγεθος Ελληνικού Στρατού (500-500.000 άνδρες) σε όλη την ιστορία του ελληνικού κράτους, αλλά το κυριότερο, τον καλύτερο ποιοτικά πολεμικό οργανισμό, που ακόμα και σήμερα παραμένει αναλογικά αξεπέραστος. Συνεπώς, κατέστη δυνατή η επιτυχής αντιμετώπιση όχι μιας γειτονικής απειλής, αλλά μιας θεωρούμενης Μεγάλης Δύναμης της εποχής, ικανοποιώντας εν μέρει και την πρόνοια του Γ’ Εφοδιαστικού Άλματος για επιτυχή απόκρουση επίθεσης και εν συνεχεία αντεπίθεση απωθώντας τον αντίπαλο στο έδαφός του.
Αναζητώντας το “ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ Β΄”
Σήμερα, διαπιστώνουμε ότι έχει προηγηθεί η μεγαλύτερη σε διάρκεια εξοπλιστική απραξία, από την άποψη υλοποίησης συντεταγμένου και εγκεκριμένου σχεδιασμού των επιτελείων. Με άλλα λόγια τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα παίζει με την τύχη της. Κοινώς, «Το ρισκάρει»!
Συγκεκριμένα, έχει διανυθεί μια 16ετής περίοδος (2004–2019) εξαιρετικά υποτονικής δραστηριότητας (προμήθειες 30 μαχητικών F-16, 4 πυραυλακάτων Super Vita, 183 μεταχειρισμένων αρμάτων Leopard 2A4, 10 μεταχειρισμένων ελικοπτέρων CH-47, 70 ελικοπτέρων αναγνωρίσεως OH-58D και εκσυγχρονισμοί 84 μαχητικών F-16, 4 αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας Ρ-3).
Η περίοδος αυτή έπεται του τελευταίου ολοκληρωμένου μεσοπρόθεσμου προγράμματος (ΕΜΠΑΕ) που εγκρίθηκε ως αποτέλεσμα της κρίσης των Ιμίων, οπότε και έγινε αντιληπτή η υστέρηση σε ένοπλη ισχύ. Μάλιστα, το ενδιαφέρον είναι ότι αρχικά εγκρίθηκε και υλοποιήθηκε το ΕΜΠΑΕ 1996-2000, ενώ το αμέσως επόμενο της περιόδου 2001-2005, ανεστάλη τον Δεκέμβριο του 2003(!) όταν η ελληνική κυβέρνηση εν’ όψει των επερχομένων εκλογών υπέγραψε τις τελευταίες συμβάσεις, ενώ η νέα που προέκυψε αποφάσισε την εγκατάλειψη της προσπάθειας.
Συνεπώς, από το 2004 έως σήμερα, η Πολιτική Άμυνας υλοποιείται σπασμωδικά, καθώς η χώρα δεν έχει εκπονήσει και δεν εφαρμόζει συντεταγμένο εξοπλιστικό πρόγραμμα. Η σύγκριση σε σχέση με την σταθερή και επιταχυνόμενη εξοπλιστική πολιτική της Τουρκίας που εγκαινιάστηκε πριν 60 χρόνια, είναι εκπληκτικά δυσανάλογη και απογοητευτική.
Η παραπάνω αδράνεια, αντιστοιχεί με την 10ετή περίοδο 1982–1991, όταν η νέα κυβέρνηση που προέκυψε το 1981, λαμβάνοντας την υπηρεσιακή επιτελική εισήγηση για συνέχιση του εξοπλιστικού προγράμματος, προέβη στην περικοπή της χρηματοδότησης κατά 75%! Ως αποτέλεσμα, υλοποιήθηκαν τα απολύτως απαραίτητα (80 αντί απαιτουμένων 120-130 μαχητικά F-16/Mirage 2000, 4 φρεγάτες ΜΕΚΟ 200, 300 μεταχειρισμένα άρματα Μ48Α5, 344 τεθωρακισμένα Λεωνίδας 2). Το σοκ που προκλήθηκε από την κρίση των Ιμίων, έχει την ρίζα του, ακριβώς στην απραξία της περιόδου 1982–1991 (δεδομένου ότι το πρόγραμμα 1992-1993 που ακολούθησε όπως είναι ευνόητο δεν είχε αποδώσει ακόμη με την παραλαβή και αξιοποίηση των παραγγελθέντων οπλικών συστημάτων).
Δεν είναι επίσης τυχαίο, ότι ακριβώς κατά την δεκαετία του 1980, τέθηκαν από την Τουρκία τα θεμέλια ανατροπής της ελληνικής αεροναυτικής υπεροχής (ενδεικτικό είναι, ότι η ελληνική κυβέρνηση προέβη στην παραγγελία μόλις 80 μαχητικών, όταν ήδη η Τουρκία είχε παραγγείλει 160), η οποία πολιτική άρχισε να αποδίδει από την δεκαετία του 1990 και συνεχίζει έως σήμερα.
Δεδομένης της ανυπαρξίας σήμερα ενός ΕΜΠΑΕ, η κατάσταση προσομοιάζει με την εμπειρία των συνθηκών του 1909, όταν η ελληνική πλευρά προέβη στην αναζήτηση εκτάκτων λύσεων (επιλογές ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ, ΚΙΛΚΙΣ, ΛΗΜΝΟΣ). Επιπλέον, θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο, ότι η έλλειψη πόρων προφανώς έχει επιδράσει και στην όλη επιτελική εργασία (κατά το προηγούμενο πρότυπο της περιόδου 1926-1934). Ένδειξη του παραπάνω, είναι η με δικαιολογία την έλλειψη οικονομικών πόρων, “βεβιασμένη” απόφαση των επιτελείων για απόσυρση από τον Στόλο μιας φρεγάτας και ενός υποβρυχίου το 2013, ενώ και στην Αεροπορία αισθητή είναι η έλλειψη των αποσυρθέντων Α-7 (τουλάχιστον) και F-4 (για να αναφερθούμε μόνο στο θέμα των οροφών).
Ερχόμενοι στην ωμή πραγματικότητα, με τις τελευταίες προκλήσεις και απειλές της νεοοθωμανικής Τουρκίας, προβάλλει ανοικτά πλέον στην ελληνική κυβέρνηση η ανάγκη ύπαρξης μιας αληθοφανούς αποτρεπτικής μηχανής. Θεωρείται σίγουρο, ότι όπως ο Στρατηγός Παπάγος είχε εκθέσει ωμά την τραγικότητα της κατάστασης, έτσι και η σημερινή στρατιωτική ηγεσία, έχει ενημερώσει πλήρως για τις επιπτώσεις της χρόνιας υποχρηματοδότησης με περίπου 500 εκατ. ευρώ ετησίως, των εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν προ πολλού απωλέσει την ικανότητα επίδειξης επιχειρησιακής διαθεσιμότητας των οπλικών συστημάτων βάσει ΝΑΤΟϊκών προτύπων, παρουσιάζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις εικόνα τριτοκοσμικής περίπτωσης. Οι οροφές και το επιθυμητά “εφοδιαστικά άλματα”, όπως αυτά που περιέγραψε ο Παπάγος, είναι βέβαιο ότι έχουν εξηγηθεί αναλυτικά στην κυβέρνηση από την στρατιωτική ηγεσία και αυτή θα πρέπει να αναλάβει τις ιστορικές ευθύνες της. Όμως πλέον δεν υπάρχει χρόνος. Η κατάσταση κρίνεται άκρως επείγουσα. Το τι πρέπει να αναμένεται από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις αν εξακολουθήσει η υποχρηματοδότηση σε εξοπλιστικές ανάγκες σε σχέση με “χρηματοδοτικά άλματα” αύξησης των πόρων στο 1 δισ. ευρώ ή άνω, έχουν καταγραφεί επίσημα από την στρατιωτική ηγεσία και η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αγνοήσει το θέμα.
Όπως είναι φυσικό, πρέπει να ορισθούν προτεραιότητες και αυτή πρέπει κατ’ εξοχήν να δοθεί στο αεροναυτικό πεδίο, ενώ θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν και τρεις παράγοντες της τουρκικής στρατιωτικής απειλής που μάλλον έχουν υποτιμηθεί από την ελληνική στρατιωτική ηγεσία (πόσω μάλλον την πολιτική). Αυτοί δεν είναι άλλοι από τα αναπτυχθέντα τακτικά βαλλιστικά πυραυλικά συστήματα, τον Ηλεκτρονικό Πόλεμο και τα πάσης φύσεως και ειδών UAV/Drone, των οποίων η εκμετάλλευση ολοένα και γενικεύεται.
Η υπόδειξη ΕΚΤΑΚΤΩΝ εξοπλιστικών κινήσεων, δεν σημαίνει βέβαια αποκλεισμό μακροχρόνιου σχεδιασμού και μάλιστα μέσω της εμπλοκής και ελληνικών σχεδιαστικών/παραγωγικών μονάδων, είτε στην μορφή παρουσίασης ενός εθνικού σχεδίου κορβέτας/φρεγάτας, είτε στην εκδοχή ενός ελληνικού UAV, τεθωρακισμένου οχήματος ή πυραυλικού συστήματος. Είναι όμως ανάγκη να διασαφηνισθεί ότι για την ανασύνταξη των σημερινών Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, ΠΡΟΕΧΕΙ πάνω απ’ όλα η πλήρης αξιοποίηση του υφισταμένου στόλου οπλοσυστημάτων που είναι σε υπηρεσία και των οποίων τα ποσοστά διαθεσιμότητας έχουν καταποντισθεί.
Πέραν τούτων, κατ’ αντιστοιχία με τις έκτακτες εξοπλιστικές κινήσεις του 1909 ή 1914, σήμερα θα πρέπει να απασχολεί η ένταξη στο Πολεμικό Ναυτικό μιας λύσης “ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ Β΄”. Στο ναυτικό πεδίο θα μπορούσαν να αναζητηθούν λύσεις όπως της επείγουσας βραχυπρόθεσμης απόκτησης δύο μεταχειρισμένων μεγάλων μονάδων επιφανείας από τις ΗΠΑ, που εξαιτίας της εξεζητημένης τεχνολογίας αισθητήρων, ηλεκτρονικών συστημάτων μάχης και των αντιαεροπορικών όπλων που φέρουν, αντιπροσωπεύουν κάτι εντελώς νέο για το Αιγαίο, όπως αντιπροσώπευε ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ το 1912. Μια τέτοια λύση θα πρέπει να απασχολεί ως βραχυπρόθεσμη προσθήκη, όπως δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί και η πιθανότητα απόκτησης φρεγάτας/ων FREMM από τις εν υπηρεσία μονάδες του γαλλικού Ναυτικού.
Στον αεροπορικό τομέα, λύσεις που μπορούν να διερευνηθούν είναι μεταχειρισμένα μαχητικά Mirage 2000-5 (γαλλικά ή άλλης χώρας) και εναλλακτικώς τυχόν πλεονάζοντα F-15 από τις ΗΠΑ.
Στον δε πυραυλικό τομέα, θα πρέπει να αυξηθούν τα αποθέματα πυραύλων ATACMS, γαλλικών SCALP-EG, να αποκτηθούν ρουκέτες αυξημένου βεληνεκούς και να αποκτηθούν ισραηλινά Harpy.
Θεωρώντας απαράδεκτη την οποιαδήποτε αναμονή επέμβασης της θείας πρόνοιας και του υποτιθέμενου προσωπικού “άστρου” οποιουδήποτε πολιτικού ανδρός, όπως το 1914, είναι κρίσιμο να ενεργοποιηθούν άμεσα έκτακτοι μηχανισμοί δραστηριοποίησης στο ΥΠΕΘΑ. Απρόοπτα και περιπλοκές της γενικότερης κατάστασης στην ευρύτερη περιοχή –όπως η δολοφονία του Στρατηγού Σουλεϊμανί– που θα αποσπάσουν την παγκόσμια προσοχή από την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση για την ΑΟΖ και θα πυροδοτήσουν κάποια κρίση στην Μέση Ανατολή, πιθανόν προσφέρουν στην Ελλάδα χρόνο προκειμένου να ολοκληρώσει μια βραχυπρόθεσμη δέσμη εξοπλιστικών μέτρων. Η κυβέρνηση πρέπει να σπεύσει.
Το “ράλυ” για νέα όπλα που θα έλθουν σε χρόνια και τα “χέρια ψηλά” για ήδη υπάρχοντα