Mπορεί η Κύπρος να αποκτήσει δύναμη μαχητικών αεροσκαφών;
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Ένα από τα ζητήματα στρατηγικής γενικής αναβαθμίσεως της ένοπλης ισχύος της Κυπριακής Δημοκρατίας που κατά καιρούς απασχολούν αμυντικούς συντάκτες ή άλλους αναλυτές σε δημόσιες τοποθετήσεις, είναι αυτό της αποκτήσεως μικρών αλλά κρίσιμων “πραγματικών” αεροναυτικών δυνάμεων. Σήμερα, η Διοίκηση Αεροπορίας και η Διοίκηση Ναυτικού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) περιορίζονται σε μικρή δύναμη ελικοπτέρων και πυραυλικά συστήματα εδάφους – αέρος η πρώτη και ελάχιστα πλωτά σκάφη ασήμαντης ισχύος πυρός, συν επάκτιες συστοιχίες κατευθυνομένων βλημάτων η δεύτερη.
Ειδικώς ως προς την αεροπορική διάσταση, η τυπική προσέγγιση που αναπτύσσεται, κινείται γύρω από την απόκτηση ενός αριθμού μαχητικών αεροσκαφών τα οποία θα επιχειρούν από την 55 Σμηναρχία Μάχης στην Αεροπορική Βάση Πάφου. Υποτίθεται ότι με αυτό τον τρόπο θα αναβαθμισθεί θεαματικώς συνολικώς και ειδικώς στον αέρα, η ένοπλη ισχύς της Δημοκρατίας.
Η άποψη αυτή παραβλέπει σοβαρά ζητήματα οικονομικής, επιχειρησιακής και ευρύτερης αμυντικής πολιτικής. Η βασική όμως αιτία αναστολής, φαίνεται να είναι ότι τυχόν μόνιμη παρουσία μαχητικών αεροσκαφών στην Πάφο, θα έχει ως αποτέλεσμα τουρκικές παραβάσεις Κανόνων Εναερίου Κυκλοφορίας και παραβιάσεις του Εθνικού Εναερίου Χώρου της Δημοκρατίας επί καθημερινής βάσεως, όπως ακριβώς συμβαίνει στο Αιγαίο, με αποτέλεσμα καθημερινές έκτακτες εξόδους (scramble), μόνιμη ένταση και κίνδυνο απρόβλεπτης εμπλοκής, πέρα από δυσβάσταχτες δαπάνες που θα επιβαρύνουν τον λειτουργικό προϋπολογισμό της Εθνικής Φρουράς. Δεδομένου ότι πολιτική της Λευκωσίας είναι η εξεύρεση κοινού εδάφους με την άλλη πλευρά για την εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσεως, τέτοιου είδους ένταση δεν εξυπηρετεί ενώ είναι συζητήσιμο κατά πόσο θα ενισχύσει πρακτικώς την Αποτροπή.
Εν τούτοις, θα αναπτύξουμε την άποψή μας για τις υπόλοιπες πτυχές που κυριαρχούν στην ανωτέρω σκέψη. Η “βασική ιδέα”, περιστρέφεται γύρω από την παραχώρηση μαχητικών αεροσκαφών από την Ελλάδα και συγκεκριμένως αεροσκαφών γαλλικής προελεύσεως για πολιτικούς λόγους. Η μόνιμη παρουσία ακόμη και κάποιων μαχητικών “β΄ γραμμής” στην Πάφο, θεωρείται ότι καλύπτει επαρκώς τις επιχειρησιακές απαιτήσεις. Έτσι, όταν η Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) απέσυρε το 2003 τα Mirage F.1CG, κάποιοι θεωρούν ότι με ένα πρόγραμμα αναβαθμίσεως, αυτά θα μπορούσαν να εξακολουθήσουν να είναι χρήσιμα και αποδοτικά στην Κύπρο.
Αντιστοίχως, όταν πέρυσι ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την απόφαση προμήθειας μίας Μοίρας Rafale με ταυτόχρονη απόσυρση των παλαιών Mirage 2000EGM/BGM, επανεμφανίσθηκε επιχειρηματολογία υπέρ της παραχωρήσεως των τελευταίων στην Κύπρο.
Ακόμη και αν εξετάσουμε την υπόθεση με στενά αεροπορικά, τεχνολογικά και οικονομικά κριτήρια, αυτό που δεν δείχνει να γίνεται αντιληπτό, είναι ότι τέτοιες επιλογές αναβαθμίσεως μπορούν να συντελεστούν όταν η ΠΑ διανύει περίοδο ακμής. Καθότι σε κάθε περίπτωση, η ΠΑ θα κληθεί να υποστηρίξει το όλο εγχείρημα της ΔΑ/ΓΕΕΦ. Άπαντες γνωρίζουν ότι τουλάχιστον επί μία δεκαετία, διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις άφησαν στην τύχη τους τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες περιήλθαν σε τροχία παρακμής με σοβαρές συνέπειες. Μεταξύ αυτών, η ΠΑ υποχρεώθηκε να “ξεχάσει” στόλο αεροσκαφών τακτικών μεταφορών, ΑΣΕΠΕ, εκπαιδευτικά και ελικόπτερα, μαζί με τις δύο Μοίρες Mirage και να δώσει όλο το βάρος της σε αγωνιώδεις προσπάθειες συντηρήσεως αποδεκτού δείκτου διαθεσιμότητος της σπονδυλικής στήλης των F-16.
Σήμερα, ουδείς μπορεί να μιλήσει σοβαρά για ανάκαμψη, παρά την εργώδη προσπάθεια που βρίσκεται σε εξέλιξη βάσει των προσφάτων κυβερνητικών αποφάσεων. Θα απαιτηθεί κάποιος χρόνος για ουσιαστικά αποτελέσματα. Τοιουτοτρόπως, η διατήρηση σε ενέργεια των 18 παλαιών Mirage ήταν εντελώς ασύμφορη στην κατάσταση απαξιώσεως στην οποία αφέθηκαν να περιέλθουν τα αεροσκάφη, όπως και τα πολύ πιο προηγμένα Mirage 2000-5 Mk2. Η κοινή γνώμη δεν έχει πλήρη αντίληψη των συνεπειών σε βάθος χρόνου από την έλλειψη προσωπικού πλήρους φάσματος ειδικοτήτων αλλά και την απώλεια δεξιοτήτων και κατάργηση σταθερών διαδικασιών από την μακρά κατάσταση παρακμής, με επίπτωση στην εκπαίδευση, την υποστήριξη και την συντήρηση του όλου οικοδομήματος, εκ της παρατεταμένης αποχής από ενασχολήσεις που παλαιότερα αποτελούσαν καθημερινότητα. Η ανεύθυνη αμυντική πολιτική των τελευταίων 15 ετών, είχε ως αποτέλεσμα η ΠΑ να τραυματισθεί σοβαρά, κατ’ αντιστοιχία με την αντίπαλη δύναμη που υπέστη δεινό πλήγμα από την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016.
Εντελώς διαφορετικά ήταν τα δεδομένα το 1989, όταν η συγκέντρωση τεσσάρων Μοιρών γαλλικών μαχητικών στην 114 Πτέρυγα Μάχης, υποχρέωσε στην μεταστάθμευση μίας εξ αυτών, ώστε να αποσυμφορηθεί η κατάσταση. Την εποχή που η 334 ΜΠΚ μεταστάθμευσε στην 126 Σμηναρχία Μάχης στο Ηράκλειο, η ΠΑ ενέτασσε σε υπηρεσία 80 νέα μαχητικά δύο διαφορετικών προελεύσεων, σε μια εντυπωσιακή επίδειξη ρωμαλέας αναπτύξεως. Καθώς μερικά χρόνια αργότερα, το 1993, η τότε κυβέρνηση εξήγγειλε το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου με την Κυπριακή Δημοκρατία, τυπικώς, σε πολιτικό επίπεδο, υπήρχαν προϋποθέσεις μεταβιβάσεως σε κάποιο βάθος χρόνου των F.1CG σε κυπριακά χέρια. Αυτό όμως δεν έγινε, με προφανείς τους λόγους που αναλύσαμε ανωτέρω.
Αυτό σημαίνει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να “έχει” αεροπορία με μαχητικά αεροσκάφη;
Όχι! Απαιτείται όμως άλλο μοντέλο προσεγγίσεως.
Αυτό που θα μπορούσε να γίνει μεταξύ Αθηνών – Λευκωσίας, είναι συμφωνία δημιουργίας μίας Μοίρας μαχητικών αεροσκαφών επανδρωμένη από Ελλαδίτες και Κυπρίους ιπταμένους, με τους δεύτερους σε καθεστώς “ανταλλαγής” προσωπικού μεταξύ ΠΑ και ΔΑ/ΓΕΕΦ. Η Κύπρος, θα αναλάμβανε ταυτοχρόνως να συνεισφέρει στα λειτουργικά έξοδα της Μοίρας, με μια ετήσια δαπάνη της τάξεως των 20-40 εκατ. ευρώ, μέγεθος αρκετά σοβαρό για τα δεδομένα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αυτή η “σύνθετη” Μοίρα, με γαλλικής προελεύσεως μαχητικά, αναπτυγμένη στην Κρήτη και προσανατολισμένη στην Κύπρο, θα ενσάρκωνε εκ των πραγμάτων την βούληση του Ελληνισμού να μοιραστεί την αμυντική προσπάθεια σε όλα τα επίπεδα. Η Μοίρα αυτή επίσης, θα μπορούσε στο πλαίσιο πολυμερών συμφωνιών αμυντικής συνεργασίας, όπως επί παραδείγματι με την Γαλλία, να αναπτύσσεται περιοδικώς στην Κύπρο για την εκτέλεση συνεκπαιδεύσεων με γαλλικές αεροπορικές δυνάμεις.
Εάν υποθέσουμε ότι μόλις τώρα αρχίζει μια περίοδος ανορθώσεως της αεροπορικής ισχύος της χώρας και με βάση τις κυοφορούμενες προμήθειες μαχητικών αεροσκαφών, σε συνδυασμό με το γενικότερο γεωπολιτικό περιβάλλον συμμαχιών, η συγκεκριμένη προσέγγιση “σύνθετης” Μοίρας, θα μπορούσε να υλοποιηθεί σε βάθος δεκαετίας. Διότι απαιτείται η αύξηση των Κυπρίων σπουδαστών στην Σχολή Ικάρων και η πλήρης ένταξή τους στην αλυσίδα επιχειρησιακής εκπαιδεύσεως για μια δοκιμαστική περίοδο, όπως και η αύξηση των αμυντικών δαπανών από πλευράς Λευκωσίας για την υποστήριξη του εγχειρήματος. Το ζήτημα είναι, η πολιτική βούληση.
Σε επίπεδο πολεμικής αναμετρήσεως με την Τουρκία, η διασπορά των ελληνικών αεροπορικών δυνάμεων με μόνιμη παρουσία ενός μικρού δυναμικού στην Κύπρο το οποίο μπορεί να εκμηδενιστεί ευχερώς, αντιβαίνει σε κάθε στρατιωτική λογική. Εξάλλου, η Αεροπορική Βάση Πάφου ως στόχος υψηλής αξίας, θα τεθεί στο στόχαστρο του εχθρού από την πρώτη στιγμή ώστε να αποκλεισθεί η επιχειρησιακή εκμετάλλευσή της. Αντιθέτως, η ύπαρξη ικανής δυνάμεως επιθετικών ελικοπτέρων, εξασφαλίζει ικανοποιητική επιχειρησιακή και τακτική ευελιξία, καλύπτοντας επαρκώς τις απαιτήσεις αεροπορικής υποστηρίξεως των χερσαίων δυνάμεων την Εθνικής Φρουράς. Η τουρκική αεροπορία δε, μπορεί να φθαρεί από την αντιαεροπορική ομπρέλα των υφισταμένων πυραυλικών συστημάτων της ΕΦ.