Δούρειος Ίππος - Podcasts
ΕΛΛΑΔΑ

Εξοπλιστικές δαπάνες 2,6 δισ. € Ελλάδας – Κύπρου το 2023: Κάνοντας πλούσιους τους ξένους

Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Στις 21 Νοεμβρίου η κυβέρνηση κατέθεσε στην Βουλή τον εθνικό προϋπολογισμό για το 2023, που το επόμενο διάστημα θα συζητηθεί.

Για το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης προβλέπονται κονδύλια τακτικού προϋπολογισμού 5.687.800.000 € εκ των οποίων 2.428.281.000 € για πληρωμές εξοπλιστικών προγραμμάτων και 497.248.000 € για λειτουργικά έξοδα.

Τα λειτουργικά έξοδα αναλύονται ως:

ΓΕΕΘΑ: 10.102.000 €.

ΓΕΣ: 175.495.000 €.

ΕΛΔΥΚ: 2.090.000 €.

ΓΕΝ: 90.999.000 €.

ΓΕΑ: 198.037.000 €.

Λοιπές μονάδες/ μονάδες ΥΠΕΘΑ: 14.608.000 €.

ΕΥΠ: 5.917.000 €.

Το σύνολο του αμυντικού προϋπολογισμού ανέρχεται σε 5.707.800.000 €, εάν προστεθούν 20 εκατ. € για δημόσιες επενδύσεις.

Συνολικώς, ενώ τα κονδύλια για εξοπλισμούς συνεχίζουν να είναι υψηλά λόγω αυξημένης δραστηριότητος προς αυτή την κατεύθυνση από το ΥΠΕΘΑ, οι λειτουργικοί προϋπολογισμοί των Γενικών Επιτελείων παραμένουν σε επικίνδυνα χαμηλά επίπεδα, της εποχής των μειωμένων αμυντικών προϋπολογισμών.

Την ίδια ημέρα, παρουσιάσθηκε στην Κύπρο ο αμυντικός προϋπολογισμός, ύψους 523 εκατ. €, εκ των οποίων 170 εκατ. € αφορούν αποπληρωμή συμβάσεων εξοπλιστικών προγραμμάτων. Όπως δηλώνει η κυβέρνηση, πρόκειται για τα υψηλότερα επίπεδα 20ετίας.

Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι κυβερνήσεις σε Αθήνα και Λευκωσία κινούνται πιο δραστήρια σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Ωστόσο, αυτά τα τεράστια ποσά, κατευθύνονται όλα σε ξένους προμηθευτές αφού αφορούν προμήθειες ξένων οπλικών συστημάτων, ανταλλακτικών κ.λπ..

Στους αμυντικούς προϋπολογισμούς Ελλάδος και Κύπρου, δεν περιλαμβάνονται κονδύλια για σκοπούς αναπτυξιακών προγραμμάτων αμυντικών προϊόντων για τις ένοπλες δυνάμεις. Και αν η Κύπρος δεν διαθέτει Αμυντική Βιομηχανία (αν και τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία αφύπνιση και δραστηριότητα και σε αυτό τον τομέα) στην Ελλάδα η κατάσταση αυτή δεν δικαιολογείται.

Φορητό σύστημα Ηλεκτρονικού Πολέμου από την Κυπριακή SignalGeneriX

Είναι ανεπίτρεπτο να θεσπίζονται από τα Γενικά Επιτελεία προγράμματα προμήθειας οπλικών συστημάτων κάθε κατηγορίας και να μην υφίσταται καθορισμένος και καθιερωμένος μηχανισμός που να αποφασίζει επενδύσεις για την ανάπτυξη εγχωρίως κάποιων αμυντικών προϊόντων που θα καλύπτουν ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων. Τα προγράμματα συμμετοχής της χώρας σε πρωτοβουλίες της ΕΕ σε αυτό τον τομέα, εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από τις προτάσεις που καταθέτουν ελληνικές εταιρείες οι οποίες εκδηλώνουν ενδιαφέρον αλλά η συγκεκριμένη δραστηριότητα δεν εγγυάται απόδοση τελικών προϊόντων τα οποία θα υιοθετηθούν σε επιχειρησιακή χρήση. Με άλλα λόγια, μπορεί μέσα από τέτοια προγράμματα να δίνονται ευκαιρίες σε ελληνικές εταιρείες για αναπτυξιακά προγράμματα, δεν έχει τεθεί όμως εθνική στοχοθεσία επιτεύξεως καθορισμένων στόχων από τους επιχειρησιακούς φορείς, ώστε να υποστηριχθεί ότι η χώρα βρίσκεται σε πορεία ενισχύσεως της αυτάρκειας από την εγχώρια Αμυντική Βιομηχανία.

Δυο ημέρες μετά, στην Τουρκία εμφανίσθηκαν οι πρώτες φωτογραφίες από την συναρμολόγηση του αρχικού πρωτοτύπου του προγράμματος Εθνικού Μαχητικού Αεροσκάφους (MMU), τονίζοντας την τεράστια απόσταση.

Η Τουρκία έχει κινηθεί συστηματικά προς την κατεύθυνση αναπτύξεως αυτονομίας εξοπλισμών, έχει υιοθετήσει συγκεκριμένη κρατική πολιτική που ασκεί με συνέπεια και στο βάθος του χρόνου έχει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα. Η πολιτική αυτή σχεδόν “εξαφάνισε” τις αμυντικές προμήθειες με την στενή έννοια της τυπικής αγοράς και έδωσε σε κάθε εξοπλιστικό πρόγραμμα χαρακτήρα συμπαραγωγής ή συνανάπτυξης. Αντί να αγοράζονται απλώς ξένα όπλα, αφιερώνεται χρηματοδότηση για την εξαγορά τεχνογνωσίας και τεχνολογίας από ξένους οίκους οι οποίοι “μαθαίνουν” τουρκικά ιδρύματα και εταιρείες, πώς αναπτύσσεται το προϊόν από το πρώτο στάδιο μέχρι την τελική πιστοποίηση και αποδοχή. Έτσι, μπορεί σε πρώτο χρόνο να αφιερώνονται μεγαλύτερα κονδύλια απ’ ό,τι στην περίπτωση της απλής αγοράς αλλά τα τουρκικά ιδρύματα και εταιρείες αποκτούν τεχνογνωσία και δι’ αυτών αναπτύσσεται η τεχνολογική βάση της χώρας. Επιπλέον, με την προμήθεια, σε πολύ μεγάλο βαθμό τα χρήματα που αφιερώνονται, επιστρέφουν στην χώρα καθώς οι συμβάσεις ανατίθενται σε τουρκικές εταιρείες ενώ στην περίπτωση επιτεύξεως εξαγωγών, προκύπτουν πολλαπλά ωφέλη τόσο για τον κλάδο όσο και για την οικονομία της χώρας γενικότερα.

Αν προσέξουμε τα τελευταία έτη, η Τουρκία έχει προβεί σε περιορισμένες προμήθειες ξένων οπλικών συστημάτων. Με εξαίρεση την περίπτωση των αμερικανικών F-35 (στο πρόγραμμα του οποίου εισήλθε το 2007 ως βιομηχανικός εταίρος) και τώρα F-16V, των γερμανικών υποβρυχίων Type 214 (2009), του μικρού ισπανικού αεροπλανοφόρου (2015) και του ρωσικού S-400 (2017), η πλειοψηφία των εν εξελίξει προγραμμάτων, αφορά συναναπτύξεις οπλικών συστημάτων με αμερικανικές, γερμανικές, ιταλικές και κορεατικές εταιρείες, στο πλαίσιο “εθνικών” προγραμμάτων.

Τί μακέτες όπλων έχουν στα γραφεία της ΓΔΑΕΕ;

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ακόμη και σε επίπεδο εντυπώσεων, στην Τουρκία ο αρμόδιος φορέας για εξοπλιστικά προγράμματα ονομάζεται Προεδρία (παλαιότερα Υφυπουργείο) Αμυντικής Βιομηχανίας. Απουσιάζει ο όρος “εξοπλισμοί”, ακριβώς επειδή έχει προταχθεί και αυτό εκπέμπεται σε κάθε ενδιαφερόμενο για συνεργασία, ο εθνικός στόχος αποκτήσεως αυτονομίας στους εξοπλισμούς. Ωστόσο, από την Προεδρία Αμυντικής Βιομηχανίας περνούν όλοι οι εξοπλισμοί της χώρας, καθώς αυτή έχει την πλήρη αρμοδιότητα και η ίδια, με ξεχωριστό πλούσιο προϋπολογισμό από ειδική φορολογία, μπορεί να χρηματοδοτεί αναπτυξιακά προγράμματα για όλες τις αμυντικές εταιρείες, οι οποίες έχουν γνωρίσει πρωτοφανή ανάπτυξη.

Στην Ελλάδα, θεσμικώς απουσιάζει η Αμυντική Βιομηχανία από παντού. Η Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών & Επενδύσεων (ΓΔΑΕΕ) ως τίτλος, προτάσσει τους εξοπλισμούς, προϊδεάζοντας ότι αυτό είναι εξάλλου και το βασικό αντικείμενό της. Μόνο ως ειρωνία ηχεί ο όρος “Επενδύσεις”. Ο τελευταίος προστέθηκε στην ονομασία μάλλον για να υποδηλωθεί το ουσιαστικό νόημα των “Εξοπλισμών”, μια πιο ελκυστική και επικοινωνιακώς θεμιτή έννοια. Αλλά μάλλον η προκάτοχος σκέτο ΓΔΕ (Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών) έφερε περισσότερο έργο και ενέπλεξε την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία, απ’ ό,τι η ΓΔΑΕΕ που παρουσιάζει εικόνα απλού διεκπεραιωτικού μηχανισμού καταρτίσεως συμβάσεων, χωρίς να δικαιολογεί αναπτυξιακό χαρακτήρα στον ρόλο της.

Αλλαγή Γενικού Διευθυντού ΓΔΑΕΕ. Και λοιπόν;

Είναι σαφές ότι απαιτείται ένας άλλος κρατικός φορέας Αμυντικής Βιομηχανίας, υψηλότερου επιπέδου από μία Γενική Διεύθυνση υπουργείου ή Ειδική Γραμματεία. Μόνο έτσι θα τεθούν στόχοι και θα εξαγγελθούν από επίσημα χείλη στην μορφή προγραμμάτων για ένα εθνικό πλοίο, ένα εθνικό έξυπνο πυρομαχικό, ένα εθνικό στρατιωτικό UAV, μια εθνική… χειροβομβίδα. Υποτίθεται ότι έχει θεσπιστεί η αφιέρωση του 1% από τις δαπάνες για εξοπλισμούς σε αναπτυξιακά προγράμματα αμυντικών προϊόντων αλλά τίποτα απολύτως δεν γίνεται προς αυτή την κατεύθυνση. Το 1% επί εξοπλιστικών δαπανών 2.428.281.000 €, σημαίνει ότι θα έπρεπε του χρόνου να διατεθούν 25 εκατ. € για αναπτυξιακά προγράμματα σε ελληνικές εταιρείες, ποσό “μυθικό” για τα ελληνικά δεδομένα. Με σταθερή χρηματοδότηση τέτοιας τάξεως, μπορεί να υποστηριχθεί ετησίως η ανάπτυξη 5-10 προϊόντων, δηλαδή σε βάθος πενταετίας η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία μπορεί πραγματικά να έχει ανέβει κλίμακα.

Γιατί να γίνει κάτι τέτοιο όμως; Ποιος να πιέσει; Αφού κανένας εκ των “συναρμοδίων” υπουργών δεν έχει τέτοια ευθύνη – αποστολή. Αφού από κανέναν δεν ζητεί απολογισμό έργου στην Αμυντική Βιομηχανία ο πρωθυπουργός.

Ας συνεχίσουμε να κάνουμε πλούσιους τους ξένους κατασκευαστές. Και του χρόνου, περισσότερα…

Πως μπορεί να τιμήσει το ΥΠΕΘΑ την Φώφη Γεννηματά

Tags

Related Articles

Back to top button
Close