“Αν είχαν χτυπήσει τα F-84F” στην Κύπρο… Η στρατηγική διάσταση
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Πολλές συζητήσεις έχουν γίνει για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Πολλοί έχουν ασχοληθεί με την επίδραση που θα μπορούσε να έχει η επέμβαση της Πολεμικής Αεροπορίας, είτε βάσει των υφισταμένων σχεδίων, είτε πέραν αυτών, με έκτακτες αποστολές κρούσεως που θα διέταζε η ηγεσία κατά την κρίση της.
Ως γνωστόν, το υφιστάμενο Σχέδιο Κ/ΑΑ, αφορούσε την αποστολή μαχητικών F-84F από την Κρήτη για την εφ’ άπαξ προσβολή της τουρκικής αμφιβίου δυνάμεως που θα επιχειρούσε να εκτελέσει απόβαση. Το σχέδιο προέβλεπε την απογείωση 18 F-84F από το αεροδρόμιο Καστελλίου.
Στις 20 Ιουλίου, στο συγκεκριμένο αεροδρόμιο είχαν αναπτυχθεί 20 αεροσκάφη του τύπου αλλά δεν έλαβαν διαταγή απογειώσεως.
Η προοπτική επεμβάσεως επανεμφανίσθηκε στις 22 Ιουλίου, όταν η ηγεσία αποφάσισε εκτός Σχεδίου Κ/ΑΑ, να προετοιμάσει την αποστολή 8 μαχητικών F-4E και για τον σκοπό αυτό διατάχθηκε η μεταστάθμευσή τους στο αεροδρόμιο Ηρακλείου. Βεβαίως, αυτή την φορά τα δεδομένα είχαν αλλάξει και η αποστολή ήταν πολύ πιο απαιτητική, επειδή τα αεροπλάνα θα έπρεπε να προσβάλουν χερσαίες δυνάμεις του εχθρού, αντικειμενικώς πολύ πιο δύσκολο να εντοπιστούν.
Λόγω απρόοπτων που συνέβησαν, η αποστολή των Phantom αντιμετώπισε δυσκολίες και για τον λόγο αυτό διατάχθηκαν δύο φορές 12 από τα 20 F-84F να απογειωθούν. Και τις δύο φορές όμως ανακλήθηκαν μετά από λίγο χρόνο.
Για κάθε αεροπόρο και στρατιωτικό γενικότερα, θεωρείται δεδομένο ότι σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, κρίσιμα στοιχεία για την επιτυχία της αποστολής αποτελούν:
- Η συνοδεία φιλίων μαχητικών Αναχαιτίσεως.
- Η αντίδραση της εχθρικής αεροπορίας, που μπορεί να προκαλέσει απώλειες.
- Η αντιαεροπορική άμυνα στην περιοχή του στόχου.
- Το διαθέσιμο καύσιμο στα αεροσκάφη, από το οποίο εξαρτάται ο χρόνος παραμονής, ο αριθμός των προσβολών που θα εκτελεστούν και η δυνατότητα επιστροφής στην βάση.
- Ο αριθμός των μεταφερομένων όπλων, από τον οποίο εξαρτάται το μέγεθος του πλήγματος στον εχθρό.
Από όλα αυτά τα στοιχεία, το μόνο που μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο είναι ο αριθμός των μεταφερομένων όπλων προσβολής: τα F-84F ήταν φορτωμένα με 2 βόμβες των 500 λιβρών, 8 ρουκέτες των 5 ιντσών και βλήματα πολυβόλων το καθένα ενώ τα F-4E επρόκειτο να φέρουν από 6 βόμβες CBU και βλήματα πυροβόλου έκαστο.
Από πλευράς στόχων, η προσβολή της αμφιβίου δυνάμεως στις 20 Ιουλίου παρουσίαζε τα πλεονεκτήματα ότι τα πλοία ήταν ευκρινή και επιτυχής προσβολή των μεγάλων αποβατικών θα κατέστρεφε σοβαρό μέρος των αμφιβίων αποβατικών στρατευμάτων. Υπό ιδανικές συνθήκες, 20 F-84F μπορούσαν να ρίξουν εναντίον των πλοίων 40 βόμβες και 160 ρουκέτες.
Η προσβολή χερσαίων στόχων στις 22 Ιουλίου, παρουσίαζε το μειονέκτημα της σχετικής δυσχέρειας εντοπισμού αξιόλογων στόχων (συγκεντρώσεις δυνάμεων) κάτι που προϋπέθετε αξιόπιστες πληροφορίες από το ΓΕΕΦ ενώ δεν ήταν και βέβαιο εάν στον χρόνο που απαιτούσε η μετάβαση των αεροσκαφών, δεν θα είχαν μεταβληθεί τα δεδομένα ως προς την θέση των στόχων. Ιδανικώς, τα 8 F-4E θα έριχναν 48 βόμβες CBU ενώ 12 F-84F μόλις 24 βόμβες και 96 ρουκέτες.
Πριν την αποστολή αλλά και σήμερα, που γνωρίζουμε ότι δεν εκτελέσθηκε καμμία, κύριο σημείο “αγωνίας” είναι η ευστοχία των αεροπορικών προσβολών και η γενική επίδραση της αποστολής, δευτερευόντως δε οι απώλειες των αεροσκαφών. Άποψή μου είναι ότι οι όποιες αναστολές της ηγεσίας, πολιτικής και στρατιωτικής, εκ της προοπτικής απωλειών σε αεροσκάφη και ιπταμένους, είναι αδικαιολόγητες και λειτουργούν ως πρόφαση μόνο.
Σε τελική ανάλυση, είναι δευτερεύον, εάν όχι εντελώς αδιάφορο, το τί επιτυχία θα είχαν τα αεροσκάφη και τι απώλειες θα προκαλούσαν στον εχθρό. Ακόμη και δύο μόνο αεροσκάφη να έφθαναν στην Κύπρο, η Ελλάδα θα είχε δείξει σε πολιτικό επίπεδο ότι είχε την βούληση και την αποφασιστικότητα να επέμβει. Ακόμη και δύο μόνο αεροσκάφη να εκτελούσαν την αποστολή, Τούρκοι και Αμερικανοί μπορούσαν να υποθέσουν ότι η Ελλάδα θα επαναλάμβανε τέτοια δράση με ίδια ή άλλα μέσα και θα έπρεπε να το λάβουν υπ’ όψιν.
Η επίδραση σε πολιτικό επίπεδο θα ήταν πολύ μεγαλύτερη και χρήσιμη, παρά η επίδραση σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο. Είτε η αεροπορική επίθεση εκδηλωνόταν στις 20, είτε στις 22 Ιουλίου, θα δημιουργούσε αμφιβολίες, προβληματισμό και διστακτικότητα στην τουρκική κυβέρνηση. Θα προκαλούσε δε “συναγερμό” στην αμερικανική πλευρά που είχε μεσολαβήσει, υποχρεώνοντάς την να στρέψει την πίεσή της από την Αθήνα στην Άγκυρα. Εξ αυτών, μπορούσε να επηρεασθεί σοβαρώς η εξέλιξη της τουρκικής επιχειρήσεως, τόσο μετά την 20ή όσο και μετά την 22α Ιουλίου.
Οι τουρκικές πηγές για τα γεγονότα του 1974, περιλαμβάνουν μαρτυρίες πρωταγωνιστών που δείχνουν ότι η λήψη αποφάσεων ως προς την εξέλιξη της επιχειρήσεως, θα επηρεαζόταν σοβαρά εάν η Ελλάδα επενέβαινε δυναμικώς. Συνάγεται το βάσιμο συμπέρασμα ότι υπ’ αυτούς τους όρους, η αμερικανική παρέμβαση θα διευκολυνόταν και θα μεγάλωναν τα περιθώρια πιέσεως προς την Τουρκία, είτε για να διακόψει αυτή νωρίτερα τις επιχειρήσεις, είτε προκειμένου να μην προχωρήσει καν στον “ΑΤΤΙΛΑ 2”.
Η απόφαση για τον “ΑΤΤΙΛΑ 2” δεν θα ήταν τόσο εύκολη σε πολιτικό επίπεδο για τον Ετζεβίτ. Αναλόγως στην Αθήνα, ο Καραμανλής δεν θα μπορούσε να επικαλεσθεί τα περί αδυναμίας επεμβάσεως “λόγω αποστάσεως“, εκτιθέμενος στην κοινή γνώμη, επειδή το στρατιωτικό καθεστώς θα είχε αποδείξει ότι αυτό δεν ισχύει. Όμως ο Καραμανλής, διαχειρίσθηκε την κρίση όπως και το στρατιωτικό καθεστώς, περιοριζόμενος σε διπλωματικά μέσα και περιφρονώντας την ένοπλη ισχύ, όταν ο εχθρός χρησιμοποιούσε και τα δύο. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι ελληνική αεροπορική επέμβαση στις 14 Αυγούστου, ενδεχομένως να περιόριζε την εχθρική δράση, αποτρέποντας έστω την οικτρή κατάληξη στην Αμμόχωστο, που εγκαταλείφθηκε λόγω πανικού κι επηρεάζοντας την επίθεση των Τούρκων στον Δυτικό Τομέα, η οποία εκδηλώθηκε με αργό ρυθμό, ουσιαστικώς στις 16 Αυγούστου.
Στον “ΑΤΤΙΛΑ 2”, μόνο η επέμβαση της Πολεμικής Αεροπορίας μπορούσε να έχει επίδραση και να ασκήσει πίεση. Τα υποβρύχια, δευτερεύοντα μόνο ρόλο μπορούσαν πλέον να διαδραματίσουν. Υπογραμμίζοντας ότι η αεροπορία είναι το όπλο με την μεγαλύτερη στρατηγική, επιχειρησιακή και τακτική ευκινησία αλλά και την ισχυρότερη επίδραση, εφόσον είναι σε θέση να χτυπήσει πάντα χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις του εχθρού, δυνατότητα την οποία δεν έχει ο στρατός και το ναυτικό, τουλάχιστον το συμβατικό όπως είναι σήμερα σε Ελλάδα και Τουρκία.
Ασφαλώς και όλα τα ανωτέρω, γράφονται εκ των υστέρων. Έχοντας γνώση του πως εξελίχθηκαν τα πράγματα. Με “αν”, ασφαλώς δεν γράφετε η ιστορία. Μπορούμε να κάνουμε όμως πάντοτε εκτιμήσεις. Τα ανωτέρω γράφονται με σκοπό να αμφισβητήσουν την “τεχνοκρατική” προσέγγιση, κατά την οποία προτάσσονται τεχνικές προδιαγραφές, επιδόσεις, χρόνοι και δόγματα, προκειμένου να δικαιολογηθεί ή να αποδειχθεί το άσκοπο της αεροπορικής επεμβάσεως στην Κύπρο το 1974. Δεν έχει προσεχθεί, όπως φαίνεται, ότι η Τουρκία ενδιαφερόταν να δει και να αξιολογήσει τυχόν ελληνική δυναμική αντίδραση. Εξετάζω λοιπόν την ιστορία, κάτω από ένα πρίσμα που δεν έχω δει να έχει προσεγγίσει κάποιος μέχρι σήμερα. Με σκοπό να οδηγηθούμε σε κάποια χρήσιμα διδάγματα.
Κύπρος 1974: Ας μην πιαστούμε πάλι “κορόιδο” στην επομένη ελληνοτουρκική κρίση