Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Στις 16 Αυγούστου 1974, η Τουρκία πετύχαινε τους σκοπούς που είχε θέσει εισβάλλοντας στην Κύπρο και η Ελλάδα που παρακολουθούσε αδρανής, επιδίδετο σε κούρσα εξοπλισμών. Ας αναπτύξουμε με την ευκαιρία της 50ής επετείου από αυτή την ιστορική καμπή, ορισμένες σκέψεις περί εξοπλισμών.
Μετά τον Αραβοϊσραηλινό αστραπιαίο Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, ακολούθησε η περίοδος του “Πολέμου της Φθοράς”, με διαρκή επεισόδια ανταλλαγής πυρών και περιορισμένης κλίμακος εχθροπραξίες μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου. Στις 21 Οκτωβρίου 1967, δύο πυραυλάκατοι τύπου Komar του Αιγυπτιακού Ναυτικού, ελλιμενισμένες στο Πορτ Σάιντ, εκτόξευσαν τέσσερα κατευθυνόμενα βλήματα επιφανείας – επιφανείας P-15 Termit (κατά ΝΑΤΟ SS-N-2 Styx), εναντίον του ισραηλινού αντιτορπιλικού EILAT. Η εμπλοκή έγινε με τον στόχο να απέχει 17 ν.μ. (31 χλμ.) και το αποτέλεσμα ήταν η βύθιση του αντιτορπιλικού με 47 νεκρούς και 100 τραυματίες.
Το περιστατικό, οδήγησε τους Ισραηλινούς να επιταχύνουν την ανάπτυξη του εγχωρίου βλήματος Gabriel, η οποία είχε ξεκινήσει το 1962 και πράγματι, το 1970 το όπλο τέθηκε σε υπηρεσία. Δύο χρόνια αργότερα, τέθηκε σε υπηρεσία η βελτιωμένη έκδοση Gabriel Mk II. Επιπλέον, προκλήθηκε ενδιαφέρον για την ανάπτυξη συστημάτων ενεργών αντιμέτρων, προς εξουδετέρωση τέτοιων απειλών.
Έξι χρόνια αργότερα, στις 7 Οκτωβρίου 1973 και ενώ Αίγυπτος και Συρία είχαν εξαπολύσει τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, έλαβε χώρα μια ναυμαχία μεταξύ Ισραηλινών και Σύριων, με χρήση κατευθυνομένων βλημάτων επιφανείας – επιφανείας. Στην αναμέτρηση αυτή, το Gabriel υστερούσε σε επίδοση βεληνεκούς, εν σχέσει με το Styx. Εν τούτοις, τα συστήματα ηλεκτρονικών αντιμέτρων που είχαν αναπτύξει οι Ισραηλινοί, επέτρεψαν την αποφυγή των σοβιετικών βλημάτων και αφού τα συριακά σκάφη εξάντλησαν το φορτίο τους, οι Ισραηλινοί προσέγγισαν ώστε οι στόχοι να εισέλθουν στο βεληνεκές των Gabriel και βύθισαν ανέτως τέσσερις πυραυλακάτους.
Οι περιπτώσεις αυτές, αναδεικνύουν την σημασία της αυτονομίας στην ανάπτυξη οπλικών συστημάτων, η οποία επιτρέπει διά της παρακολουθήσεως των τεχνολογικών εξελίξεων, όχι μόνο την απόκτηση όπλων αναλόγων με αυτά που διαθέτει ο αντίπαλος αλλά και πολλαπλασιαστών ισχύος, όπως τα συστήματα ηλεκτρονικών αντιμέτρων. Τοιουτοτρόπως, οι Ισραηλινοί είχαν την δυνατότητα να εξουδετερώσουν το ποιοτικό -τακτικό πλεονέκτημα που απολάμβανε ο αντίπαλος στα συγκεκριμένα όπλα, και ανταπέδωσαν με συντριπτικά πλήγματα.
Ένα άλλο σοβιετικό όπλο που δοκιμάστηκε πρώτα στους Αραβοϊσραηλινούς Πολέμους, ήταν το φορητό βλήμα εδάφους – αέρος IK32 Strela 2 (κατά ΝΑΤΟ SA-7 Grail). Το όπλο αυτό χρησιμοποιήθηκε στον “Πόλεμο της Φθοράς” την περίοδο 1969-1970 και μεταξύ Αυγούστου 1969 – Ιουνίου 1970, οι Αιγύπτιοι εκτόξευσαν περίπου 100 βλήματα, σημειώνοντας ποσοστό επιτυχίας άνω του 30%. Το βλήμα απεδείχθη ότι είχε αδυναμίες και περιορισμένη ισχύ ενώ στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ πλέον, τα ισραηλινά αεροπλάνα είχαν εφοδιαστεί με εκτοξευτές θερμοβολίδων που μπορούσαν να τα παραπλανήσουν εύκολα. Αν και εκτοξεύθηκαν 4.356 Strela στον πόλεμο αυτό, το ποσοστό επιτυχιών ήταν ασήμαντο.
Και στην περίπτωση αυτή, οι Άραβες χρησιμοποίησαν ένα εξελιγμένο για την εποχή του και πρωτοεμφανιζόμενο όπλο. Οι Αμερικανοί είχαν θέσει σε υπηρεσία μόλις το 1968 το ανάλογο FIM-43 Redeye. Το Grail, απεδείχθη ότι αν και πεπερασμένων δυνατοτήτων λόγω της τεχνολογίας της εποχής, στην παρθενική του επιχειρησιακή αξιοποίηση, αποτελούσε υπολογίσιμη απειλή.
Την εποχή εκείνη, πρόσβαση στο σοβιετικό οπλοστάσιο και προσανατολισμένη για πολιτικούς λόγους σε αυτό, ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία. Το εμβληματικότερο εξοπλιστικό πρόγραμμα που επεδίωξε να υλοποιήσει αλλά ματαιώθηκε λόγω πολιτικών αντιδράσεων, ήταν η προμήθεια του σοβιετικού συστήματος S-75M Volkhov (κατά ΝΑΤΟ SA-2 Guideline) που με βεληνεκές άνω των 40 χλμ., μπορούσε να ελέγχει τα μέσα και μεγάλα υψόμετρα αποτελεσματικώς. Το σύστημα εξήχθη ευρέως στην δεκαετία του 1960 αλλά στην Κύπρο δεν έφθασε ποτέ, λόγω αμερικανικών αντιδράσεων και πιέσεων προς την Αθήνα.
Είναι απορίας άξιο, πώς η ελληνική στρατιωτική ηγεσία έκρινε σκόπιμη την προμήθεια ενός προηγμένου και υψηλού κόστους συστήματος όπως το SA-2, για την αντιαεροπορική προστασία της Κύπρου αλλά όταν αυτή ματαιώθηκε, δεν στράφηκε προς την επιλογή των πολύ φθηνότερων SA-7. Βεβαίως ο Μακάριος από ένα σημείο και μετά, αδιαφόρησε για την ενίσχυση της Εθνικής Φρουράς ωστόσο, παρουσιάστηκαν και εξαιρέσεις με αποσπασματικές προμήθειες, όπως επί παραδείγματι σοβιετικών αντιαρματικών πυραύλων 3M6 Shmel (κατά ΝΑΤΟ AT-1 Snapper).
Η προμήθεια επαρκούς αριθμού SA-7, μπορούσε να συμπληρώσει ικανοποιητικώς την αντιαεροπορική κάλυψη των μονάδων Πεζικού. Το όπλο, παρά τους περιορισμούς του, ιδίως εναντίον υπερηχητικών μαχητικών, μπορούσε να επιφέρει αξιόλογη φθορά στην τουρκική αεροπορία που υποστήριξε την επιχείρηση εισβολής το 1974. Ιδίως εναντίον χαμηλής ταχύτητος στόχων, όπως τα ελικόπτερα και αεροπλάνα τακτικών μεταφορών, ήταν εφικτή η διατάραξη των σχεδίων ταχείας μεταφοράς ενισχύσεων επιλέκτων μονάδων και εφοδίων, από αέρος. Αλλά κι εναντίον των τουρκικών μαχητικών υψηλών επιδόσεων, το SA-7 θα είχε αξιόλογα αποτελέσματα, επειδή η τουρκική αεροπορία δεν διέθετε συστήματα θερμοβολίδων για παραπλάνηση.
Φυσικά, μετά το 1974, η Ελλάδα έτρεχε να παραγγείλει εκατοντάδες Redeye, ενώ μέχρι τότε ο Ελληνικός Στρατός επένδυε σε πανάκριβες συστοιχίες βλημάτων Improved HAWK. Αργότερα, και η Κύπρος προμηθεύτηκε SA-7…
Η περίπτωση, αναδεικνύει την διακοπή παρακολουθήσεως των εξελίξεων στον εκσυγχρονισμό – ενίσχυση του οπλοστασίου των ενόπλων δυνάμεων, όταν η πολιτική ηγεσία δεν αφιερώνει σταθερά επαρκείς πόρους για τον σκοπό αυτό. Επιπλέον, επισημαίνει το συχνό σφάλμα των στρατιωτικών ηγεσιών, να εστιάζουν σε προμήθειες συστημάτων πολύ υψηλού κόστους ενώ όταν τα οικονομικά δεδομένα δεν το επιτρέπουν, θα μπορούσε να μετατοπισθεί το ενδιαφέρον σε επιλογές χαμηλότερου κόστους που “περιφρονούνται” αλλά καλύπτουν ανάγκες σε άλλα επίπεδα. Μήπως βρισκόμαστε ακριβώς σε μια τέτοια φάση σήμερα, που έχει “ανοίξει η κάνουλα” για προμήθειες;
Εξετάζοντας σήμερα, μισό αιώνα μετά και πλέον αυτά τα γεγονότα, μπορούμε να κάνουμε ορισμένες βασικές αλλά απλές διαπιστώσεις ως προς τους εξοπλισμούς της Ελλάδας. Όχι μόνο υπάρχει διαρκές “σκαμπανέβασμα” στο ύψος των αμυντικών δαπανών, μην επιτρέποντας υλοποίηση μεσοπρόθεσμου – μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και πολιτικής εξοπλισμών αλλά δεν αναπτύχθηκε και η εγχώρια αμυντική βιομηχανία, παρά την αφιέρωση αστρονομικών ποσών για εξοπλισμούς. Τα εντελώς αντίθετα, έπραξε και πράττει με συνέπεια, η χώρα που συνιστά την μόνιμη απειλή. Ως προς το Ισραήλ, το οποίο αναπτύσσει διαρκώς πολύ καλά όπλα, Ελλάδα και Κύπρος, προσπαθούν να γίνουν οι καλύτεροι πελάτες τους…
Είναι σαφές σε αυτά τα 50 χρόνια και πλέον, ποιος λαμβάνει λιγότερο σοβαρά την αμυντική του θωράκιση, έχει την μικρότερη πρόοδο και είναι πιο τρωτός σε προκλήσεις και αμφισβητήσεις.