Μισό αιώνα πριν: η αγορά των Phantom “από το ράφι” – Τότε και τώρα
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Πενήντα χρόνια πριν, στις 5 Απριλίου 1974, τα πρώτα έξι F-4E Phantom II από την αρχική προμήθεια 36 αεροπλάνων του τύπου, έπιαναν στον διάδρομο της 117 Πτέρυγας Μάχης.
Στην αεροπορική οικογένεια, είναι γνωστό ότι η επίδραση της εντάξεως του Phantom σε υπηρεσία, υπήρξε τεράστια. Αυτό δεν προέκυψε από τις ικανότητες του αεροπλάνου αλλά περισσότερο, από την εκπαίδευση στην οποία υποβλήθηκαν τα πληρώματα που επιλέχθηκαν να τα επανδρώσουν. Σαράντα πληρώματα, δηλαδή ένας μεγάλος αριθμός ιπταμένων, μετέβησαν στις ΗΠΑ όχι μόνο για να εκπαιδευτούν στον τύπο αλλά και για να καταστούν πλήρως επιχειρησιακοί σε αυτόν. Με εκπαιδευτές, εμπειροπόλεμους από το Βιετνάμ, εκπαιδεύθηκαν σε απαιτητικές τακτικές τόσο στον ρόλο της Αναχαίτισης, όσο και της Δίωξης/ Βομβαρδισμού, μέσα δηλαδή σε ένα δομημένο περιβάλλον που δεν υπήρχε ακόμη στην Πολεμική Αεροπορία. «Μέχρι τότε, απλά πετούσαμε και καίγαμε καύσιμο», μας είχε πει αεροπόρος που έζησε αυτή την δραστική μεταβολή της τακτικής πλέον πλαισιώσεως των εκπαιδευτικών πτήσεων. Καθόλου τυχαίως, από τους πρώτους Φαντομάδες προέκυψε εκείνη την εποχή η μεγάλη εξέλιξη του Σχολείου Όπλων Τακτικής (ΣΟΤ).
Πέρα όμως από αυτό το πολύ σημαντικό κομμάτι, για εμάς σήμερα, η ιστορία των Phantom έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον που κρύβεται στις διαπραγματεύσεις και την σύναψη της συμβάσεως. Από την εξέταση των οποίων, μπορούμε να προβούμε σε χρήσιμες παρατηρήσεις και συγκρίσεις ως προς τις αντίστοιχες διαδικασίες που ακολουθούμε ως χώρα, σήμερα, μισό αιώνα μετά, κυριολεκτικώς!
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η Πολεμική Αεροπορία ετοιμαζόταν να παραλάβει έναν μεγάλο αριθμό μεταχειρισμένων μαχητικών που, κατά το σύνηθες της εποχής, απέσυραν οι ΗΠΑ και τα διέθεταν σε συμμαχικές αεροπορίες. Σε αυτή την πρακτική, στηριζόταν από την πρώτη στιγμή εντάξεως της χώρας στο ΝΑΤΟ, ο εκσυγχρονισμός των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων γενικότερα. Οι ΗΠΑ παραχωρούσαν δωρεάν τα αεροπλάνα αλλά η Ελλάδα αναλάμβανε να πληρώσει τις δαπάνες για τα αποθέματα ανταλλακτικών, την εκπαίδευση, την δημιουργία των απαραίτητων συνεργείων κ.λπ. Η δαπάνη για το “δωρεάν”, δεν ήταν καθόλου αμελητέα.
Αυτή την φορά, τα μαχητικά θα ήταν νέου τύπου και συγκεκριμένα το F-100 Super Sabre. Περί τα 100 F-100, προτάθηκε από την Αεροπορία των ΗΠΑ (USAF) να αντικαταστήσουν δύναμη 150 περίπου F-84F. Τότε όμως, εν όψει της πολύ υψηλής δαπάνης που προέκυπτε από τον μεγάλο αριθμό αεροπλάνων, οι επιτελείς της Πολεμικής Αεροπορίας προβληματίσθηκαν και το ζήτημα εξετάσθηκε υπό το πρίσμα της συγκρίσεως με την περίπτωση προμήθειας μαχητικών τελευταίας γενιάς, δηλαδή πολύ πιο σύγχρονα και ικανότερα, νέας κατασκευής. Φυσικά ο αριθμός θα ήταν μικρότερος και θα καθυστερούσε ή αντικατάσταση των F-84F.
Το αεροπλάνο που συγκέντρωνε το ενδιαφέρον, ήταν το αμερικανικό F-4 Phantom αλλά διεξήχθη μία συγκριτική αξιολόγηση και άλλων διαθέσιμων τύπων, συγκεκριμένα το Mirage F.1 που προσέφερε η Γαλλία και το Jaguar από την Μεγάλη Βρετανία. Επιχειρησιακώς, το F-4 υπερείχε συντριπτικώς ενώ ήταν και το μόνο δοκιμασμένο σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Οι διαδικασίες για την προετοιμασία του προγράμματος κινήθηκαν με πραγματικά πολύ γρήγορους ρυθμούς. Ουσιαστικώς μέσα σε διάστημα 12 μηνών και χάρη στους μηχανισμούς στρατιωτικής βοηθείας και Στρατιωτικών Πωλήσεων Αλλοδαπής (FMS), στις 31 Μαρτίου 1972 υπεγράφη σύμβαση για 36 F-4E Phantom ΙΙ, κόστους 152 εκατ. $ περίπου.
Η όλη ζύμωση και διαπραγμάτευση εντός της Πολεμικής Αεροπορίας, απέβλεπε στην απόκτηση του καλύτερου μαχητικού αεροπλάνου. Το ζητούμενο ήταν το επιχειρησιακό όφελος και μόνο. Προφανώς και από τους επιτελείς επιδιώχθηκε η μείωση του συνολικού ύψους της δαπάνης. Προκειμένου να επιτευχθεί η καλύτερη τιμή αγοράς των αεροπλάνων, προτάθηκε και έγινε δεκτό να συμπεριληφθούν τα αεροπλάνα της ελληνικής παραγγελίας σε μια μεγάλη σύμβαση πλαίσιο για 300 F-4E, που είχε αναθέσει η USAF. Αυτό δηλαδή που έχει γίνει και στην εποχή μας, στις τελευταίες περιπτώσεις προμήθειας ελικοπτέρων από τις ΗΠΑ. Από εκεί και πέρα, η διαπραγμάτευση από ελληνικής πλευράς περιστράφηκε στην μείωση του συνολικού κόστους ως προς τους κινητήρες, την εκπαίδευση και την βιβλιογραφία. Βάσει των συμφωνιών συνεργασίας και βοήθειας μεταξύ των δύο αεροποριών και καθώς υπήρχαν πλούσια περισσεύματα σε επιμέρους υλικά του αεροσκάφους (εξωτερικές δεξαμενές καυσίμου κ.λπ.) οι Έλληνες επιτελείς εξασφάλισαν πάρα πολλά εντελώς δωρεάν.
Όλα αυτά περίπου, αποτελούν και σήμερα μέρος του “παιχνιδιού” και σε πνεύμα καλής συνεργασίας κατά κανόνα υπάρχει θετικό αποτέλεσμα. Σήμερα όμως, υπάρχει μία πτυχή πολύ πιο έντονη, που το 1972 δεν υπήρχε ακόμη. Πριν μισό αιώνα περίπου, το στρατιωτικό καθεστώς είχε ξεκινήσει να επενδύει για την ανάπτυξη σοβαρών υποδομών υποστηρίξεως του κυρίου υλικού όλων των Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων. Συνεργεία και Βάση Υποστηρίξεως αναπτύχθηκαν για το ναυτικό, στον στρατό άρχισαν να δημιουργούνται τα Εργοστάσια Βάσεως και στην αεροπορία, η οποία διέθετε το ΚΕΑ, υπήρχαν οι πρώτες μελέτες για δημιουργία ενός νέου εργοστασίου που θα είχε και κατασκευαστικές ικανότητες σε βάθος χρόνου. Αντικείμενο ήταν η συντήρηση. Ενώ όλα αυτά απασχολούσαν και ήταν μέρος της δουλειάς των Ενόπλων Δυνάμεων, δεν υπήρχε ακόμη ανεπτυγμένη η παραγωγή Αμυντικής Βιομηχανίας. Η χώρα δεν κατασκεύαζε οπλικά συστήματα, πέραν ορισμένων πυρομαχικών, μέσω της ΠΥΡΚΑΛ.
Όταν η Πολεμική Αεροπορία προέβαινε στην αξιολόγηση τριών μαχητικών, η Γαλλία είχε προτείνει την ανάθεση κατασκευαστικού έργου στην Ελλάδα, στην υπό ίδρυση νέα βιομηχανική αεροπορική μονάδα, την σημερινή ΕΑΒ. Ήταν ένας επιθετικός τρόπος εμπορικής προωθήσεως του Mirage F.1 αλλά δεν… “συγκίνησε” τους αρμοδίους. Οι στρατιωτικοί ήθελαν μόνο το καλύτερο μαχητικό. Δεν ενδιέφερε ούτε αν ήταν δικινητήριο και είχε εξωφρενικά υψηλό κόστος ώρας πτήσεως, ούτε αν απαιτούσε διμελές πλήρωμα κ.λπ. Ακόμη και η ιδέα του νέου αεροπορικού εργοστασίου, δεν αντιμετωπιζόταν ιδιαιτέρως θερμά από την Πολεμική Αεροπορία, διότι πολλοί διέβλεπαν ότι στο τέλος θα το στήριζε η ίδια και μάλιστα έναντι πολύ μεγαλύτερου τιμήματος για την συντήρηση του αεροπορικού υλικού της. “Κυβερνητικός” αντίλογος, δεν υπήρχε φυσικά. Θα ήταν απλώς εξωφρενικό για τα δεδομένα της Ελλάδας του 1972, να ληφθεί μια τόσο προχωρημένη απόφαση προμήθειας αεροπορικού υλικού, συνδυασμένη με βιομηχανική διάσταση. Κάπως έτσι, μέσα από την καθιερωμένη και λειτουργική ελληνοαμερικανική στρατιωτική συνεργασία, υλοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη προμήθεια σύγχρονου και όχι μεταχειρισμένου αμυντικού υλικού.
Πρακτικώς και στην μεταπολίτευση, οι προμήθειες αμυντικού υλικού στην δεκαετία του 1970, ήταν αγορές “από το ράφι”, καθώς δεν υπήρχε Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία.
Σήμερα, όλες οι διαδικασίες σε επίπεδο Γενικών Επιτελείων κινούνται στα ίδια περίπου βασικά πλαίσια. Όπως και στην περίπτωση των Phantom, έτσι και τα επόμενα χρόνια μέχρι σήμερα, οι στρατιωτικοί επεδίωκαν να πετύχουν το θετικότερο δυνατό αποτέλεσμα. Εν τούτοις, σήμερα, παγκοσμίως, όλες οι χώρες παλεύουν να εξασφαλίσουν ευρύτερα οφέλη από τις προμήθειες αμυντικού υλικού, με πρώτη βασική προτεραιότητα την ανάπτυξη της δικής τους αμυντικής βιομηχανίας. Είναι καθιερωμένη και αποδεκτή η διαπραγμάτευση για την μέγιστη συμμετοχή εγχώριων εταιρειών στο όποιο πρόγραμμα προμήθειας και κάθε εταιρεία επιδιώκει να βελτιώσει από πλευράς ανταγωνισμού την προσφορά της, προσφέροντας και τέτοιας φύσεως ανταλλάγματα.
Εννοείται ότι όλο αυτό το κεφάλαιο, δεν αποτελεί αρμοδιότητα της στρατιωτικής ηγεσίας. Υποτίθεται ότι υφίστανται άλλες κρατικές δομές που είναι επιφορτισμένες με την ανάπτυξη της Αμυντικής Βιομηχανίας και την ενίσχυσή τους με κάθε τρόπο, μέσα από προμήθειες που αντιμετωπίζονται πλέον ως επενδύσεις. Αν το 1972 οι στρατιωτικοί δεν είχαν κάποιο κυβερνητικό όργανο προς συντονισμό, ώστε η προμήθεια FMS των Phantom να εξασφαλίσει κάποιο έργο σε ελληνικά χέρια, δικαιολογείται η ταχύτητα διαπραγματεύσεως. Σήμερα όμως, υποτίθεται ότι βασική πολιτική του ΥΠΕΘΑ και του κρατικού μηχανισμού, είναι η ανάπτυξη εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας, μέσα και από θεσπισμένα θεσμικά κείμενα που πρέπει να ακολουθούνται, όπως η Εθνική Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική.
Είναι σωστό λοιπόν να προβαίνουμε σε απευθείας προμήθειες, χωρίς καν μία τυπική ανταγωνιστική διαδικασία, όπως αυτή που έκανε η Πολεμική Αεροπορία το 1972; Και πολύ περισσότερο, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση για την ανάθεση έργου στην Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία; Ακόμη και το 1972, αγοράζοντας τα Phantom “από το ράφι”, η Πολεμική Αεροπορία εξασφάλισε διάφορες σημαντικές δωρεάν παροχές ενώ σήμερα βλέπουμε ότι ούτε καν γίνεται κάτι τέτοιο μέσω των FMS ή και σε συμβάσεις με άλλες χώρες. Αντικρύζοντας τα Phantom μισό αιώνα μετά, ας αναρωτηθούμε: έχουμε ως χώρα κάποια πιο σύγχρονη, αποτελεσματική εθνική πολιτική εξοπλισμών, εν σχέσει με το πρώτο άνοιγμα επί στρατιωτικού καθεστώτος, στις προμήθειες αμυντικού υλικού; Είναι ανεπίτρεπτο να ακολουθούνται οι ίδιες πρακτικές και με αλχημείες να επικαλούνται οι αρμόδιοι αστείες παροχές και βιομηχανική συμμετοχή σε προμήθειες αμυντικού υλικού δισεκατομμυρίων.