Αμερικάνικη “πόρτα” σε όπλα game changer: η σειρά τώρα των MLRS – PrSM;
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Στις 27 Ιουνίου 2022, η αρμόδια Ειδική Διαρκής Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων & Συμβάσεων της Βουλής, ενημερώθηκε και ενέκρινε μεταξύ άλλων δύο προγράμματα της Πολεμικής Αεροπορίας, που αφορούσαν προμήθειες δύο όπλων: 50 πυραύλους αέρος – επιφανείας AGM-84L Harpoon και 40 πυραύλων αντι-ραντάρ AGM-88E AARGM. Δεκαέξι μήνες μετά, δεν αναφέρεται κάποια εξέλιξη ενώ και στους προσφάτως δημοσιοποιηθέντες πίνακες του Τετραετούς Προγραμματισμού Εξοπλιστικών Δαπανών 2023-2026, τα δύο προγράμματα απουσίαζαν από τα προς συμβασιοποίηση.
Τα δύο προγράμματα, αφορούν δύο από τα τρία όπλα που ενδιαφέρουν την Πολεμική Αεροπορία, προς εξοπλισμό των μαχητικών F-16V. Το τρίτο, αφορά τον πύραυλο μακρού πλήγματος AGM-158 JASSM, που όμως δεν έχει προχωρήσει καν, ώστε να παρουσιασθεί στην Βουλή. Ατύπως, η αμερικανική πλευρά έχει ενημερώσει την Αθήνα ότι δεν είναι αποδεσμεύσιμο γι’ αυτήν (σε αντίθεση ενδεικτικώς με Αυστραλία, Ιαπωνία, Πολωνία) οπότε απαιτούνται συζητήσεις – διαπραγματεύσεις, προς αλλαγή στάσεως.
Λόγω της τουρκικής επιθετικότητας, που στην Ουάσιγκτον μεταφράζεται σε “ελληνοτουρκικές διαφορές”, έχουν επιβληθεί περιορισμοί σε κάποιες πωλήσεις όπλων σε Ελλάδα και Τουρκία. Για τον λόγο αυτόν, σε προγράμματα που εγκρίνονται από την αμερικανική πλευρά, στην σχετική ενημέρωση προς τα αρμόδια κυβερνητικά όργανα, περιλαμβάνεται η τυποποιημένη φράση: «Η προτεινόμενη πώληση δεν θα μεταβάλει την βασική στρατιωτική ισορροπία στην περιοχή».
Οι αποφάσεις αυτές που ως προς τις αεροπορικές δυνάμεις των δύο πλευρών επηρεάζουν άμεσα τις επιχειρησιακές δυνατότητες του κύριου μαχητικού τους, του F-16, αντιμετωπίζονται από την Τουρκία με εφαρμογή ενός συνεπούς προγράμματος αποκτήσεως αυτονομίας σε αεροπορικά όπλα και ηλεκτρονικά. Μάλιστα, όπως δείχνουν τα στοιχεία και έχει περιγράψει ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ, αυτά τα βήματα γίνονται με έγκριση των αμερικανικών κυβερνήσεων, στις αναπτυσσόμενες συνεργασίες για μεταφορά τεχνολογίας – τεχνογνωσίας εκ μέρους αμερικανικών εταιρειών.
Η Ελλάδα, καταφεύγει απλώς σε αναζήτηση εναλλακτικών προμηθευτών, όπως το Ισραήλ, που όμως δεν καλύπτουν όλες τις επιχειρησιακές ανάγκες. Η προμήθεια πυραύλων Rampage επί παραδείγματι, δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστατο του AGM-158 JASSM. Αυτός είναι και ο λόγος συμπεριλήψεως της προμήθειας και των ισραηλινών όπλων στο ίδιο εξοπλιστικό πρόγραμμα.
Εξοπλισμοί 2019-2022 και ο προγραμματισμός 2023-2026: παρατηρήσεις – συμπεράσματα
Ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ αποκάλυψε ότι οι ΗΠΑ δεν αποδεσμεύουν για την Ελλάδα καν μία προηγμένη βαφή μειώσεως του υπερύθρου ίχνους και απορροφήσεως ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, για τα F-16. Πώς αναμένουμε λοιπόν να ισχύει κάτι διαφορετικό για οπλικά συστήματα πολύ μεγαλύτερης επιδράσεως, προς εξοπλισμό των F-16, όπως είναι η Have Glass V;
Το ζήτημα είναι διδακτικό και άπτεται κρισίμων στρατηγικών επιλογών που πρέπει να γίνουν από τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Πόσο πρέπει να υπολογίζει η στρατιωτική ηγεσία, στην αποδέσμευση από πλευράς ΗΠΑ ζητούμενου υλικού “game changer” όπως είναι τα, έστω και μεταχειρισμένα, καταδρομικά κλάσεως TICONDEROGA ή τα αντιτορπιλικά κλάσεως ARLEIGH BURKE; Επί τόσα χρόνια τα ζητούμε και υποτίθεται ότι υπάρχουν συζητήσεις σε υψηλότατο επίπεδο. Αποτέλεσμα ουδέν. Ο λόγος, προφανής: σε κάποια αμερικανική υπηρεσιακή εισήγηση, θα αναφέρεται ότι «η προτεινόμενη πώληση ΘΑ ΜΕΤΑΒΑΛΕΙ την βασική στρατιωτική ισορροπία στην περιοχή».
Άλλο μείζον οπλικό σύστημα του οποίου η προμήθεια από τις ΗΠΑ κρίνεται επιτακτική, είναι αυτή της ενισχύσεως του Πυροβολικού Μάχης, με βαλλιστικούς πυραύλους. Η Τουρκία έχει αποκτήσει πλήρη αυτονομία παραγωγής, όταν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι ΗΠΑ αρνήθηκαν την συμπαραγωγή του συστήματος MLRS και των πυρομαχικών του, οπότε στράφηκε στην Κίνα.
Ο Ελληνικός Στρατός, που επί σειρά ετών δεν προέβη στην απόκτηση πυραύλων ATACMS Block II βεληνεκούς 300 χλμ. είναι φυσιολογικό πλέον να ενδιαφέρεται για τον πιο προηγμένο αντικαταστάση του, τον Πύραυλο Κρούσεως Ακριβείας (PrSM) βεληνεκούς 500 χλμ.
Αύριο Δευτέρα, προωθείται στην Βουλή προς ενημέρωση και έγκριση, σειρά εξοπλιστικών προγραμμάτων που επεξεργάστηκαν τα Γενικά Επιτελεία. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζει αυτό της ενεργοποίησης προγράμματος εκσυγχρονισμού συστημάτων MLRS και προσκτήσεως πυραύλων μέσου και μακρού βεληνεκούς. Πρόκεται για ένα πρόγραμμα εκτιμώμενου ύψους 1.081.860 €, που φυσικά μακροπροθέσμως, αποβλέπει στην απόκτηση πυραύλων PrSM.
Εκτός του ότι πρόκειται για άλλο ένα πρόγραμμα απευθείας αναθέσεως μέσω διακρατικής συμφωνίας, το στοιχείο και μόνο της αμφίβολης προοπτικής εγκρίσεως του PrSM από την Ουάσιγκτον, θα έπρεπε να καθιστά πιο προσεκτική την ελληνική πλευρά. Προ μερικών ετών μόνο, υπήρχε πολύ χαμηλότερου κόστους πρόταση αναβαθμίσεως των MLRS, από γερμανική εταιρεία. Αλλά πολύ περισσότερο, έχει λάβει σαφή απάντηση το ΥΠΕΘΑ ως προς την αποδέσμευση του PrSM από την Ουάσιγκτον και προχωράει το πρόγραμμα MLRS άνευ διαγωνισμού; Διαφορετικά, όταν μετά από πιθανή ανάθεση του προγράμματος και πενταετή περίοδο υλοποιήσεως εισπραχθεί αρνητική απάντηση για το σκέλος των PrSM, τότε το ΓΕΣ θα πρέπει να αναζητήσει προμήθεια άλλου βαλλιστικού πυραύλου και η επένδυση του 1 δισ. € δεν θα έχει ενισχύσει το Πυροβολικό με όπλο στρατηγικής επιδράσεως.
Απαντώντας σε μια ανάλογη επιχειρησιακή απαίτηση των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, οι MBDA Deutschland, KMW και Elektroniksystem-und Logistik-GmbH προτείνουν τον Διακλαδικό Πύραυλο Πυρός Υποστηρίξεως (JFS-M) βεληνεκούς 500 χλμ. Πρόκειται για πύραυλο πλεύσεως (cruise) που θα μπορεί να εκτοξευτεί τόσο από τις μονάδες πυρός του MLRS, όσο και από μαχητικά αεροπλάνα, με ορίζοντα αναπτύξεως 4-5 ετών. Αντιστοίχως, προς κάλυψη αντίστοιχης επιχειρησιακής απαιτήσεως σε συνδυασμό με το MLRS για τον Βρετανικό Στρατό, η MBDA προτείνει τον πύραυλο Χερσαίας Κρούσεως Ακριβείας (LPS).
Το ερώτημα είναι εάν πέραν των τυπικών σχεδιασμών των Γενικών Επιτελείων για προμήθειες, υφίσταται σύνθεση με εθνική πολιτική ικανή για στοιχειώδεις παρεμβάσεις με βάση την απλή ανάγνωση του στρατηγικού περιβάλλοντος στις πωλήσεις όπλων, σε συνδυασμό με επιλογές βιομηχανικών συνεργασιών σε κοινά προγράμματα αναπτύξεως όπλων. Η στρατηγική σχέση συνεργασίας με τις ΗΠΑ, δεν αμφισβητείται. Ωστόσο, όταν παρουσιάζονται κατ’ εξακολούθηση αρνητικές απαντήσεις σε “βασικά” αιτήματα προμήθειας οπλικών συστημάτων λόγω ευρυτέρων στρατηγικών αποφάσεων των ΗΠΑ και ο διάλογος μεταξύ συμμάχων δεν αποφέρει αποτέλεσμα, τότε η τυφλή εμμονή του πελάτη σε πορεία προς αδιέξοδο, δεν οφελεί.
ΟΚ της Βουλής για 11 εξοπλιστικά προγράμματα ύψους 1,3 δισ. €