Απώλειες, ηθικό και αντίσταση των Ουκρανών: τι ισχύει;
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Προ ημερών, αναπαρήχθησαν ευρέως δημοσιεύματα αναφερόμενα στις απώλειες που υφίστανται σε καθημερινή βάση οι Ουκρανοί, τα οποία σε συνδυασμό με αναφορές για αντιπειθαρχικά φαινόμενα σε μονάδες αλλά και τα προβλήματα που αντιμετωπίζονται στην μεταφορά στρατιωτικής βοηθείας από την Δύση, καταλήγουν σε πολύ δυσμενή συμπεράσματα για την τύχη των αμυνομένων. Τα δημοσιεύματα αυτά, συμβάδιζαν απολύτως με το πνεύμα ηττοπαθείας που εξέπεμπαν δηλώσεις δυτικών ηγετών ή αναλυτών, σχετικώς με παραινέσεις προς τον πρόεδρο Ζελένσκι για μεγαλύτερη διαλλακτικότητα και την ανάγκη να μην… ταπεινωθεί ο εισβολέας. Απώτερος σκοπός, να μην επιδεινωθεί η παγκόσμια κατάσταση της οικονομίας και να μην… κρυώσουν οι Ευρωπαίοι τον επόμενο χειμώνα, από την διακοπή των ροών ρωσικού φυσικού αερίου.
Οι πολιτικές τοποθετήσεις και εκτιμήσεις, κρύβουν προφανείς σκοπιμότητες (για το κοινό στο εξωτερικό και το εσωτερικό) ως προς τον χρόνο και τον τόνο στον οποίο εκφράζονται δημοσίως ενώ η όποια άποψη δυτικών αναλυτών, δεν αποτελεί ασφαλώς θέσφατο αφού συχνά εξυπηρετεί προσωπικές ατζέντες και κρυμμένες δουλείες. Όμως οι εκτιμήσεις για την στρατιωτική κατάσταση, μπορούν να αξιολογηθούν ευχερέστερα και ασφαλέστερα, από τον καθένα με στοιχειώδη γνώση και αντίληψη των πραγμάτων και ασφαλώς πολύ περισσότερο από τους επαΐοντες. Ας προσεγγίσουμε λοιπόν τα τρία βασικά ζητήματα που αναπτύχθηκαν τελευταίως, για να εξετάσουμε κατά πόσο έχουν βάση και αν τα συμπέρασμα στα οποία οδηγούν είναι σωστά.
Στο θέμα των απωλειών, εδώ και καιρό ο πρόεδρος Ζελένσκι έχει πει δημοσίως ότι επί καθημερινής βάσεως περί τους 100 Ουκρανοί στρατιώτες πίπτουν μαχόμενοι. Όπως είχαμε αναλύσει από την πρώτη κιόλας εβδομάδα επιχειρήσεων, με βάση στοιχεία που είχε ανακοινώσει τότε επισήμως η ρωσική πλευρά, “στατιστική προσέγγιση οδηγεί χονδρικώς σε ημερήσιο ρυθμό απωλειών 85 νεκρών και 265 τραυματιών“.
Βάσει στοιχείων που παρουσίασε μετά την δεύτερη εβδομάδα επιχειρήσεων η ουκρανική πλευρά για τις δικές της απώλειες, είχαμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι σε γενικές γραμμές οι δύο αντίπαλοι έχουν ίσες συνολικές απώλειες και κατά συνέπεια, ισχύει ο ίδιος ρυθμός απωλειών επί καθημερινής βάσεως.
Από τότε, τα λεγόμενα του προέδρου Ζελένσκι δεν έχουν “πει” τίποτα παραπάνω, από το να επιβεβαιώσουν ότι γενικώς, κατά μέσον όρο ο αναγόμενος ρυθμός απωλειών δεν έχει μεταβληθεί αφού κινείται στα ίδια επίπεδα με τον ρυθμό των πρώτων εβδομάδων. Γιατί λοιπόν προκάλεσε τόση αίσθηση η πρόσφατη αρθρογραφία για τις καθηνερινές απώλειες των Ουκρανών; Ασφαλώς επιβεβαιώνεται το αυτονόητο, ότι δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης παρακολουθεί τα τεκταινόμενα αποσπασματικώς, επιφανειακώς και καθοδηγείται από το συναίσθημα κι όχι την ορθοκρισία.
Το νέο στοιχείο διαφοροποιήσεως που παρουσίασαν τα πρόσφατα δημοσιεύματα, προέρχεται από δηλώσεις του Mykhailo Podolyak, συμβούλου του Ουκρανού προέδρου, προς το BBC στις 10 Ιουνίου, μεταξύ των οποίων ανέφερε ότι “μεταξύ 100 και 200 Ουκρανοί στρατιώτες σκοτώνονται στο μέτωπο καθημερινώς“. Την ίδια ημέρα ο Aleksey Arestovich έκανε λόγο στην Guardian για 150 νεκρούς και 800 τραυματίες καθημερινώς.
Στο σχετικό δημοσίευμα του BBC, γίνεται η παρακάτω προέκταση: “Η υπόδειξη του κ. Podolyak ότι 100 με 200 Ουκρανοί στρατιώτες πεθαίνουν κάθε μέρα είναι υψηλότερη από προηγούμενες εκτιμήσεις. Την Πέμπτη [σ.σ. 9 Ιουνίου] ο Ουκρανός Υπουργός Αμύνης Oleksii Reznikov, είπε ότι η Ουκρανία έχανε 100 στρατιώτες ημερησίως και 500 επιπλέον τραυματίζοντο“. Με τον τρόπο αυτό, το BBC προσέφερε στον σκεπτόμενο αναγνώστη την ευκαιρία να καταλάβει ότι μάλλον ο Podolyak (και ο Arestovich) διόγκωσε την εκτίμηση απωλειών καθώς η συνέντευξη που παραχώρησε απέβλεπε σε συγκεκριμένο σκοπό. Ο σύμβουλος του Ουκρανού προέδρου όπως και άλλοι αξιωματούχοι που απευθύνονται στα ΜΜΕ, επιδιώκουν να συγκινήσουν και να τονίσουν τον χαρακτήρα του επείγοντος στην αποστολή στρατιωτικής βοηθείας από την Δύση. Όσο μεγαλύτερη φαίνεται η θυσία στην οποία υπόκειται ο ηρωικός λαός της Ουκρανίας, τόσο μεγαλύτερη εντύπωση δημιουργείται και εξυπηρετείται περισσότερο ο πολιτικός σκοπός της στρατιωτικής ενισχύσεως για την ανατροπή του εισβολέα ενώ ενισχύεται η άποψη να μην ταπεινωθεί το Κίεβο κι όχι ο εισβολέας.
Μιλώντας στο BBC, όλα αυτά αναφέρθηκαν από τον Podolyak, ο οποίος επανέλαβε το αίτημα για περισσότερα όπλα από την Δύση, υποστήριξε ότι η αιτία για τις δεινές απώλειες των Ουκρανών είναι η ανισότητα ισχύος με τις ρωσικές δυνάμεις, έγινε δε συγκεκριμένος όταν μίλησε για την εντοπισμένη επιχειρησιακή αναγκαιότητα στο Πυροβολικό Μάχης: “Οι απαιτήσεις μας σε πυροβολικό δεν είναι απλώς κάποιο είδος… φαντασιοπληξίας αλλά μια αντικειμενική ανάγκη με βάση την κατάσταση στο πεδίο της μάχης“, για να προσδιορίσει την απαίτηση σε 150-300 πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων, ώστε να ισοσκελιστεί το αντίστοιχο οπλοστάσιο των ρωσικών δυνάμεων.
Επομένως, το γεγονός ότι ενώ οι Ρώσοι αποφεύγουν να αναφερθούν στις απώλειές τους οι Ουκρανοί το πράττουν και μάλλον το διογκώνουν, είναι σαφές ότι οφείλεται στην σκοπιμότητα ενισχύσεως της βουλήσεως των Δυτικών για στρατιωτική συνδρομή.
Επικεντρωμένοι οι Ρώσοι στο άκρο του αριστερού πλευρού των Ουκρανών στο Ντονμπάς
Στην Ελλάδα, τα σχετικά δημοσιεύματα ερμηνεύτηκαν ως ένδειξη της δεινής καταστάσεως με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η Ουκρανία και ότι με αυτόν τον ρυθμό απωλειών, σύντομα θα παύσει να υπάρχει στρατός… Οι σχολιαστές αυτοί, ιδίως οι στρατιωτικοί, έχουν ξεχάσει ή δεν έχουν μελετήσει καθόλου την εποποιία 1940-1941 του Ελληνικού Στρατού, αλλιώς θα ήξεραν ότι οι απώλειες σε νεκρούς στις 219 ημέρες πολέμου των Ελλήνων, αναλογούσαν σε 60 περίπου νεκρούς ημερησίως κι αν ληφθούν υπ’ όψιν οι παύσεις, μετά την συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς και την Μάχη της Κρήτης, ο ημερήσιος φόρος αίματος σε πεσόντες, αναλογούσε περίπου με αυτόν που πληρώνουν σήμερα οι Ουκρανοί.
Όπως κανείς δεν είχε εκφράσει το 1940 ενδοιασμούς για την ικανότητα αντιστάσεως του πολύ μικρότερου αριθμητικώς Ελληνικού έθνους λόγω του συγκεκριμένου ρυθμού απωλειών, έτσι και σήμερα είναι αβάσιμη οποιαδήποτε τέτοια σκέψη για τους Ουκρανούς. Εξάλλου, οι συνολικές ρωσικές δυνάμεις εισβολής στην Ουκρανία, αριθμητικώς κινούνται στα ίδια πλαίσια με τις ιταλικές δυνάμεις που αντιμετώπισε αρχικώς ο Ελληνικός Στρατός στην Βόρειο Ήπειρο αλλά εδώ σήμερα, μιλάμε για ένα ενεργό μέτωπο μήκους άνω των 1.000 χλμ. ως προς την γραμμή επαφής.
Κάτι άλλο που δεν δείχνει να εξετάζει κανείς, είναι οι αριθμοί που αναφέρονται στα διεθνή ΜΜΕ για τις καταναλώσεις πυρομαχικών από το ρωσικό πυροβολικό καθημερινώς. Είναι αληθές όντως ότι οι Ρώσοι στηρίζουν τα πάντα πλέον στο πυροβολικό τους αλλά εάν από τις αρκετές χιλιάδες οβίδες και ρουκέτες που εκτοξεύονται καθημερινώς, προκαλούνται απώλειες 100 νεκρών και τριπλάσιες περίπου τραυματιών, τότε τα συμπεράσματα για την απόδοση του Όπλου είναι μάλλον αρνητικά. Η εικόνα ισοπεδωμένων αστικών κέντρων από το ρωσικό πυροβολικό, δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι ανάλογος υπήρξε και ο φόρος αίματος των υπερασπιστών. Πλέον τούτου, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι ένα μέρος των απωλειών προκαλείται από αντεπιθετικές ενέργειες των Ουκρανών, επομένως η απόδοση φονικότητος του ρωσικού πυροβολικού είναι ακόμη πιο εξεζητημένη.
Το δεύτερο ζήτημα που αξιολογείται και παρουσιάζεται ως ένδειξη κάμψεως του ηθικού και της βουλήσεως των Ουκρανών για αντίσταση, είναι περιπτώσεις διαμαρτυριών ή αντιπειθαρχικών κρουσμάτων σε μονάδες, που αρνούνται να υπακούσουν σε διαταγές. Αυτό που παραβλέπεται στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, είναι ότι δεν αφορούν τμήματα μονάδων του τακτικού στρατού ή της εθνοφρουράς. Τα σχετικά βίντεο που έχουν δημοσιοποιηθεί, προέρχονται κατά βάση από μονάδες Εδαφικών Δυνάμεων Αμύνης (Territorial Defense Forces) δηλαδή εφέδρους.
Τέτοιες περιπτώσεις, αντιπροσωπεύουν εμφανώς την εξαίρεση του κανόνα. Και ο κανόνας είναι ακόμη και για τον πλέον δύσπιστο ότι η πειθαρχία, το φρόνημα και το σθένος του Ουκρανού πολεμιστή, είναι εντυπωσιακά και αξιέπαινα από κάθε άποψη. Οι σχολιαστές και αναλυτές, παραβλέπουν ότι τα αντιπειθαρχικά περιστατικά δεν σχετίζονται τόσο με άρνηση του προσωπικού να πολεμήσει, όσο με “αιτήματα” μη απομακρύνσεως από τις τοπικές περιφέρειές τους, καθώς στις περιοχές που δεν υφίσταται πλέον ρωσική στρατιωτική απειλή, μπορούν οι μονάδες TDF να μετακινηθούν για να ενισχύσουν περιοχές που απειλούνται. Τέλος, κάποια από τα αντιπειθαρχικά κρούσματα, συνιστούν απλώς διαμαρτυρίες για την έλλειψη βαρέως οπλισμού, όπως σύγχρονα αντιαρματικά όπλα. Καθώς ο δυτικός οπλισμός κατέστη αντικείμενο εξοπλισμού κατά προτεραιότητα των τακτικών δυνάμεων, η εξαιρετική του απόδοση οδήγησε όλο και περισσότερες μονάδες να αιτούνται χορήγηση και σε αυτές.
Αντιθέτως, τα αντιπειθαρχικά κρούσματα που παρουσιάζει ο αντίπαλος, διαφέρουν ποιοτικώς. Η άρνηση επιστρατευμένων του Λουχάνσκ και του Ντονιέσκ οφείλεται στην πρακτική των Ρώσων να τους στέλνουν για να “ανοίγουν τον δρόμο” στις επιθέσεις, κοινώς τους χρησιμοποιούν ως “τροφή για τα κανόνια”, ώστε να αποφευχθούν απώλειες στις ρωσικές μονάδες. Οι επιστρατευμένοι αυτοί, αρνούνται να βοηθήσουν αυτούς οι οποίοι υποτίθεται ότι έχουν έλθει για να τους απελευθερώσουν… Παρομοίως, οι βιαίως επιστρατευθέντες ρωσόφιλοι στην νότιο Ουκρανία, οδηγούνται στην μάχη και αυτοί απρόθυμα, με ένα όπλο στον κρόταφο. Οι λιπταξίες είναι διαρκείς και οι ρωσικές δυνάμεις κυνηγούν και συλλαμβάνουν διαρκώς τέτοιους επιστρατευθέντες.
Προκειμένου να γίνει αντιληπτό γενικότερα ότι οι Ουκρανοί δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα λειψανδρίας, αρκεί να αναδειχθεί μία μόνο κατάσταση. Προσφάτως, με απόφαση της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, το μόνιμο προσωπικό μεγαλυτέρων ηλικιών αποστρατεύθηκε. Η απόφαση δεν αφορά εφέδρους που κλήθηκαν υπό τα όπλα αλλά μόνιμα στελέχη στρατού και εθνοφρουράς, καθώς διαπιστώθηκε ότι ήταν πολύ χαμηλής αποδόσεως. Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι το προσωπικό αυτό διέθετε και πολεμική εμπειρία (π.χ. Αφγανιστάν) διακρινόταν από την παλιά νοοτροπία νοθρότητος και προχειρότητος της ΕΣΣΔ που διέπνεε το στράτευμα, αποδίδοντας προτεραιότητα σε επιδερμική ενασχόληση, έναντι της επαγγελματικής και δυναμικής τριβής για την προετοιμασία ετοιμοπόλεμων μονάδων. Το προσωπικό αυτό, αποτελούσε γενικότερα κακό παράδειγμα και επιρροή για τους νεώτερους, δεσμεύοντας θέσεις στα οργανογράμματα μονάδων, από πρόθυμους νέους που επιζητούν κατάταξη για να πολεμήσουν (στην Ουκρανία το “σύστημα” είναι χαλαρό, επιτρέποντας την κατάταξη στην τοπική μονάδα προτιμήσεως).
Όλα αυτά που αναφέρουμε, δεν στηρίζονται απλώς στην κοινή λογική και την βασική γνώση περί των στρατιωτικών, αλλά και σε στοιχεία που μας μεταφέρει αξιόπιστη πηγή από το πεδίο και την πρώτη γραμμή. Επομένως, οι αναγνώστες έχουν δυνατότητα πιο αξιόπιστης αντιλήψεως των δεδομένων, από το κοινό που δέχεται άκριτα όσα μεταφέρει ο οποιοσδήποτε δυτικός δημοσιογράφος, αναλυτής ή και ανταποκριτής στην Ουκρανία, ο οποίος χωρίς καν την εμπειρία της στρατιωτικής θητείας, υστερεί σε γνώση, αντίληψη, κρίση.
Τέλος, ως προς την διάσταση της αποστολής στρατιωτικού υλικού από την Δύση, είναι σαφές ότι οι ρυθμοί αξιολογούνται διαφορετικά, αναλόγως της ενημερώσεως που υπάρχει. Επί παραδείγματι, τα ανατολικής προελεύσεως οπλικά συστήματα που παραχωρήθηκαν από χώρες του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, παραδόθηκαν γρήγορα αλλά δεν δόθηκε δημοσιότητα για λόγους σκοπιμοτήτων. Αντιθέτως, η αποστολή υλικού δυτικής προελεύσεως, οι πάντες αναγνωρίζουν ότι είναι μια διαφορετική υπόθεση. Απαιτείται χρόνος προετοιμασίας, χρόνος εκπαιδεύσεως Ουκρανών και δημιουργία αλυσίδας τεχνικής και εφοδιαστικής υποστηρίξεως ώστε να αποδώσει.
Εδώ, πρέπει να σημειώσουμε ότι από τα τέλη Μαρτίου ήδη και μετά την ρωσική απόσυρση από τον βορρά, στην Ουκρανία επικρατούσε η αντίληψη της επιθετικής επιστροφής για την απόκρουση του εισβολέα, μέσω και της στρατιωτικής βοηθείας που θα έστελνε η Δύση. Την κατάσταση αυτή τοποθετούσαν χρονικώς τον Ιούλιο, μια μάλλον ρεαλιστική εκτίμηση με βάση τα παραπάνω. Οι καθυστερήσεις στην αποστολή βοήθειας, ανατρέπουν αυτό τον υπολογισμό και γι’ αυτό οι Ουκρανοί πιέζουν όλο και περισσότερο. Μέχρι να έλθει αυτή η ώρα, ο διεξαγόμενος αγώνας είναι επιβραδυντικός, με σκοπό την κατατριβή του αντιπάλου και την παραχώρηση του ελάχιστου δυνατού εδάφους. Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν λόγοι ώστε να υποστηριχθεί ότι αυτός ο σκοπός δεν υπηρετείται.
Οι Ρώσοι, έχει αποδειχθεί ότι λόγω σοβαρών επιχειρησιακών αδυναμιών αλλά και απωλειών, παρουσιάζουν πολύ αργή πρόοδο ακόμη και στους επιμέρους τομείς του Ντονμπάς που έχουν θέσει ως Αντικειμενικό Σκοπό. Οι Ουκρανοί από την πλευρά τους, με το ανάλογο κόστος πολεμούν και φθείρουν τον εχθρό χωρίς να παρουσιάζουν συμπτώματα διαλύσεως ή καταστροφής συγκεντρώσεως δυνάμεων από κυκλωτικούς ελιγμούς. Στην περίπτωση του Σεβεροντονέσκ που πλησίασαν οι ρωσικές δυνάμεις, παρά το ότι άρχισε η μεταφορά δυνάμεων δυτικότερα για την δημιουργία νέας γραμμής αμύνης, οι Ουκρανοί παρέσυραν τον εχθρό ώστε να πιστέψει πως εγκατέλειπαν την πόλη και όταν αυτός προχώρησε, τον υποδέχθηκαν σε προετοιμασμένο Χώρο Καταστροφής και αντεπιτέθηκαν, προκαλώντας του μεγάλες απώλειες. Γι’ αυτό και ο αγώνας συνεχίζεται ακόμη εκεί.
Αντεπιθετικά εγχειρήματα έχουν αναληφθεί τις τελευταίες εβδομάδες και στην περιοχή της Χερσώνας, όπου αναδεικνύονται οι περιορισμοί των ρωσικών δυνάμεων, όταν δεν επιχειρούν υπό συνθήκες αριθμητικής υπεροχής. Αρχικώς τάγμα της 35ης Ταξιαρχίας Πεζοναυτών των Ουκρανών αιφνιδίασε δημιουργώντας προγεφύρωμα στην νότια όχθη του ποταμού Inhulets, το οποίο έκτοτε διευρύνθηκε. Η ενέργεια ήταν αξιοσημείωτη, καθώς οι πεζοναύτες πέρασαν τον ποταμό από αβαθές σημείο πεζή, χωρίς μηχανοκίνητα μέσα, μόνο με τον βαρύ οπλισμό τους. Παρά αυτή την κατάσταση, οι ρωσικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να εξαλείψουν την απειλή και το προγεφύρωμα διατηρείται ακόμη. Η επιτυχία, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πανωλεθρία που υπέστησαν οι Ρώσοι προ μηνός, όταν με βαρειές δυνάμεις επεδίωξαν ζεύξη του ποταμού Siverskyi Donets, στον Ντονμπάς.
Συνοψίζοντας, σε γενικές γραμμές, οι δύο αντίπαλοι δεν δείχνουν να έχουν μετακινηθεί από τους στρατηγικούς σκοπούς τους. Παρά τις βαρειές απώλειες, η αναμέτρηση διατηρεί τον χαρακτήρα πολέμου αντοχής και η Ουκρανία αυτονοήτως υπολογίζει στην συνδρομή των Δυτικών, ανθιστάμενη αποτελεσματικώς. Κανείς εκ των δύο αντιπάλων εξάλλου, δεν έχει φθάσει ακόμη στο κρίσιμο σημείο καμπής, ώστε να μην έχει δυνατότητες αναλήψεως νέων επιχειρήσεων.
Τι πρέπει να κάνει η Δύση βοηθώντας στρατιωτικά την Ουκρανία