Καλή η διπλωματία αλλά μήπως απαιτείται και “υβριδική” αντεπίθεση;
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Η Τουρκία λοιπόν συνεχίζει.
Αναμενόμενο για όσους παρακολουθούν την εξέλιξη της ελληνοτουρκικής κρίσεως και υπάρχει στοιχειώδης αντίληψη των κεντρικών επιλογών κάθε πλευράς και κυρίως της Τουρκίας.
Συνοπτικώς, η Αθήνα κατάφερε αρχικώς να εκμεταλλευθεί το ενδιαφέρον της Γερμανίας για μεσολάβηση ως προεδρεύουσα χώρα στην ΕΕ, οδηγώντας την Τουρκία σε αποδοχή επαναλήψεως των διερευνητικών επαφών με μόνο θέμα συζητήσεως την οριοθέτηση ΑΟΖ και θαλασσίων ζωνών. Επειδή αυτό σήμαινε ελληνική νίκη, δεδομένου ότι η Τουρκία δεσμευόταν να μην προβεί σε έρευνες διά του ORUÇ REİS, συνεπώς περιοριζόταν η έμπρακτη αμφισβήτηση της ελληνικής υφαλοκρηπίδος, ο Ερντογάν αναζήτησε την πρώτη ευκαιρία αποδεσμεύσεως από την συμφωνία. Με πρόφαση την δήθεν “πρόκληση” της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας για μερική οριοθέτηση των ΑΟΖ, ο Ερντογάν “κρέμασε” την Γερμανία και έβγαλε το ORUÇ REİS.
Η συνέχεια μέχρι σήμερα, με τις συνεχείς παρατάσεις των ερευνών από την Άγκυρα, έχει αποκαλύψει και στον πλέον δύσπιστο ότι η Τουρκία δεν επιθυμεί κανέναν διάλογο, παρά μόνο διάλογο ηττημένου προς υποταγή στους δικούς της όρους. Σε πολιτικό επίπεδο, αυτό ενισχύει σε Ευρωπαίους και Αμερικανούς την αντίληψη ότι η Τουρκία είναι αναξιόπιστη, απέχει όμως ακόμη η πλήρης εμπέδωση αυτής της πραγματικότητος, ως επόμενο στάδιο.
Μόνο όταν εδραιωθεί πλέον απολύτως η άποψη ότι η Τουρκία είναι πραγματική απειλή, μπορεί να επιβληθούν σοβαρές κυρώσεις από την ΕΕ. Προς αυτή την κατεύθυνση, λειτουργεί υποβοηθητικώς η αμετροεπής στάση Ερντογάν έναντι της Γαλλίας και του προέδρου Μακρόν προσωπικώς, όσο και η άτυπη κήρυξη Τζιχάντ με αυτόν σημαιοφόρο, εναντίον της Δύσεως.
Η Αθήνα προσπαθεί να αποκομίσει κέρδη σε πολιτικό – διπλωματικό επίπεδο, αναπτύσσοντας αξιέπαινη δραστηριότητα διά του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια, ο οποίος μετά την ανοικτή κοροϊδία από τον Λίβυο ομόλογό του τον Σεπτέμβριο του 2019 και το κάζο του τουρκολιβυκού μνημονίου που ακολούθησε, αφυπνίσθηκε και έθεσε σε εγρήγορση το Διπλωματικό Σώμα. Η κυβέρνηση δείχνει να τελεί σε πλήρη κινητοποίηση, όχι μόνο στρατιωτική αλλά και διπλωματική.
Κανείς δεν είχε αυταπάτες ότι η επιβολή κυρώσεων από την ΕΕ στην Τουρκία θα ήταν εύκολη υπόθεση. Καλώς λοιπόν συνεχίζονται οι προσπάθειες της ελληνικής κυβερνήσεως, που πλέον από τα χείλη του πρωθυπουργού εστιάζονται στην συμφωνία τελωνειακής ενώσεως και την επιβολή εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων. Ανεξαρτήτως του τελικού βαθμού επιτυχίας, εξαιτίας των γνωστών δυσκολιών “πολυφωνίας” στην ΕΕ, το ζητούμενο είναι να τεθούν αυτά τα μείζονα ζητήματα στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού διαλόγου. Όμως θα απαιτηθεί χρόνος για να υπάρξουν, εάν υπάρξουν, απτά αποτελέσματα.
Πόσος χρόνος, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει. Υποτίθεται ότι το εξάμηνο της γερμανικής προεδρίας, όπως και οι εκλογές στις ΗΠΑ, οριοθετούσαν ένα χρονικό πλαίσιο στο οποίο ο Ερντογάν θα μπορούσε να “ξεφύγει” σε προκλητικές κινήσεις. Αυτό είναι κάτι που ήδη συμβαίνει αλλά ακόμη φαίνεται να απέχουμε αρκετά από ουσιαστικά μέτρα – κυρώσεις της ΕΕ προς την Τουρκία. Ανεξαρτήτως όμως του κατά πόσο θα επιβληθούν οικονομικά μέτρα, το ζήτημα είναι ότι ο Ερντογάν δείχνει πλήρη περιφρόνηση στα καλέσματα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ για διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο που ζητεί η Αθήνα. Συνεχίζοντας δε αναίμακτες ενέργειες “επί του πεδίου” με το ORUÇ REİS, θεωρεί πως κατοχυρώνει δικαιώματα ή τουλάχιστον βάζει υποθήκη στα νερά νοτίως του Συγκροτήματος Μεγίστης.
Απαιτείται λοιπόν από την Αθήνα, η έντονη δραστηριότητα σε διπλωματικό επίπεδο, να συνοδευτεί και από επιχειρησιακούς χειρισμούς “επί του πεδίου”, διότι διαφορετικά δεν μπορεί να επέλθει πραγματική εξισορρόπηση. Πρέπει δηλαδή ο αντίπαλος, να αρχίσει να αισθάνεται “κόστος” και στο πεδίο που θεωρεί ότι είναι προνομιακό γι’ αυτόν, δηλαδή στις αναίμακτες προκλήσεις με το ORUÇ REİS και τα συνοδά τουρκικά πολεμικά.
Το Πολεμικό Ναυτικό και οι Ένοπλες Δυνάμεις γενικότερα, πράττουν ότι προβλέπουν οι πολιτικές εντολές, προασπίζοντας τα εθνικά συμφέροντα. Είναι σαφές ότι ούτε η Αθήνα, ούτε η Τουρκία θέλουν να είναι αυτός που θα ανοίξει πυρ, οδηγώντας σε πολεμική αναμέτρηση. Αλλά η Τουρκία με τις βόλτες του ORUÇ REİS στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, “πυροβολεί” με αβολίδοτα και ο θόρυβος που προκαλεί, αφήνει την εντύπωση στους πάντες ότι “κερδίζει”, επειδή δεν υπάρχει ανάλογη απάντηση.
Αυτή η κατάσταση αδικεί τις Ένοπλες Δυνάμεις και τα στελέχη από κάθε άποψη. Πρέπει να σχεδιαστούν αντίμετρα “επί του πεδίου”, ίδια ποιοτικώς ή και πιο “υβριδικά”, ώστε να κλονιστεί ο αντίπαλος, να χάσει την ισορροπία του και να βελτιωθούν οι προϋποθέσεις επιστροφής σε έναν ουσιαστικό διάλογο των δύο μερών όπως σκέφτεται όλος ο πολιτισμένος κόσμος, δηλαδή ως ίσος προς ίσο και όχι με τους όρους που φαντασιώνονται οι Τούρκοι.
Το προφανέστερο που μπορεί να γίνει, είναι και η Ελλάδα να ανακοινώσει διεξαγωγή παρόμοιας ερευνητικής δραστηριότητος στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η Τουρκία δεν μπορεί παρά να αντιδράσει όπως σήμερα η Ελλάδα, περιερχόμενη και αυτή στην ίδια εικονική “μειονεκτική” θέση. Όλοι έχουν προσέξει ότι ενώ η Ελλάδα αντιδρά διαμαρτυρόμενη, δεν πραγματοποιεί έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Αφήνει έτσι χώρο, τον οποίο πολύ απλά έχει εκμεταλλευθεί ο Ερντογάν για να κερδίσει εντυπώσεις. Αυτή η επιλογή της Αθήνας προέκυπτε από την συντηρητική αντίληψη σε επίπεδο διπλωματίας, ότι επειδή θεωρείται δεδομένη η αντίδραση της Τουρκίας, δεν χρειάζεται να αναλάβεις μια πρωτοβουλία η οποία θα εκληφθεί ως “πρόκληση”, που θα ξεσηκώσει ένταση. Τώρα όμως, αφενός ο αντίπαλος έχει αναλάβει αυτός την πρωτοβουλία δημιουργώντας ένταση, αφετέρου η ελληνική διπλωματία δείχνει να αλλάζει αντίληψη και παρουσιάζεται πιο ενεργητική.
Μια άλλη “υβριδική” ανταπόκριση στην τουρκική προκλητική δραστηριότητα, είναι η συγκέντρωση μιας ομάδος 4-5 εμπορικών πλοίων που θα εμποδίζει τις κινήσεις του κάθε τουρκικού ερευνητικού όταν εισέρχεται σε ελληνική υφαλοκρηπίδα, προσεγγίζοντας, χειρίζοντας και απαγορεύοντας σταθερή πορεία, άπλωμα καλωδίων κ.λπ. Συνοδευόμενα από πολεμικά πλοία, μια τέτοια ανορθόδοξη δραστηριότητα, μπορεί να οδηγήσει τον αντίπαλο σε παράλυση και να μηδενίσει το γινόμενο της εξισώσεως “επί του πεδίου”.
Οι επιτελείς είναι οι πλέον ειδικοί, να εισηγηθούν. Τέτοιες ενδεικτικές πρωτοβουλίες μπορούν να επιδιωχθούν πλέον και σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, με την διάθεση πλοίων και μέσων, διερευνώντας και εκμεταλλευόμενη η Αθήνα την ευρύτερη δυσφορία, προκειμένου να είναι απολύτως διευκρινισμένο ότι υπάρχει ευρωπαϊκή αντίδραση στην πράξη. Είναι ένας τρόπος κεφαλαιοποιήσεως των κερδών σε διπλωματικό επίπεδο. Η Τουρκία υπολογίζει μόνο πράξεις. Χλευάζει όσους προσφέρουν “καρότα” αλλά διστάζουν στο “μαστίγιο”. Και η Ελλάδα, όπως και οι άλλοι Ευρωπαίοι, απειλούν αλλά δεν δίνουν “μαστίγιο”. Έτσι όμως, δεν κερδίζεται ο σεβασμός εκ μέρους της Τουρκίας, όπως ζήτησε προ ημερών δημοσίως ο πρόεδρος Μακρόν.
Η Ελλάδα εξασφάλισε κέρδη “επί του πεδίου”, στην περίπτωση της επιθέσεως στον Έβρο και κερδίζει εμποδίζοντας τις ροές λαθρομεταναστών στο Αιγαίο. Στην υφαλοκρηπίδα της όμως, όπως και στην περίπτωση των παραβιάσεων της ΑΟΖ της Κύπρου από την Τουρκία, υστερεί σε εντυπώσεις λόγω της διαρκούς παρουσίας του ORUÇ REİS και στο τελικό μήνυμα που εκπέμπεται. Για τον λόγο αυτό, η Τουρκία δεν αλλάζει στάση και αδιαφορεί για διαπραγματεύσεις. Πρέπει λοιπόν, καθώς όλα δείχνουν ότι η υπόθεση θα διαρκέσει, να σχεδιαστούν και “υβριδικές” ενέργειες “επί του πεδίου”, ώστε να μπορούν να ξεδιπλωθούν στις αρχές του επομένου έτους. Iδίως από την στιγμή που η Τουρκία έχει απειλήσει ευθέως ότι θα στείλει σε λίγο και πλοία γεωτρήσεων.
Πως εξελίσσεται το γενικότερο πλαίσιο της νέας κλιμάκωσης στην Μεγίστη