9ο Οικονομικό Φόρουμ Δελφών – Εξοπλισμοί, τα διδάγματα από την Ουκρανία, η αμυντική βιομηχανία
Παρουσιάζουμε ορισμένα ενδιαφέροντα αποσπάσματα από τις σημερινές τοποθετήσεις ομιλητών στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ Δελφών, οι οποίες σχετίζονται με αμυντικά θέματα διεθνή και ελληνικά, όπως αποτυπώθηκαν από το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ):
Οι σύγχρονες πολεμικές συγκρούσεις και ειδικότερα ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζουν τον τρόπο που οι χώρες προετοιμάζουν την άμυνά τους στις δεκαετίες που έρχονται. Αυτό τόνισε, μεταξύ άλλων, ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Ιωάννης Κεφαλογιάννης μιλώντας σήμερα στο «9ο Οικονομικό Φόρουμ Δελφών» σε πάνελ με θέμα: «The Future of Warfare, Aerospace and Defense exploring emerging technologies, geopolitical shifts and their impact on the Defense Industry», το οποίο συντόνισε ο δημοσιογράφος Σταύρος Ιωαννίδης.
Ο κ. Κεφαλογιάννης επισήμανε ότι «πήραμε τέσσερα μαθήματα από τη σύγκρουση στην Ουκρανία» και πρόσθεσε: «Πρώτον, πώς επενδύουμε στην αμυντική βιομηχανία και τις διεθνείς συνεργασίες για να έχουμε πρόσβαση σε υλικό πολέμου. Δεύτερον, πρέπει να αναθεωρήσουμε τον τρόπο εκπαίδευσης των Ενόπλων Δυνάμεων. Τρίτον, οφείλουμε να σκεφτούμε τον τρόπο μετεξέλιξης του στρατού των πολιτών και τις υποδομές για ενδεχόμενο πολέμου. Και τέταρτον, να αναθεωρήσουμε τον τρόπο επιλογής οπλικών συστημάτων».
Για την ελληνική αμυντική βιομηχανία, επισήμανε ότι απαιτείται εγχώρια παραγωγή τόσο αναφορικά με τη συντήρηση όσο και σχετικά με τον εκσυγχρονισμό οπλικών συστημάτων. Στάθηκε ιδιαίτερα στην ενεργό εμπλοκή εταιριών του ιδιωτικού τομέα στην άμυνα με συγκριτικά πλεονεκτήματα την καινοτομία ενώ ανέφερε ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν «πάνω από εκατό ελληνικές εταιρείες που εμπλέκονται στην αμυντική βιομηχανία, με πάνω από 20 χιλιάδες εργαζόμενους». Εξήγησε, δε, ότι η Ελλάδα διαθέτει το ανθρώπινο δυναμικό για να σχεδιάσει «έξυπνα» και υψηλής προστιθέμενης αξίας αμυντικά προϊόντα.
Καταλήγοντας, ο κ. Κεφαλογιάννης τόνισε ότι το υπουργείο Εθνικής ‘Αμυνας προχωρά στην αξιολόγηση των αναγκών των Ενόπλων Δυνάμεων για τα επόμενα δώδεκα χρόνια και συμπλήρωσε: «Θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Οι πολιτικοί δεν είμαστε ειδικοί. Πρέπει να ακούσουμε τους στρατιωτικούς».
Αναφερόμενος στις προτεραιότητες για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ανέφερε ότι «πρέπει, πρώτον, να υπάρχει ομοιογένεια – όσο το δυνατόν – στα οπλικά συστήματα που επιλέγουμε και χρησιμοποιούμε. Δεύτερον, να υπάρχει η διαθεσιμότητα και η συντήρηση των οπλικών συστημάτων. Τρίτον, να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός των οπλικών συστημάτων και τέταρτον το πρόγραμμα μας πρέπει να παράγει εγχώρια οπλικά συστήματα με συνέργειες και βέλτιστη αξιοποίηση ευρωπαϊκών κεφαλαίων».
Από την πλευρά του, ο Alexander Escorcia, Director, Euro – Atlantic Security, αναφέρθηκε στα «πολύτιμα μαθήματα από την Ουκρανία», τα οποία όπως είπε δεν έχουμε την πολυτέλεια «να αγνοήσουμε». «Πρέπει», συνέχισε, «να αυξήσουμε την αμυντική μας ετοιμότητα» καθώς εγκυμονούν κίνδυνοι από τον αναθεωρητισμό που παρατηρείται διεθνώς.
Για την «οικονομία του πολέμου» σχολίασε ότι πρέπει να αναπτυχθεί στην Ευρώπη ώστε «να παράγουμε γρήγορα ότι χρειάζονται οι Ένοπλες Δυνάμεις μας, χωρίς να στηριζόμαστε πάντα στους φίλους μας από την άλλη άκρη του Ατλαντικού». Εξάλλου, είπε, ο προϋπολογισμός για την άμυνα διπλασιάζεται με στόχο να φτάσει τα 413 δισ. ευρώ έως το 2030. «Έχουμε πειστεί» ανέφερε ότι πρέπει αυτά τα κεφάλαια να αξιοποιηθούν με συνέργειες και συνεργασίες «για να ξεφύγουμε από τα λόγια».
Για την επιχείρηση «Ασπίδες» στην Ερυθρά Θάλασσα, υπογράμμισε ότι αποτελεί απτό παράδειγμα για τη σύσφιξη των πολιτικών Ασφάλειας και Άμυνας αλλά πρόσθεσε ότι «πρέπει να συνεχιστεί η δουλειά».
Ο αποδεκατισμός ρωσικών πλοίων από USV, η κρίση των Ιμίων και η ΥΔΡΑ στην Ερυθρά
Ο Randy Howard, αντιπρόεδρος Global Pursuits στη Lockheed Martin, εξέφρασε την πεποίθησή του ότι «το μέλλον της αεροπορικής κυριαρχίας» περιλαμβάνει τεχνολογίες Stealth και συστήματα που φέρουν τα αεροπλάνα F-35. Αναφέρθηκε στην αξία της ταχύτητας μετάδοσης δεδομένων στους σύγχρονους πολέμους, τη διαλειτουργικότητα και «την επικοινωνία σε πραγματικό χρόνο» μονάδων του Στρατού Ξηράς, του Πολεμικού Ναυτικού και της Αεροπορίας.
Ειδικότερα, για το πρόγραμμα αεροπλάνων F-35, στο οποίο εντάχθηκε και η Ελλάδα, είπε ότι είναι «ένα περίπλοκο πρόγραμμα με τρεις διαφορετικούς τύπους αεροσκαφών» στο οποίο «συμμετέχουν αρκετές χώρες».
«Η παραγωγή», πρόσθεσε, «προχωρά στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Φινλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο» και ως εκ τούτου, χαρακτήρισε εν μέρει το πρόγραμμα των F-35, «ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα». «Η μεγαλύτερη ευθύνη που έχει ως εταιρεία η Lockheed Martin την επόμενη δεκαετία», εξήγησε, «είναι να δημιουργήσει τις συνθήκες αποτροπής που δεν θα επιτρέψουν το ξέσπασμα ενός πολέμου».
Ο Νικόλαος Παπάτσας, πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Εταιρειών Αεροδιαστημικής, Ασφάλειας και ‘Αμυνας (ΕΕΛΕΑΑ), στην τοποθέτησή του, στάθηκε στο γεγονός ότι «ιστορικά, η γειτονιά μας» γεννά συγκρούσεις και διαπίστωσε ότι, πλέον, «βλέπουμε ότι το ΝΑΤΟ δεν είναι πάντα εδώ για να μας προστατεύσει».
«Η Ευρώπη», είπε, «ξύπνησε μετά από τριάντα χρόνια όπου οι επενδύσεις στην Άμυνα είχαν υποχωρήσει», γεγονός που «έχει δημιουργηθεί ένα σημαντικό κενό». «Πρέπει», συνέχισε, «να πάρουμε ένα νέο δρόμο. Έχουμε χάσει χρόνο».
Ο κ. Παπάτσας υπογράμμισε ότι απαιτείται «διαλειτουργικότητα, κοινή εκπαίδευση και συντήρηση οπλικών συστημάτων καθώς και κοινές αποφάσεις στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης». «Αυτές», είπε, «είναι οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν για να προχωρήσουμε». Σχολιάζοντας τις νέες πολιτικές της Ε.Ε. εκτίμησε ότι η γεωπολιτική αλλαγή ανέδειξε προβλήματα που υπήρχαν στην Ευρώπη για πολύ καιρό αναφορικά με την Άμυνα. «Πρέπει να έχουμε περισσότερη ενότητα σε ζητήματα Άμυνας» υπογράμμισε και πρόσθεσε: «Η Ε.Ε. θα χρηματοδοτήσει άμεσα κοινά προγράμματα, συνέργειες και δράσεις με 1,5 δισ. ευρώ για την κοινή Άμυνα».
Σε πάνελ με θέμα: «The future of Transatlantic Defense cooperation assessing opportunities and challenges for deepening US – EU collaboration in the coming years» με συντονιστή τον δημοσιογράφο Βασίλη Νέδο:Φόρ
Ο Jonathan Hoyle, vice president & chief executive, Europe Lockheed Martin, στην τοποθέτησή του στάθηκε στην ανάγκη συνεργασίας «ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της Άμυνας» ενώ αναφέρθηκε σε τρεις σημαντικές προκλήσεις, δηλαδή, στα γεγονότα στην Ουκρανία, στην επίδραση του κορονοϊού αλλά και στις αλλαγές που φέρνουν στις πολιτικές Άμυνας οι χρήσεις εμπορικών τεχνολογιών. «Ο ρυθμός αλλαγών στην τεχνολογία στον εμπορικό τομέα είναι ραγδαίος. Εταιρείες όπως η Microsoft και η Google, ξοδεύουν δέκα φορές περισσότερα χρήματα σε έρευνα και ανάπτυξη από τις εταιρείες του αμυντικού κλάδου. Είδαμε μαζική υιοθέτηση τεχνολογιών εμπορικής βιομηχανίας στον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο αμυντικός κλάδος δεν μπορεί ποτέ να ανταγωνιστεί αυτές τις επενδύσεις. Είναι πρόκληση το πως αγκαλιάζουμε αυτές τις εταιρείες που λειτουργούν σε διαφορετική ταχύτητα, πιο ευέλικτα και μπορούν να υιοθετούν τεχνολογίες πιο γρήγορα».
Ο κορονοϊός, είπε, ανέδειξε ότι σε επίπεδο αλυσίδων τροφοδοσίας «είμαστε πολύ ευάλωτοι». «Υπήρξαν», πρόσθεσε, «αναταράξεις που κατά το παρελθόν δεν μπορούσαμε καν να διανοηθούμε». «Πρέπει να σκεφτούμε την αντοχή των εφοδιαστικών μας αλυσίδων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρούμε περισσότερους προμηθευτές» σχολίασε. Για την Ουκρανία, υπογράμμισε ότι «ένα μάθημα που πρέπει να πάρουμε είναι ότι το μέγεθος μετράει ακόμη». Εδώ και τριάντα χρόνια, συνέχισε, «λειτουργήσαμε με μικρούς κύκλους παραγωγής γιατί δεν θεωρούσαμε ότι απαιτείται μέγεθος παραγωγής». «Η αδυναμία μας να επιταχύνουμε την παραγωγή εξέπληξε πολλούς υπουργούς με τους οποίους συζητώ» συμπλήρωσε.
«Είναι αναγκαιότητα να συνεργαστούμε για την ενίσχυση της εφοδιαστικής μας αλυσίδας. Αυτές τις προκλήσεις πρέπει να τις λύσουμε μαζί. Δεν μπορούμε να τις λύσουμε μόνοι μας» κατέληξε.
Από την πλευρά του, ο πρέσβης Philip Kosnett (nonresident Sen. Fellow, Transatlantic Defense & Security Program, CEPA, USA) αναφέρθηκε εκτενώς στο γεγονός ότι οι σχέσεις Ε.Ε. και ΗΠΑ θα μπορούσαν να μεταβληθούν ανάλογα με τις εξέλιξη των προεδρικών εκλογών στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Εξέφρασε την πεποίθηση ότι δεν αρκεί για την Ασφάλεια στην Ευρώπη τα κράτη να επενδύσουν απλώς σε οπλικά συστήματα. «Απαιτείται», είπε, «να εκπαιδεύσεις ένα Στρατό ικανό να πολεμήσει». «Η Ευρώπη», συνέχισε, «πρέπει να δράσει και να δράσει γρήγορα». Χαρακτήρισε κρίσιμη την πολιτική βούληση αλλά και τη θέληση των πολιτών να συμμετέχουν ενεργά προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν παρέλειψε να αναφερθεί στη «ρωσική απειλή για την Ευρώπη», ενώ επισήμανε ότι ο Δυτικός κόσμος «έχει τεράστιες δυνατότητες για αποτροπή, αρκεί να τις χρησιμοποιήσει». Όπως είπε, οι δυτικές χώρες έχουν «τεχνολογικό αβαντάζ» ενώ για το ΝΑΤΟ υπογράμμισε ότι «υπήρξε (ως οργανισμός) επιτυχημένο για δεκαετίες και θα συνεχίσει να είναι επιτυχημένο».
Ο Serban Lungu, director, Defence Integrated Planning Directorate, στο υπουργείο ‘Αμυνας της Ρουμανίας, μιλώντας για τη χώρα του είπε ότι η πολιτική ‘Αμυνας στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: Το ΝΑΤΟ, το γεγονός ότι είναι μέλος της Ε.Ε. αλλά και στη στρατηγική συνεργασία με τις ΗΠΑ. Αναφέρθηκε στη σημαντική γεωστρατηγική θέση της Ρουμανίας, το ρόλο της στη Μαύρη Θάλασσα ενώ για τη ρωσική απειλή και τις υβριδικές επιθέσεις σε υποδομές και τις κυβερνοεπιθέσεις υπογράμμισε ότι «η Ρουμανία έχει στρατηγική για την καταπολέμησή τους από το 2020 και προσπαθεί διαρκώς να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις υβριδικών μορφών πολέμου».
Για τη σημασία της Αλεξανδρούπολης και το διάδρομο προς την Ουκρανία καθώς και τη συνοχή του ΝΑΤΟ στην περιοχή, σχολίασε ότι «είναι πολιτική μας ότι κάνουμε ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να υποστηρίξουμε την Ουκρανία ανθρωπιστικά και από πλευράς στρατιωτικού οπλισμού».
Με ανακοίνωση Τύπου του ΥΠΕΘΑ, παρουσιάσθηκαν τα κυριότερα σημεία των όσων είπε ο ΥΦΕΘΑ Ιωάννης Κεφαλλογιάννης:
Για τα διδάγματα που αντλήθηκαν από τις συγκρούσεις στην Ουκρανία, τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή και πώς αυτά ενσωματώνονται στο δόγμα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Οι σύγχρονοι πόλεμοι και ιδιαίτερα ο πόλεμος στην Ουκρανία, θα μεταμορφώσουν τον τρόπο με τον οποίο τα έθνη-κράτη προετοιμάζονται για ένοπλες συγκρούσεις στις επόμενες δεκαετίες. Τέσσερα είναι τα κύρια διδάγματα που επιβάλλεται να αντληθούν.
Πρώτον, ως χώρα για το πώς να επενδύουμε καλύτερα στην αμυντική βιομηχανική βάση και τις διεθνείς συμμαχίες, προκειμένου να εξασφαλιστεί άφθονη πρόσβαση σε αμυντικό υλικό.
Δεύτερον, επιβάλλεται η επανεξέταση του τρόπου που οι Ένοπλες Δυνάμεις παράγουν και διαδίδουν δεδομένα σχετικά με το πεδίο της μάχης στις μονάδες τους.
Τρίτον, η επανεξέταση της εκπαίδευσης των στρατιωτών για μάχη και η προετοιμασία των πολιτών και των αστικών υποδομών για πόλεμο.
Τέλος, η αναθεώρηση των προτεραιοτήτων και ο τρόπος επιλογής των οπλικών συστήματων που αναπτύσσουμε ή αποκτούμε, δεδομένου ότι οι πόροι είναι πάντα περιορισμένοι. Αναφέροντας μερικά παραδείγματα, οι δορυφόροι Starlink, τα drones και τα smartphones έχουν ενισχύσει σημαντικά τις ουκρανικές μονάδες πεζικού, παρέχοντάς τους άμεσες πληροφορίες κρίσιμες για την καλύτερη επιχειρησιακή τους αποτελεσματικότητα. Στη θάλασσα, τα ρωσικά πολεμικά πλοία αποδείχθηκαν ευάλωτα σε επιθέσεις με πυραύλους, λόγω γήρανσης σχεδίων και συστημάτων. Στον αέρα, εκτεταμένα αμυντικά συστήματα εδάφους-αέρος έχουν περιορίσει τις αεροπορικές δυνάμεις και των δύο πλευρών. Στην ξηρά, η έλλειψη καλά εκπαιδευμένου πεζικού και από τις δύο πλευρές έχει επηρεάσει την επιχειρησιακή τους αποτελεσματικότητα. Με βάση αυτά τα διδάγματα προχωράμε σε προτεραιοποίηση αναγκών και προώθηση μεταρρυθμίσεων σε διάφορους τομείς: από την εκπαίδευση των στρατευμάτων μέχρι τον εξορθολογισμό και τη δημιουργία νέων δομών, όπως αυτή στον τομέα της πληροφορικής, μέχρι τον επαναπροσδιορισμό των αναγκών για οπλικά συστήματα και τον τρόπο προμήθειας και υποστήριξης τους.»
Για την δημιουργία ανταγωνιστικής αμυντικής βιομηχανίας και αν η ελληνική αγορά είναι επαρκής για την επίτευξη οικονομιών κλίμακας
Εξαρτάται από το τι ορίζουμε ως «ανταγωνιστική αμυντική βιομηχανία». Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι αυτό σημαίνει ότι μπορεί κανείς να σχεδιάζει, να κατασκευάζει, να παράγει μαζικά και να εξάγει για παράδειγμα ένα νέο F-35. Ωστόσο, αυτό δεν είναι το κύριο ζήτημα της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας σήμερα. Το ερώτημα είναι, αφενός, πώς θα επιτύχουμε την αύξηση του ποσοστού της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής και τεχνολογίας στην υποστήριξη, συντήρηση και εκσυγχρονισμό υφιστάμενων και μελλοντικών οπλικών συστημάτων και αφετέρου πώς θα ενσωματωθεί αποτελεσματικά το οικοσύστημα των ιδιωτικών ελληνικών επιχειρήσεων που παράγουν τεχνολογία και καινοτομία στις τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων. Δεν μου αρέσει ο μηδενισμός. Έχουμε μια προβληματική κρατική αμυντική βιομηχανία, για την οποία έχει ξεκινήσει ένα σχέδιο εξυγίανσης. Διαθέτουμε όμως και περισσότερες από 100 ελληνικές εταιρείες που σχετίζονται με την αμυντική βιομηχανία που απασχολούν 20.000 εργαζόμενους. Η επόμενη μέρα της αμυντικής βιομηχανίας δεν μπορεί να διαμορφωθεί χωρίς την ενεργό συνεργασία τους. Το Κέντρο Καινοτομίας που ιδρύουμε στοχεύει να ενσωματώσει και να προσανατολίσει αυτό το οικοσύστημα στο να δώσει καινοτόμες λύσεις που θα καλύψουν τις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων τόσο σε επίπεδο παραγωγής, όσο και συντήρησης και υποστήριξης οπλικών συστημάτων. Έχουμε το ανθρώπινο δυναμικό για να σχεδιάσουμε έξυπνα και φθηνά οπλικά συστήματα – από drones μέχρι εφαρμογές ρομποτικής και τεχνητής νοημοσύνης. Και ναι, σε περιπτώσεις σαν αυτές μπορούμε να επιτύχουμε οικονομίες κλίμακας. Μας λείπει -και αυτό προσπαθούμε να διορθώσουμε- το θεσμικό πλαίσιο και η νοοτροπία που θα μας οδηγήσει σε μια λογική συστηματικής παραγωγής αμυντικών προϊόντων στην Ελλάδα.
Για το 12ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας
Μια διαδικασία επαναξιολόγησης και ιεράρχησης των οπλικών συστημάτων που χρειαζόμαστε βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη. Είναι προφανές ότι οι αλλαγές στις οποίες αναφέρθηκα, κυρίως στη δομή των Ενόπλων Δυνάμεων, απαιτούν και αναθεώρηση του εξοπλιστικού προγράμματος της χώρας, ώστε να προσαρμοστεί στα διδάγματα που αντλήθηκαν από τα σύγχρονα πεδία μάχης. Προτεραιότητα αποτελεί η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ομογενοποίηση των τύπων οπλικών συστημάτων που διαθέτει η χώρα μας, είτε αφορούν αεροσκάφη είτε τα drones που χρησιμοποιούμε. Μια δεύτερη προτεραιότητα είναι η διατήρηση και η αύξηση της διαθεσιμότητας των οπλικών συστημάτων. Μια τρίτη προτεραιότητα είναι ο εκσυγχρονισμός των οπλικών συστημάτων, όπως των φρεγατών μας, που βρίσκεται πολύ ψηλά στην ατζέντα μας. Και φυσικά θεμελιώδης άξονας του νέου εξοπλιστικού προγράμματος είναι η ανάπτυξη εγχώριων οπλικών συστημάτων με βάση τις συνέργειες που ανέφερα προηγουμένως με την εγχώρια αμυντική βιομηχανία και την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρονται στο πλαίσιο της κοινής αμυντικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
F-35, LCS, τα χαμένα FMF και το πραγματικό “στρατηγικό βάθος” με ΗΠΑ στους εξοπλισμούς