Δούρειος Ίππος - Podcasts
ΕΛΛΑΔΑΙΣΤΟΡΙΑΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

28η Οκτωβρίου 1940: ο παράγοντας του αριθμητικού ισοζυγίου δυνάμεων

Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Καθώς σήμερα η τουρκική απειλή παραμένει σταθερή και ενισχύεται, κάποια μαθήματα του Ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940-41 και ιδίως στις αρχικές φάσεις της πάλης, πιθανώς να διατηρούν την αξία τους.

Οι εσφαλμένες εκτιμήσεις και η υποτίμηση του αντιπάλου από τους Ιταλούς, δημιούργησαν συνθήκες στρατηγικού αιφνιδιασμού εις βάρος των επιτιθέμενων. Καθώς αυτός ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο οι Ιταλοί επιτέθηκαν στις 28 Οκτωβρίου με ανεπαρκείς δυνάμεις, από την στιγμή που οι Έλληνες κατάφεραν να ελέγξουν την επίθεση και να την συγκρατήσουν, έκτοτε η “πρωτοβουλία” διαμορφώσεως του ισοζυγίου αριθμητικής ισχύος είχε σοβαρή επίδραση στην εξέλιξη του πολέμου.

Στην αρχή του πολέμου, οι ιταλικές δυνάμεις στην Αλβανία αριθμούσαν 140-150.000 άνδρες, εκ των οποίων 87.000 παραταγμένοι σε 7 μεραρχίες και 1 ταξιαρχία στην μεθόριο με την Ελλάδα. Απέναντί τους υπήρχαν 3 ελληνικές μεραρχίες (μία ενισχυμένη) συν 1 σύνταγμα που αριθμούσαν 35.000 άνδρες. Ωστόσο, οι Ιταλοί επιτέθηκαν με την μισή περίπου δύναμη (4 μεραρχίες και 1 ταξιαρχία) στερώντας από την ενέργειά τους το πλεονέκτημα της κατά πολύ μεγαλύτερης ισχύος. Μέχρι τις 13 Νοεμβρίου, καθώς οι Έλληνες προώθησαν ταχέως ενισχύσεις, η ιταλική επίθεση είχε αποκρουστεί. Εκδηλώθηκε έτσι η πρώτη σοβαρή επιχειρησιακή αποτυχία από πλευράς Ιταλών.

Οι Έλληνες, χάρη στις ανώτερες ηθικές δυνάμεις και την αποφασιστική διοίκηση, συγκράτησαν τον εισβολέα. Αυτή ήταν η πρώτη σημαντική νίκη, δηλαδή ότι άντεξαν τον πρώτο κλονισμό και στάθηκαν αναμετρούμενοι αποτελεσματικώς με τον εχθρό.

Από εκεί και πέρα, η ελληνική επιστράτευση εξελίχθηκε υποδειγματικώς, καθώς η επίφοβη Ιταλική Αεροπορία δεν χρησιμοποιήθηκε για να καταστρέψει το σιδηροδρομικό δίκτυο και τους λιμένες ενώ και το Ιταλικό Ναυτικό δεν “εμφανίσθηκε”. Αυτή ήταν η δεύτερη σοβαρή επιχειρησιακή αποτυχία των Ιταλών.

Η ομαλή εκτέλεση της επιστρατεύσεως, ανέτρεψε σύντομα το ισοζύγιο ισχύος υπέρ των ελληνικών όπλων, αφού με 4 νέες μεραρχίες αποκτήθηκε η απαραίτητη ισχύς ώστε ο Ελληνικός Στρατός να περάσει στην αντεπίθεση σχετικώς νωρίς, στις 14 Νοεμβρίου. Οι Ιταλοί απωθήθηκαν πέρα από τα ελληνικά σύνορα βαθιά στην Αλβανία. Έκτοτε, όσες προσπάθειες κι αν κατέβαλαν ώστε να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους, δεν κατέστη εφικτό να αφαιρέσουν την πρωτοβουλία κινήσεων που είχε πλέον η ελληνική πλευρά και να ανατρέψουν το ισοζύγιο δυνάμεων υπέρ τους σε επιχειρησιακώς κρίσιμο χρόνο, ώστε δεν απέκτησαν ποτέ αποφασιστικό πλεονέκτημα ισχύος.

Στις 1 Ιανουαρίου 1941, οι ιταλικές δυνάμεις στην Αλβανία υπερέβαιναν τους 272.000 άνδρες και οι μεραρχίες είχαν ανέλθει σε 20. Δύο μήνες μετά, υπήρχαν περίπου 400.000 άνδρες και 25 μεραρχίες. Μέχρι τότε, οι ελληνικές δυνάμεις στο Βορειοηπειρωτικό μέτωπο, ανήρχοντο σε 300.000 περίπου, με αποτέλεσμα όταν οι Ιταλοί εξαπέλυσαν την “Εαερινή Επίθεση” στις 9 Μαρτίου, να εξακολουθεί να είναι δύσκολη η επίτευξη αποφασιστικού αποτελέσματος ακόμη και στην περίπτωση δημιουργίας κάποιου ρήγματος στην ελληνική αμυντική γραμμή. Παρά την τεράστια ισχύ πυρός που εξαπολύθηκε εναντίον τους, οι Τιτάνες του 731 αντέταξαν εμπνευσμένη άμυνα και η ιταλική επίθεση τερματίσθηκε στις 16 Μαρτίου, αποτυχούσα.

Όταν μετά την αποτυχία αυτή, συνεχίστηκε η ροή ιταλικών ενισχύσεων στην Αλβανία, τον Απρίλιο είχαν συγκεντρωθεί 501.800 Ιταλοί (συν 11.700 Αλβανοί) και 28 μεραρχίες. Όμως το δυναμικό αυτό δεν πρόλαβε να αναλάβει και δεύτερη μεγάλη επίθεση κατά των Ελλήνων, καθώς εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση που άλλαξε άρδην την εξέλιξη του πολέμου.

Όποιοι έχουν ασχοληθεί επιδερμικά με τα γεγονότα, εντυπωσιάζονται από τον τελικό αριθμό στρατευμάτων που έφθασαν να έχουν στην Αλβανία οι Ιταλοί. Παραβλέπουν ότι αυτή η δύναμη δεν παρατασσόταν εξαρχής και αμελούν να συγκρίνουν το πολύ αξιόλογο δυναμικό που είχε αφιερώσει η Ελλάδα για την αντιμετώπισή τους. Δεν δείχνουν να αντιλαμβάνονται την εξέλιξη του ισοζυγίου ισχύος μεταξύ δύο αντιπάλων και σαφώς τους διαφεύγει η θαυμαστή τεράστια στρατιωτική κινητοποίηση της πατρίδος. Αυτό που δεν έχει γίνει αντιληπτό από καθαρά ιστορικής απόψεως, είναι ότι μετά την Γενική Επιστράτευση που κάλυψε 12 Κλάσεις (αν και κάποια στοιχεία συνηγορούν στο ότι επιστρατεύθηκαν τελικώς περισσότερες) το Έλληνικό έθνος παρέταξε στον συγκεκριμένο αγώνα το μεγαλύτερο στρατιωτικό δυναμικό στην ιστορία του!

Σημειώνει ο Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης στο έργο του “Οι εξοπλισμοί της Ελλάδος 1936-1940” (Εκδόσεις Δούρειος Ίππος): “Αν και δεν είναι εξακριβωμένη η αριθμητική δύναμη του ελληνικού Στρατού την εποχή εκείνη, τουλάχιστον είναι γνωστό, ότι τον Ιανουάριο του 1941, ο επιστρατευμένος ελληνικός Στρατός, ήταν δύναμης 550.000 ανδρών (δεν υπολογίζονται οι απώλειες που είχαν σημειωθεί). Συνεπώς η κυβέρνηση Μεταξά, κατάφερε το 1940 να κινητοποιήσει, εξοπλίσει και αναπτύξει, την μεγαλύτερη δύναμη που παρέταξε ποτέ ο ελληνικός Στρατός σε όλη την διάρκεια της ελληνικής ιστορίας“.  

Έχει ιδιαίτερη σημασία πάντως, το αρχικό ισοζύγιο ισχύος τις πρώτες ημέρες της αναμετρήσεως. Οι Ιταλοί δεν είχαν αντιληφθεί την μυστική μερική επιστράτευση των Ελλήνων, που είχε ως αποτέλεσμα εκεί που επέλεξαν να επιτεθούν, να έχουν απέναντί τους την VIII Μεραρχία Πεζικού με 15 αντί 9 τάγματα πεζικού, συν το Απόσπασμα Πίνδου με άλλα 3 τάγματα. Τοιουτοτρόπως, το ελληνικό πεζικό ισοδυναμούσε σε δύναμη δύο μεραρχιών, βελτιώνοντας κατά πολύ τις προϋποθέσεις προβολής αποτελεσματικής άμυνας.

Αφού σταθεροποιήθηκε η κατάσταση, η ταχεία προώθηση ενισχύσεων με την Γενική Επιστράτευση, επέτρεψε την εκτόξευση αντεπιθέσεως, πριν οι Ιταλοί καταφέρουν να πυκνώσουν τις δικές τους γραμμές. Και η αντεπίθεση πέτυχε, για να συνεχίσει από εκεί και πέρα ο Ελληνικός Στρατός μόνο προς τα εμπρός.

Αυτό που πρέπει να διατηρούμε στο μυαλό μας από το Έπος του 1940-41, είναι η καλή αμυντική προπαρασκευή της χώρας και η προηγηθείσα ομαλή λειτουργία του στρατιωτικού μηχανισμού για ικανή περίοδο, ώστε να βελτιωθεί αυτός σε όλα τα επίπεδα. Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-41, απέδειξε ότι τα σχέδια υλοποιήθηκαν κανονικά, απέδωσε ο εξοπλισμός και λειτούργησε η εκπαίδευση ενώ η σφυρηλάτηση του εθνικού φρονήματος πολλαπλασίασε όλα τα προηγούμενα.

Τότε και Τώρα

Σήμερα, τα πιθανά Θέατρα Επιχειρήσεων που θα δοκιμάσουν τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι διαφορετικά, όπως και ο πιθανός εχθρός. Εάν το 1940 υπήρχε τέτοια διαφορά αντιλήψεων οργανώσεως και επιχειρησιακών δογμάτων (Blitzkrieg) ώστε να υπάρχουν μεγάλες διαφορές στην απόδοση αλλά και συνθήκες σοβαρής μειονεξίας για κάποιον εκ των αντιμαχομένων, όπως φάνηκε και στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, σήμερα τα πράγματα είναι πιο τυποποιημένα. Ο εχθρός ανήκει και αυτός στο ΝΑΤΟ, επομένως αναμένεται να είναι οργανωμένος, εξοπλισμένος, εκπαιδευμένος και εθισμένος σε επιχειρησιακές αντιλήψεις, όπως και εμείς. Δεν πρέπει ούτε να υπερτιμάται αλλά ούτε και να υποτιμάται.

Προϋπόθεση, είναι η σταθερή χρηματοδότηση για την ενίσχυση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, ώστε να μην χάνεται η δυναμική και η παρακολούθηση των εξελίξεων. Αν κατάφερε πολλά η πτωχή Ελλάδα μέσα σε μια πενταετία μόνο (1936-1940), σήμερα δεν υπάρχουν δικαιολογίες για καμμία κυβέρνηση.

Ειδικώς στο Αιγαίο, ο γεωγραφικός χώρος παρουσιάζει ιδιαίτερη ιδιομορφία και θέτει σοβαρές προκλήσεις ως προς τον κατά ξηρά αγώνα. Γι’ αυτό, οι αριθμοί, όσον αφορά τα δεδομένα στρατιωτικής ισχύος, διατηρούν την σημασία τους και ιδίως για τον αμυνόμενο, κατά την έναρξη μιας πολεμικής αναμετρήσεως, ώστε να αποτραπούν τετελεσμένα σε ελάχιστο χρόνο. Από πλευράς χερσαίων δυνάμεων, έχει ειδικό βάρος η ύπαρξη ενός κρισίμου αριθμητικού δυναμικού από τον καιρό της ειρήνης. Το αν θα υπάρχει χρόνος για επιστράτευση, αν και επιθυμητό, παραμένει ερώτημα, κι ως εκ τούτου, όπως το 1940 η ταχεία μεταφορά ενισχύσεων απεδείχθη ζωτικής σημασίας, σήμερα έχουν ιδιαίτερη σημασία η επαύξηση της επιχειρησιακής ευκινησίας των στατικών νησιωτικών φρουρών και η ικανότητα ανταποκρίσεως με ισχυρές Δυνάμεις Ταχείας Αντιδράσεως. 

Συνολικώς, λόγω και της διακλαδικής μορφής των επιχειρήσεων, ζητούμενο από την στρατιωτική ηγεσία είναι, όχι μόνο να έχει οργανώσει κι εκπαιδεύσει σε ανώτερο επίπεδο τις δυνάμεις, αλλά να διαπρέψει και στο πεδίο της Επιχειρησιακής Τέχνης. Επιδίωξη πρέπει να είναι ο επιχειρησιακός αιφνιδιασμός του εχθρού, ώστε να αντισταθμιστεί το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και της επιλογής Αντικειμενικού Σκοπού που έχει ως επιτιθέμενος. Εάν υπάρξουν αυτές οι συνθήκες, ο εισβολέας μπορεί να χάσει σε μικρό χρονικό διάστημα την ισορροπία του και να κλονιστεί. Εάν δε, η πολιτική ηγεσία έχει μεριμνήσει ώστε να καλλιεργήσει συνθήκες και να πετύχει στρατηγικό αιφνιδιασμό του επιτιθέμενου, οι προϋποθέσεις ήττας του θα είναι επαυξημένες.

28η Οκτωβρίου 1940: Οι μετεκπαιδεύσεις και μυστικές επιστρατεύσεις εφέδρων

 

 

Tags

Related Articles

Back to top button
Close