Δούρειος Ίππος - Podcasts
ΚΥΠΡΟΣ

Τσετίγκαγια – Πύλα – Άγιος Δομέτιος: Η αρχή του τέλους της νεκρής ζώνης;  

Γράφει ο Δρ. Πέτρος Σαββίδης

Ακόμη και στον πλέον αδαή κρατικό αξιωματούχο δεν πρέπει να υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι στόχος της Άγκυρας και του κατοχικού καθεστώτος το τελευταίο διάστημα, είναι η αμφισβήτηση της ακεραιότητας της νεκρής ζώνης, μέσω ντε φάκτο διεκδικήσεων επί του εδάφους που σταδιακά κλιμακώνονται. Αντί, όμως, η Κυπριακή Κυβέρνηση να διεκδικεί με αποφασιστικότητα και να υπερασπίζεται με αυστηρότητα τα δικαιώματά της χωρίς συμβιβασμούς, εμφανίζεται σήμερα να χειραγωγείται, όχι μόνο από την Τουρκία και το ψευδοκράτος αλλά και την ίδια την UNFICYP.

Ο «αιφνιδιασμός» της Τσετίγκαγια

Όταν στις 18 Οκτωβρίου 2022 άρχιζαν οι εργασίες εντός της νεκρής ζώνης στην περιοχή του Λήδρα Πάλλας, για την κατασκευή του γηπέδου “Taksim – Διχοτόμηση” της τουρκοκυπριακής ομάδας Τσετίγκαγια, η κυβέρνηση, δημόσια τουλάχιστον, εξέφρασε έκπληξη και δυσαρέσκεια γιατί η UNFICYP συμφώνησε να παραχωρηθεί έδαφος της νεκρής ζώνης στις “αρχές” του ψευδοκράτος, χωρίς την έγκριση της Δημοκρατίας. Ο “υπουργός εξωτερικών” Ταχσίν Ερτουγρούλογλου, αναφερόμενος στις μακράς διάρκειας επαφές με τους αξιωματούχους του ΟΗΕ, τόνισε ότι «ο επικεφαλής της αποστολής Κόλιν Στιούαρτ, συνέχισε να βρίσκεται σε επαφή και καλή πίστη μαζί μας και κυρίως με την προεδρία. Στο τέλος επιτεύχθηκε συμφωνία και σήμερα άρχισαν οι εργασίες». Τα τουρκοκυπριακά ΜΜΕ πρόβαλλαν πανηγυρικά ότι οι εργασίες για την κατασκευή του γηπέδου είχαν αναληφθεί από το τουρκικό Υπουργείου Νεολαίας και Αθλητισμού στο πλαίσιο της «συμφωνίας οικονομικής και δημοσιοοικονομικής συνεργασίας» για το 2022.

Από τον χειρισμό του σοβαρού αυτού ζητήματος από την κυβέρνηση του προέδρου Αναστασιάδη προκύπτουν τρία κύρια ερωτήματα: Το πρώτο αφορά την πληροφοριακή προειδοποίηση που είχε η Λευκωσία από την ΚΥΠ, λαμβάνοντας υπόψη τον πολύμηνο προσχεδιασμό της ενέργειας από το ψευδοκράτος, με την εμπλοκή της Τουρκίας και της UNFICYP. Το δεύτερο αφορά τις σχέσεις της κυβέρνησης με την UNFICYP, αφού το ΥΠΕΞ παρουσιάστηκε ότι δεν είχε καμμία ενημέρωση από τον Κόλιν Στιούαρτ, ο οποίος ενήργησε μονομερώς. Το τρίτο ερώτημα αφορά την αντίδραση του ΥΠΕΞ στην παραβίαση της ακεραιότητας της νεκρής ζώνης.

Ο χειρισμός του ζητήματος από την κυβέρνηση υπήρξε σκανδαλώδης και φαίνεται να ενήργησε ως καταλύτης για τις μετέπειτα εξελίξεις. O εκπρόσωπος της UNFICYP Αλίμ Σιντίκ, προσπάθησε να διασκεδάσει την παραβίαση της νεκρής ζώνης και τον ρόλο της Ειρηνευτικής Δύναμης, δηλώνοντας ότι το γήπεδο θα χρησιμοποιείται μόνο για προπονήσεις υπό αυστηρούς κανονισμούς διαχείρισης. Η κυβέρνηση, αντί οξείας αντίδρασης και σοβαρών διαβημάτων στην UNFICYP, υιοθέτησε διάφορες αόριστες ερμηνείες για αξιοποίηση του γηπέδου σε δικοινοτικές εκδηλώσεις και ως μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης με υποτιθέμενα ανταλλάγματα. Η κυβερνητική απραξία αντανακλάται και στη χλωμή αντίδραση του ΥΠΕΞ. Αντί ο Κόλιν Στιούαρτ να κληθεί στο ΥΠΕΞ για αυστηρές συστάσεις από τον υπουργό, τελικά συναντήθηκε μαζί του ανώτερος αξιωματούχος του ΥΠΕΞ σε καφετέρια στην περιοχή του Λήδρα Πάλλας. Παράλληλα αποφεύχθηκε να σταλεί διάβημα διαμαρτυρίας προς τον ΓΓ του ΟΗΕ για παραβίαση των όρων εντολής της UNFICYP και εξουσιοδότηση ενεργειών στη νεκρή ζώνη χωρίς την έγκριση της κυβέρνησης, και αντί αυτού στάλθηκε επιστολή προς την UNFICYP, στις 20 Οκτωβρίου, ζητώντας απλά τον τερματισμό των εργασιών εντός της νεκρής ζώνης. Πέντε μήνες μετά (30 Μαρτίου 2023) –αφού το γήπεδο “Taksim – Διχοτόμηση” εγκαινιάστηκε από τον Τούρκο υπουργό Νεολαίας και Αθλητισμού τον Ιανουάριο 2023– το ΥΠΕΞ ανακοίνωνε ότι «αναμένουμε ότι η UNFICYP θα προχωρήσει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για τον τερματισμό και αναστροφή της συνεχιζόμενης παραβίασης στην περιοχή».

Το φιάσκο της Πύλας

Το ζήτημα της Πύλας προέκυψε από τη μονομερή απαίτηση του ψευδοκράτους για κατασκευή οδικού άξονα εντός της νεκρής ζώνης που να συνδέει το κατεχόμενο χωρίο Άρσος με την Πύλα, υπό το πρόσχημα ανθρωπιστικών λόγων· δηλαδή τη διευκόλυνση της πρόσβασης των Τουρκοκύπριων της Πύλας με το ψευδοκράτος. Η δημοσιοποίηση του θέματος, στις αρχές Ιουνίου 2023, προκάλεσε ανησυχία στην κοινή γνώμη, διότι η κατασκευή ενός τέτοιου έργου θα ανέτρεπε τα στρατιωτικά δεδομένα στην περιοχή, εις βάρος της ασφάλειας της Δημοκρατίας, και θα δημιουργούσε προηγούμενο για μονομερείς απαιτήσεις του ψευδοκράτους σε όλο το μήκος της νεκρής ζώνης. Το θέμα έλαβε σοβαρές διαστάσεις στις 18 Αυγούστου, όταν όχλος Τουρκοκύπριων, υπό τα βλέμματα δεκάδων “αστυνομικών” του ψευδοκράτους, επιτέθηκαν κατά των δυνάμεων της UNFICYP, η οποία προσπάθησε να απωθήσει τα χωματουργικά μηχανήματα του ψευδοκράτους εντός της νεκρής ζώνης, με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό τριών ειρηνευτών και την πρόκληση ζημιών σε οχήματα της Ειρηνευτικής Δύναμης.

Το ΥΠΕΞ, εκμεταλλευόμενο τη βίαιη επίθεση κατά της UNFICYP, διεθνοποίησε το θέμα σε μια προσπάθεια ανατροπής των τουρκοκυπριακών ισχυρισμών ότι το θέμα ήταν ανθρωπιστικό. Αντί όμως η κυβέρνηση να απεμπλακεί από οποιαδήποτε συζήτηση, εμμένοντας κατηγορηματικά ότι, για λόγους ασφάλειας της Δημοκρατίας, δεν τίθεται θέμα διαπραγμάτευσης της ακεραιότητας της νεκρής ζώνης, η Λευκωσία βρέθηκε αυτοεγκλωβισμένη, λόγω της παράφορης επιμονής του προέδρου Χριστοδουλίδη για επανέναρξη των συνομιλιών (διορισμό απεσταλμένου του γ.γ. του ΟΗΕ, εμπλοκή της ΕΕ κ.ο.κ.). Αυτό υπήρξε και το πρώτο κρίσιμο λάθος της κυβέρνησης, διότι η συμμετοχή της σε ταυτόχρονες διαπραγματεύσεις του Κόλιν Στιούαρτ με τις δύο πλευρές, που άρχισαν στις 28 Αυγούστου, προσέδιδε δικαιώματα στο ψευδοκράτος και προσέφερε, για πρώτη φορά μετά το 1974, την ευκαιρία αναγνώρισης του ψευδοκράτους ως ισότιμου μέρους έναντι της UNFICYP σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση για τη νεκρή ζώνη.

H αναφορά του κυβερνητικού εκπροσώπου σε «κρίση που έγινε ευκαιρία» και η εξήγηση που έδωσε ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης για την ανάληψη της «πρωτοβουλίας συναντήληψης» εκ μέρους της κυβέρνησης –διότι «υπάρχει μια συνειδητή προσπάθεια από πλευράς τουρκικών κατοχικών δυνάμεων να αμφισβητήσουν το καθεστώς της νεκρής ζώνης»– καταδεικνύουν ότι η Λευκωσία αντιλήφθηκε, εσφαλμένα, την τουρκοκυπριακή απαίτηση ως “κρίση”. Η αντίληψη της “κρίσης” δεν προέκυψε από πραγματικές απειλές αλλά από τον αυτοεγκλωβισμό του προέδρου στο πιεστικό αφήγημα που υιοθέτησε ο ίδιος για επανέναρξη των συνομιλιών, που τελικά οδήγησε τη Δημοκρατία στην παγίδα συνδιαχείρισης της νεκρής ζώνης με το ψευδοκράτος υπό τις ευλογίες της UNFICYP.

Ο Στιούαρτ, φιλοδοξώντας να εμφανιστεί ως επιδέξιος διαπραγματευτής, προσπάθησε να ικανοποιήσει και τις δυο πλευρές, οι οποίες αργότερα αντιλήφθηκαν ότι η συμφωνία “συναντίληψης” που ανακοίνωσε στις 9 Οκτωβρίου είχε δυο διαφορετικές ερμηνείες. Η τουρκοκυπριακή πλευρά θεωρούσε ότι θα συνέχιζε απρόσκοπτα την κατασκευή του δρόμου Άρσους – Πύλας και μετά θα συζητούσε, ως εμπλεκόμενο πλέον μέρος, οποιαδήποτε ανάπτυξη εντός της νεκρής ζώνης σε ολόκληρο το μήκος της. Αυτό αποτέλεσε το δεύτερο κρίσιμο λάθος της κυβέρνησης, αφού οποιαδήποτε ανάπτυξη εντός της νεκρής ζώνης θα προϋπέθετε πλέον την σύμφωνη γνώμη του ψευδοκράτους, εξουδετερώνοντας το επιχείρημα ότι η νεκρή ζώνη αποτελεί έδαφος της Δημοκρατίας.

Η κυβέρνηση, επιχειρώντας να δικαιολογήσει το αφήγημα της περιβόητης “συναντίληψης” μεταξύ των δύο πλευρών –αργότερα έγινε «συναντίληψη με την UNFICYP»– αποδέχτηκε την κατασκευή του δρόμου Άρσους – Πύλας προτείνοντας ως αντάλλαγμα, την κατασκευή οδικού άξονα που θα συνέδεε την Πύλα με τους Τρούλλους εντός της νεκρής ζώνης. Επιπλέον, ζήτησε τη δημιουργία σημείου ελέγχου από την UNFICYP για την εφαρμογή του Κανονισμού της Πράσινης Γραμμής, όπως επίσης τον διαχωρισμό οικοπέδων και την δημιουργία φωτοβολταϊκού πάρκου στο πλατό βορείως της Πύλας.

Οι εργασίες των δυο πλευρών ξεκίνησαν ταυτόχρονα στις 23 Οκτωβρίου, αλλά λίγες ημέρες μετά το ψευδοκράτους, υιοθετώντας διάφορες προφάσεις, αντέδρασε έντονα στις εργασίες διαχωρισμού οικοπέδων από την Επαρχιακή Διοίκησης Λάρνακας. Το ζήτημα κορυφώθηκε στις 6 Νοεμβρίου όταν, μετά από πιέσεις του ψευδοκράτους προς την UNFICYP, οι εργασίες διακόπηκαν. Η «μικρή παύση» που ζήτησαν τα Ηνωμένα Έθνη από τη Δημοκρατία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ενώ ο παράλληλος τερματισμός των εργασιών από το ψευδοκράτος καταρρίπτει το κυβερνητικό αφήγημα περί “κρίσης”. Η δημόσια παραδοχή ότι δεν είναι γνωστό το περιεχόμενο της συμφωνίας συναντήληψης του ψευδοκράτους με την UNFICYP, προκάλεσε, δικαίως, αναταράξεις στον δημόσιο διάλογο, αφού δημιουργήθηκαν αμφιβολίες για τη σοβαρότητα της κυβέρνησης και τον ρόλο της ΚΥΠ στην ασφάλεια της Δημοκρατίας.

Η πρόκληση του Αγίου Δομετίου

Η επίμαχη οικία εγκαταλείφθηκε το 1974 και έκτοτε παραμένει εντός της νεκρής ζώνης. Η οικοδομή βρίσκεται δυτικά του ρέματος Κλίμου και απέχει 300 μέτρα από το φυλάκιο των κατοχικών δυνάμεων σε παρακείμενο ύψωμα, και, αντίστοιχα, 140 μέτρα από το Φυλάκιο 303 της ΕΦ που βρίσκεται στην περιοχή από το 1974. Ο τερματισμός της μόνιμης επάνδρωσης του φυλακίου την προηγούμενη δεκαετία, μαζί με πολλά άλλα, προήλθε λόγω της λειψανδρίας που μαστίζει τη ΕΦ την τελευταία εικοσαετία. Κύριες αιτίες του προβλήματος, είναι αφενός η δραματική μείωση στην απόδοση των ετήσιων ΕΣΣΟ και η βεβιασμένη μείωση της στρατιωτικής θητείας σε 14 μήνες το 2016, και αφετέρου τα σοβαρά προβλήματα επαγγελματικής αβεβαιότητας που μαστίζουν τον θεσμό των ΣΥΟΠ εξαιτίας της διαχρονικής απουσίας σοβαρού ενδιαφέροντος από την κυπριακή πολιτεία.

Τους τελευταίους μήνες η ΕΦ είχε παρατηρήσει αυξημένη στρατιωτική κινητικότητα των κατοχικών δυνάμεων εντός της νεκρής ζώνης στην συγκεκριμένη τοποθεσία, και είναι χαρακτηριστικό το ρεπορτάζ του ΑΝΤ1, στις 16 Οκτωβρίου, που ανέφερε ότι «οι Τούρκοι συστηματοποιούν σταδιακά την παρουσία τους» στη συγκεκριμένη οικοδομή. Το επεισόδιο προκλήθηκε στις 27 Νοεμβρίου, όταν δεκάδες Τούρκοι στρατιώτες εισήλθαν απροειδοποίητα στην νεκρή ζώνη και παρέμειναν αρκετές ώρες μέχρι να ολοκληρωθεί η εγκατάσταση μεταλλικού ιστού και κάμερας παρακολούθησης στην εγκαταλελειμμένη οικία. Το συμβάν, που εξελίχθηκε σε απόσταση 80 μέτρων από τις πλησιέστερες οικίες στην περιοχή, προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση και φόβο στους κατοίκους της περιοχής οι οποίοι ένιωσαν απροστάτευτοι.

Ο χειρισμός της κατάστασης από την κυβέρνηση, μετά και το φιάσκο της Πύλας, ήταν επικεντρωμένος στην επικοινωνιακή διαχείριση της κοινής γνώμης παρά στην αυστηρή διαχείριση της παραβίασης στην νεκρή ζώνη διαμέσου της UNFICYP. Μια κυβέρνηση, η οποία βιώνει παρατεταμένη αμφισβήτηση στο εσωτερικό, όταν επικαλείται «24ώρη διορία» και δηλώνει δημόσια για «εμφανή και αθέατα μέτρα» που θα λάβει, τότε γίνεται αντιληπτό ότι προσπαθεί απελπισμένα να ανακτήσει επικοινωνιακά την χαμένη της αξιοπιστία σε ζητήματα ουσίας. Η δε δήλωση του αναπληρωτή κυβερνητικού εκπροσώπου, για υποτιθέμενη δυνατότητα παρεμβολής στη λειτουργία της κάμερας των κατοχικών δυνάμεων, είναι επιπόλαια αφού είναι γνωστό ότι οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις διαθέτουν πολύ σοβαρές δυνατότητες ηλεκτρονικού πολέμου που η Δημοκρατία δεν μπορεί να διαχειριστεί.

Καταληκτικά σχόλια

  • Η συνεχής επικοινωνιακή ενασχόληση της κυβέρνησης με τη δημόσια εικόνα της, αναδεικνύει αδυναμία χειρισμού κρίσιμων ζητημάτων.
  • Η φορτική επίμονη του προέδρου Χριστοδουλίδη για επανέναρξη των συνομιλιών, χωρίς προηγούμενη εξαντλητική ανάλυση όλων των στρατηγικών δεδομένων, εγκυμονεί κινδύνους αφού αυτοεγκλωβίζει τη Δημοκρατία σε δυνητικές παγίδες της Άγκυρας και του ψευδοκράτους.
  • Η Δημοκρατία, ως κράτος μέλος της ΕΕ και του ΟΗΕ, διαθέτει ισχυρό λόγο για την ακεραιότητα της επικράτειάς της και την ασφάλειά της, και αποτελεί σοβαρό σφάλμα η υιοθέτηση τακτικισμών εξαιτίας της διαχρονικής απουσίας σοβαρής και συγκροτημένης Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας.
  • Η κυβέρνηση δεν έχει λάβει λαϊκή εξουσιοδότηση να διαπραγματεύεται την ακεραιότητα της νεκρής ζώνης με την κατοχική δύναμη.
  • Η εικόνα που προβάλλει η κυβέρνηση δεν είναι πειστική και φαίνεται ότι δεν τυγχάνει σεβασμού από την UNFICYP.

*Επίτιμος επιστημονικός ερευνητής στο Κέντρο Μελετών Ασφάλειας και Πληροφοριών του Πανεπιστημίου Buckingham στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ψευδής είδηση η δήθεν ματαίωση συμφωνίας Κύπρου – Ισραήλ για άρματα Merkava

Tags

Related Articles

Back to top button
Close