Που έχει “κολλήσει” η διαπραγμάτευση για τις SPICE και την αναβάθμιση Apache
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Δεν είναι μόνο το πρόγραμμα προμήθειας των Αντιαρματικών Πυραυλικών Συστημάτων Πολλαπλών Ρόλων Μεγάλου Βεληνεκούς Spike NLOS, από το Ισραήλ, που ενώ έχει δρομολογηθεί, “κόλλησε” στην διαδικασία των διαπραγματεύσεων γι’ αυτό και καθυστέρησε. Αντίστοιχη κατάσταση αντιμετωπίζεται και στο πρόγραμμα “Προμήθεια Συστημάτων Καθοδήγησης SPICE 1000 2000 για χρήση από τα Α/Φ F-16 της ΠΑ”, που έχει εγκριθεί από την Βουλή στις 14 Οκτωβρίου 2021.
Τί έχει προκύψει, και 12 μήνες μετά, πού βρίσκεται η υπόθεση;
Με απλά λόγια, στην συγκεκριμένη περίπτωση οι διαπραγματεύσεις έχουν “κολλήσει” στο ζήτημα της πιστοποιήσεως εγκαταστάσεως του συστήματος από πλευράς αξιοπλοϊμότητας. Η περίπτωση αφορά όπλα που φέρονται σε αεροσκάφη και ως εκ τούτου, άπτεται της ασφαλείας πτήσεων.
Θέση της ισραηλινής πλευράς είναι ότι τα συγκεκριμένα συστήματα τα έχει εγκαταστήσει και πιστοποιήσει σε αεροσκάφη (F-16) διαφορετικής διαμορφώσεως από αυτά της Πολεμικής Αεροπορίας, επομένως δεν προτίθεται να αναλάβει κάτι τέτοιο. Προτείνει να παραδώσει τα συστήματα και η ελληνική πλευρά να αναλάβει την πιστοποίηση, με όλη φυσικά την υποστήριξη της ισραηλινής πλευράς, η οποία είναι φυσιολογικό να επιθυμεί αποφυγή κόστους, τεχνολογικού ρίσκου και εν γένει καθυστερήσεις υλοποιήσεως. Γενικώς, οι Ισραηλινοί τηρούν αρνητική στάση στην αποδοχή ολοκληρώσεως εκ μέρους τους των απαιτούμενων προβλεπόμενων διαδικασιών, ώστε να αιτηθούν στην συνέχεια την εν λόγω πιστοποίηση, για παρέμβαση η οποία ενέχει ζητήματα ασφαλείας πτήσεων.
Η ελληνική πλευρά ζητεί κάλυψη συγκεκριμένων προτύπων, βάσει ευρωπαϊκών κανονισμών για θέματα στρατιωτικής αξιοπλοιας, που δεν παρέχονται. Μεταξύ άλλων, η κατασκευάστρια εταιρεία έχει υλοποιήσει την όλη διαδικασία σε συνεργασία με την Ισραηλινή Αεροπορία και δηλώνει πως δεν μπορεί να κοινοποιήσει ευαίσθητης φύσεως δεδομένα σε ξένο πελάτη. Σε ερωτήσεις για την περίπτωση αντιμετωπίσεως τέτοιων ζητημάτων στις εξαγωγής σε άλλες χώρες, οι Ισραηλινοί αναφέρουν αεροπορίες του Τρίτου Κόσμου που δεν εφαρμόζουν διαδικασίες πιστοποιήσεως αξιοπλοϊμότητας αντίστοιχες των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Η τροπή των πραγμάτων δείχνει ότι θα επιδιωχθεί η πιστοποίηση αξιοπλοϊμότητας από την Πολεμική Αεροπορία, βασιζόμενη στο Εργοστάσιο Τηλεπικοινωνιακών και Ηλεκτρονικών Μέσων (ΕΤΗΜ) για να φέρει σε πέρας το έργο. Ερώτημα είναι ποιος θα επωμιστεί το σχετικό κόστος καθώς η ισραηλινή προσφορά δεν συμπεριλαμβάνει τέτοια παράμετρο.
Η περίπτωση της πιστοποιήσεως αξιοπλοϊμότητας, δεν απασχολεί μόνο στην περίπτωση αυτή την Πολεμική Αεροπορία αλλά και τον Ελληνικό Στρατό, ως προς δύο άλλα προγράμματα που έχει αποφασισθεί να ανατεθούν σε ισραηλινές εταιρείες. Το πρώτο αφορά ένα αεροπορικό μέσο, την περιορισμένη αναβάθμιση των επιθετικών ελικοπτέρων AH-64A Apache ως προς το ηλεκτροπτικό τους σύστημα και το δεύτερο την προμήθεια πυραύλων Spike NLOS και την εγκατάσταση του σχετικού οπλικού συστήματος επί των εν λόγω ελικοπτέρων. Απαιτείται και στις δύο περιπτώσεις πιστοποίηση αξιοπλοϊμότητας, δεδομένου ότι επηρεάζεται η αρχική διαμόρφωση του εναερίου μέσου. Εάν όμως στην περίπτωση της Πολεμικής Αεροπορίας υπάρχει το ΕΤΗΜ, που σε πρώτη φάση εκτιμάται ότι μπορεί να φέρει εις πέρας την διαδικασία, ο Ελληνικός Στρατός δεν διαθέτει ανάλογο φορέα ενώ και εδώ τίθεται θέμα αναπροσαρμογής του τελικού συνολικού κόστους και ποιον θα επιβαρύνει.
Στην όλη κατάσταση, εκτιμάται ότι καθοριστικό ρόλο για την έκβαση των διαβουλεύσεων και την λήψη αποφάσεως από τα Γενικά Επιτελεία, έχει η Εθνική Στρατιωτική Αρχή Αξιοπλοΐας (ΕΣΑΑ) η οποία συγκροτήθηκε τον Μάρτιο του 2021 (προεδρικό διάταγμα 85/2020) υπαγομένη απευθείας στον Α/ΓΕΕΘΑ. Στην αποστολή της Αρχής, περιλαμβάνεται ο έλεγχος και η πιστοποίηση της αξιοπλοΐας αεροσκαφών ή άλλων αεροναυτικών συστημάτων, που χρησιμοποιούνται από τις Ένοπλες Δυνάμεις κι επομένως η γνωμοδότηση και συνεισφορά της μπορεί να διαδραματίσει καίριο ρόλο, εφόσον φυσικά οι ενδιαφερόμενες εταιρείες επιδείξουν πνεύμα συνεργασίας.
Χθεσινό δημοσίευμα, αναφερόμενο στην περίπτωση του προγράμματος Spike NLOS για μονάδες Πεζικού, υποστήριζε ότι ξεπεράστηκαν ζητήματα “συντήρησης και αναβάθμισης” του όπλου, με την συμφωνία ότι παραχωρείται στον Ελληνικό Στρατό δυνατότητα συντηρήσεως μέχρι το 3ο Κλιμάκιο ενώ τα 4ο και 5ο Κλιμάκια θα παραμείνουν αρμοδιότητα της κατασκευάστριας εταιρείας. Η πηγή διαρροής, προφανώς παραπλανεί, καθώς η Συντήρηση 1ου ως 3ου Κλιμακίου αφορά απλούς ελέγχους λειτουργίας του όπλου μέχρι το επίπεδο Σχηματισμού ενώ η ελληνική πλευρά έχει ζητήσει παραχώρηση δυνατότητας επισκευών κρισίμων υποσυγκροτημάτων, που εκτελείται στο 4ο και το 5ο Κλιμάκιο, με συλλογές και ειδικά εργαλεία. Όπως σημειώναμε προ ημερών, οι Ισραηλινοί είναι αδιάλλακτοι στην παραχώρηση τέτοιας ικανότητας όπως και στην συμμετοχή ελληνικών εταιρειών στην Εν Συνεχεία Υποστήριξη (FOS) του Spike NLOS. Αυτό σημαίνει πρακτικώς, ότι ο Ελληνικός Στρατός θα είναι πλήρως εξαρτημένος από τον κατασκευαστή και ετησίως θα δαπανά αρκετά εκατομμύρια για επισκευές, καθώς το οπλικό σύστημα περιλαμβάνει πέραν του οχήματος, σύνολο αισθητήρων, κατευθυνόμενα βλήματα και UAV. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση των SPICE, όπου η Πολεμική Αεροπορία θα δαπανά ετησίως ένα μικρότερο αλλά σεβαστό ποσό για FOS και δεν είναι γνωστό εάν έχει τεθεί θέμα εμπλοκής ελληνικών εταιρειών.
Το τελευταίο διάστημα έχει παρατηρηθεί αρθρογραφία τυπικής “πανηγυρικής” ατμόσφαιρας, που παρουσιάζει την εικόνα ότι έχουν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις με τις ισραηλινές εταιρείες και απομένει η υπογραφή συμβάσεων. Ίσως εν όψει της επισκέψεως του Ισραηλινού υπουργού Αμύνης στην Ελλάδα, επιδιώκεται η δημιουργία θετικού κλίματος αλλά στην πραγματικότητα, υπάρχουν σοβαρά ζητήματα ανοικτά και θετικό κλίμα θα πρέπει να δημιουργήσει μάλλον η ισραηλινή πλευρά.
Συνολικώς, στην περίπτωση των Spike NLOS για πλατφόρμες ξηράς, διαπιστώνονται υπερβάσεις κόστους και πλήρης αδιαλλαξία της ισραηλινής πλευράς ως προς την εξασφάλιση ικανότητος επισκευής κρισίμων υποσυγκροτημάτων στην Ελλάδα και εμπλοκής ελληνικών εταιρειών στην FOS ενώ στα προγράμματα που αφορούν αεροπορικές πλατφόρμες και αεροπορικά όπλα, δεν παρέχεται πιστοποίηση αξιοπλοϊμότητας και μάλλον δεν υπάρχει καμμία εμπλοκή ελληνικών εταιρειών. Η ελληνική πλευρά στηρίζεται στο γράμμα και πνεύμα της υφισταμένης συμφωνίας των Υπουργείων Αμύνης των δύο χωρών στον τομέα των αμυντικών προμηθειών και υπηρεσιών, με πρόνοιες για την Ασφάλεια Εφοδιασμού ενώ φυσικά η κάλυψη πιστοποιήσεων είναι αδιαπραγμάτευτη.