Φρεγάτες, αμερικάνικο αποτύπωμα, ρήτρες αμυντικής συνδρομής και διαρκή παρακάλια
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Σε παρέμβασή του στις 6 Μαΐου στο Φόρουμ “EU-US Future” της δεξαμενής σκέψης Αtlantic Council και στη Σύνοδο “Σε Διάλογο/Από τη σκοπιά της Αθήνας”, ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Οι περισσότερες διαφορές μας με την Τουρκία, για παράδειγμα, θα επιλυθούν πολύ εύκολα εάν η ίδια προσυπογράψει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας ή τουλάχιστον εάν αποδεχτεί τη Σύμβαση αυτή ως σημείο αναφοράς για την επίλυση των οριοθετήσεων και για τις θαλάσσιες ζώνες.
Οι δε Ηνωμένες Πολιτείες, που υποστηρίζουν ακριβώς τις ίδιες ιδέες, για παράδειγμα στον Ειρηνικό Ωκεανό σε σχέση με αυτό που ισχυρίζεται η Κίνα έναντι των Φιλιππίνων, θα ήταν ο ιδανικός εταίρος που θα μπορούσε να πείσει την Τουρκία ότι μία τέτοια στάση θα συνέβαλλε σε ένα καλύτερο μέλλον για την Τουρκία, ένα πιο σταθερό μέλλον για την περιοχή μας, καθώς και μια πολύ καλύτερη σχέση ΗΠΑ – Τουρκίας».
Ο Έλληνας υπουργός, ανέδειξε το θεμελιώδες σημείο διαφωνίας της Τουρκίας, ως προς την αντίληψη της Ελλάδος για επίλυση των όποιων διμερών διαφορών. Αυτό όμως δεν είναι κάτι νέο. Ξεκίνησε το 1973 και συμπληρώνει σε λίγο μισό αιώνα “ζωής”. Επί μισό αιώνα, οι δύο χώρες δεν μπορούν “να τα βρουν”, επειδή η Τουρκία βρίσκεται “στον κόσμο της”, τον οποίο προσπαθεί να επιβάλει στον Ελληνισμό.
Υπάρχει κάτι άραγε, που να συνηγορεί στην πρόβλεψη ότι έπειτα από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, η Τουρκία θα αλλάξει άποψη; Όχι μόνο δεν υφίσταται κάποια τέτοια ένδειξη, αλλά όπως πολύ σωστά επεσήμανε στην ίδια παρέμβαση ο επικεφαλής της Ελληνικής Διπλωματίας, «Το πρόβλημα με την τουρκική πλευρά είναι ότι, δυστυχώς, η Τουρκία αργά, αλλά, πρέπει να πω, εμφανώς, αποκλίνει από το παγκόσμιο παράδειγμα που οι Ηνωμένες Πολιτείες προβάλλουν ιδιαιτέρως, και αφορά το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και επίσης τη συμμετοχή σε μία διεθνή τάξη που στηρίζεται σε κανόνες».
Επομένως, η Τουρκία, όχι μόνο συμπληρώνει μισό αιώνα αρνήσεως αποδοχής της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας αλλά και γενικότερα απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από το μοντέλο της Διεθνούς Τάξεως που αποδέχονται όλοι οι άλλοι.
Οι εξοπλισμοί από τον ΑΒΕΡΩΦ μέχρι σήμερα – Συνεχίζοντας να “το ρισκάρουμε”
Όταν ο αντίπαλός σου απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την διάθεση συνδιαλλαγής, πόσο παραγωγικό μπορεί να θεωρηθεί ότι εσύ συνεχίζεις να τον “παρακαλάς” να τα βρείτε; Επί μισό αιώνα γίνεται αυτό και δεν έχει αποδώσει. Και δεν ήμασταν μόνοι. Όλο αυτό το μακρύ διάστημα, οι ΗΠΑ ευρίσκοντο ΠΑΝΤΑ εδώ.
Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, αναφερόμενος στην “θεμελιώδη ερώτηση” που του ετέθη, “τι επιθυμεί περισσότερο η Ελλάδα από τις ΗΠΑ”, είπε: «Η απάντηση είναι ότι θα θέλαμε να έχουμε μεγαλύτερη αμερικανική παρουσία στην περιοχή. Πρόκειται για μια πολύ ταραχώδη περιοχή και πρέπει να πω ότι όταν οι ΗΠΑ αφήνουν ένα κενό, άλλες δυνάμεις, οι οποίες δεν έχουν απαραίτητα την ίδια αντίληψη της παγκόσμιας τάξης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, προσπαθούν να καλύψουν αυτό το κενό. Επομένως, θα επιθυμούσαμε μεγαλύτερη παρουσία των ΗΠΑ, όχι λιγότερη».
Εάν κρίνεται ως θεμελιώδους σημασίας για τα Ελληνοτουρκικά, η αύξηση της χρονολογουμένης από την δεκαετία του 1940 αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή, απλώς και μόνο για να μην “ξεφύγει” η Τουρκία, υπάρχει κάτι που μπορεί να εγγυηθεί ότι και πάλι, αυτή δεν θα συνεχίσει να αρνείται για άλλον μισό αιώνα την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας;
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Ελλάδα σκοπεύει να συνεχίσει να “παρακαλάει” την Τουρκία; Γιατί είναι σαφές ότι η Τουρκία έχει παρεξηγήσει την ανοικτή πόρτα που της έχει αφήσει η Ελλάδα μη ασκώντας το δικαίωμα επεκτάσεως της αιγιαλίτιδος, πιστεύοντας ότι την φοβίζουν οι απειλές. Και καθώς η τουρκική αδηφαγία θέτει διαρκώς νέα ζητήματα και παραμένουμε αδρανείς, η εικόνα που δημιουργείται είναι ότι εξαναγκαστήκαμε κι αυτοπεριοριστήκαμε στον “τουρκικό κόσμο”.
Το τέλμα, ξεπερνιέται με ανάληψη πρωτοβουλίας. Επειδή όλα αυτά τα χρόνια, η Ελλάδα έχει παραχωρήσει την πρωτοβουλία στην Τουρκία, είναι απολύτως εξηγήσιμη η επιδείνωση των διμερών σχέσεων, καθώς ο ανατολίτης απλώς αποθρασσύνεται και η αδηφαγία του θέτει διαρκώς νέα ζητήματα και δημιουργεί νέα δεδομένα.
Οι πρωτοβουλίες της ενεργητικής διπλωματίας από τον Ν. Δένδια, με την συμφωνία οριοθετήσεως της ΑΟΖ με την Ιταλία (9 Ιουνίου 2020), η αντίστοιχη μερικής οριοθετήσεως με την Αίγυπτο (6 Αυγούστου 2020) και το νομοσχέδιο επεκτάσεως της αιγιαλίτιδος ζώνης στο Ιόνιο στα 12 ν.μ. και των Ιονίων Νήσων μέχρι το Ακρωτήριο Ταίναρο της Πελοποννήσου (20 Ιανουαρίου 2021) άλλαξαν τα δεδομένα σημαντικά, αναδεικνύοντας την απομόνωση του “τουρκικού κόσμου”.
Η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι επόμενο βήμα θα είναι η επέκταση της αιγιαλίτιδος ζώνης και νοτίως της Κρήτης.
Μετά; Θα σταματήσουμε και θα αρχίσουμε πάλι να “παρακαλάμε” την Τουρκία για το Αιγαίο; Πιστεύει κανείς σοβαρά ότι και στην μετά Ερντογάν εποχή, η Τουρκία θα αποδεχθεί την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας;
Η συμφωνία με την Αίγυπτο, ήταν ένα πρώτης τάξεως κάλεσμα προς την Τουρκία από την πλευρά της Αθήνας. Η συμβιβαστική διάθεση που επέδειξε η Αθήνα μέσα σε πνεύμα ειλικρινούς συνεργασίας, με αποτέλεσμα η Αίγυπτος να λάβει ένα μέρος της ΑΟΖ που κάλλιστα ανήκε στην Ελλάδα, είναι ένα από τα πιο σαφή μηνύματα για έντιμο διάλογο προς την Τουρκία. Διαπίστωσε κανείς θετική αντίδραση; Απεναντίας, ο Ερντογάν προχώρησε στην κίνηση με την Αμμόχωστο ενώ επεδίωξε να δελεάσει Αίγυπτο και Ισραήλ. Ανεξαρτήτως της απαντήσεως που έλαβε, η ουσία είναι ότι για άλλη μια φορά η Τουρκία έδειξε ότι δεν έχει καμμιά διάθεση ουσιαστικής εποικοδομητικής συνδιαλλαγής με τον Ελληνισμό.
Είτε λοιπόν η Ελλάδα συνεχίζει μεθοδικώς και αποφασιστικώς την ενεργητική εθνική πολιτική, είτε επιστρέφει στην παθητική πολιτική του “παρακαλετού” επ’ αόριστω, με την χώρα να προβάλει περιορισμένη κυριαρχία, ενισχύοντας την εικόνα της Τουρκίας ως περιφερειακή δύναμη. Συνέχιση της ενεργητικής πολιτικής, σημαίνει μεταξύ άλλων, άσκηση και στο Αιγαίο των δικαιωμάτων που απορρέουν από την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Επέκταση στο Αιγαίο της αιγιαλίτιδος ζώνης κι εναρμονισμός με το εύρος του Εθνικού Εναερίου Χώρου. Κανείς δεν μπορεί να “αρνηθεί” σε κράτος – μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ να ασκήσει αυτά τα δικαιώματα.
Η Τουρκία έχει απειλήσει με ένα “ψευτο casus belli”, σε περίπτωση που η Ελλάδα προχωρήσει σε μονομερή ενέργεια. Η Ελλάδα όμως δεν είναι μόνη. Είναι μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και αν η Τουρκία αντιδράσει όπως υποστηρίζει, αναλαμβάνει κάτι πολύ πιο ακριβό σε σχέση με τα διαρκή “γαυγίσματα” που δεν κοστίζουν τίποτα.
Αυτός πρέπει να είναι ο Εθνικός Στόχος διά μιας συνεπούς μακρόπνοης εξοπλιστικής – αναπτυξιακής πολιτικής, ώστε οι Ένοπλες Δυνάμεις να ανέλθουν στο προσδοκόμενο επίπεδο του τεθέντος Εθνικού Στόχου και όχι τα “παρακάλια” για δήθεν συμφωνίες με ρήτρες αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής και άλλα τέτοια ωραία που έγιναν μόδα εξ αφορμής του προγράμματος νέας φρεγάτας για το Πολεμικό Ναυτικό. Επενδύεις στο Στράτευμα για να έχεις αυτοπεποίθηση, κύρος και φυσική ισχύ ενώ η Διπλωματία υπηρετεί με τους δικούς της χειρισμούς και ελιγμούς τον Εθνικό Στόχο. Τοιουτοτρόπως, παράγεις Αποτροπή και αναβαθμίζεις την Αξιοπιστία σου για να πετύχεις την αναβάθμιση της Γεωπολιτικής Θέσεώς σου. Και σε όλο αυτό το Στρατηγικό πλαίσιο, καθιστάς κοινωνούς τους συμμάχους και φίλους, ώστε να γνωρίζουν ξεκάθαρα τις προθέσεις σου, απαιτώντας να σε υποστηρίξουν διπλωματικώς και πολιτικώς έναντι του σταθερού παραγωγού ανωμαλίας στην περιοχή.
Η στρατηγική του διαρκούς “παρακαλετού”, πρώτον προς την Τουρκία να “το δει αλλιώς” και δεύτερον προς τις ΗΠΑ προκειμένου να αυξήσουν το αποτύπωμά τους για να σε “προστατέψουν” καλύτερα, εφαρμόσθηκε πιστά για πέντε δεκαετίες και δεν απέδωσε. Τα δεδομένα θα αλλάξουν, όταν τα αλλάξουμε εμείς.