Από τον Έβρο στην Γιουτλάνδη
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Τα γεγονότα του Έβρου τον περασμένο Μάρτιο, έμειναν στην ιστορία. Αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει τα στελέχη Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας, είναι η αξιολόγηση των γεγονότων ως απόκρουση μιας υβριδικής επιθέσεως. Τα γεγονότα αυτά καθ’ αυτά δεν ήταν παρά επιχειρήσεις σε καθημερινή βάση, με εφαρμογή τακτικών, τεχνικών, τεχνασμάτων, πυρών και κινήσεων – “ελιγμών”.
Ιδιαίτερης μελέτης πρέπει να τύχουν οι κινήσεις – αντιδράσεις του εχθρού, στις αντίστοιχες ενέργειες των ελληνικών δυνάμεων. Ως εχθρό, εννοούμε τις τουρκικές δυνάμεις κι όχι τους οπλοποιημένους λαθρομετανάστες.
Ήταν χαρακτηριστικό ότι τις πρώτες ημέρες, η παρουσία Τούρκων στρατιωτικών ή χωροφυλάκων στην οριογραμμή, ήταν περίπου ανύπαρκτη. Ιδίως στις Καστανιές, οι λαθρομετανάστες είχαν ξαμολυθεί χτυπώντας κατά κύματα τον φράκτη αλλά αποκρούστηκαν ευχερώς. Η επαγγελματική επάρκεια του αστυνομικού προσωπικού και η εμπειρία σε αντίστοιχες επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με την υπάρχουσα “οχύρωση”, δηλαδή τον φράκτη, ήταν αδύνατο να λυγίσουν.
Πως αντέδρασε ο εχθρός; Ας δούμε δυο συγκεκριμένα σημεία.
Οι Τούρκοι δεν άργησαν να δουν ότι οι ελληνικές δυνάμεις όχι μόνο απέκρουαν ευχερώς τους λαθρομετανάστες αλλά επαναπροωθούσαν άμεσα σε τουρκικό έδαφος όσους είχαν καταφέρει να περάσουν για λίγο σε ελληνικό. Η ευχερής απόκρουση, οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην ευρεία χρήση τυπικών χημικών που χρησιμοποιούν οι αστυνομικές δυνάμεις σε τέτοιες περιπτώσεις. Οι Τούρκοι είδαν το “όπλο” τους, να λυγίζει εμπρός στην βροχή δακρυγόνων που έπεφτε στο τουρκικό έδαφος. Η εικόνα ήταν σαφής: οι Έλληνες ήλεγχαν απολύτως την κατάσταση. Όχι μόνο στην γραμμή του φράκτη, όπου συγκεντρώθηκαν και τα περισσότερα φώτα της δημοσιότητος αλλά και μακριά από αυτόν, στα “σκοτεινά” σημεία, όπου οι Έλληνες προέβησαν σε ένα επιπλέον αποφασιστικό βήμα, επιστρέφοντας τους λαθρομετανάστες στην Τουρκία.
Η εικόνα πλήρους ελληνικής υπεροχής και ελέγχου της καταστάσεως, δεν ήταν αρεστή στους Τούρκους. Βασικότερος λόγος είναι ότι οι Τούρκοι δεν θέλουν να εκπέμπουν “αδυναμία”, ότι υστερούν, ότι “την πάτησαν”, ότι δεν έχουν κανέναν έλεγχο. Έπρεπε με κάποιον τρόπο, να ανατραπεί η κατάσταση, να υπάρξει αντεπίθεση.
Η αντεπίθεση εκδηλώθηκε με την εμφανή πλέον παρουσία και εμπλοκή εξειδικευμένων αστυνομικών δυνάμεων επί της συνοριογραμμής. Αστυνομικές δυνάμεις, οι οποίες ανέλαβαν αφενός να ανταποδώσουν τα “πυρά” ώστε να περιορίσουν την δράση των ελληνικών δυνάμεων, αφετέρου να αποκτήσουν ένα πλεονέκτημα που θα έδειχνε υπεροχή.
Για να πετύχουν το πρώτο, οι τουρκικές αστυνομικές δυνάμεις προέβησαν στην εκτόξευση πολλαπλασίου όγκου δακρυγόνων. Πέραν του ότι αυτό δυσκόλεψε το έργο των ελληνικών και ευρωπαϊκών δυνάμεων, σήμανε σε επικοινωνιακό και όχι μόνο επίπεδο ένα ηχηρό «παρών» των Τούρκων, μεταδίδοντας εικόνα ισχύος και υπεροχής.
Για τον δεύτερο σκοπό, ανέπτυξαν στην μεθόριο προσωπικό ειδικών μονάδων της αστυνομίας (Ozel Polis) που άρχισε περιπολίες και εγκαινίασε πλωτές περιπολίες με λέμβους στο μέσον του ρου του ποταμού. Οι πλωτές περιπολίες είχαν εμβληματική – επικοινωνιακή επίδραση, επειδή έδειχναν ότι οι Τούρκοι φθάνουν μέχρι και το μέσον του ποταμού. Πράγματι, από ελληνικής πλευράς, φαίνεται ότι δεν είχε κριθεί σκόπιμο να γίνει κάτι τέτοιο. Αλλά αυτό ακριβώς, ήταν κάτι που άφησε περιθώριο – “χώρο”. Και οι Τούρκοι το εντόπισαν και έσπευσαν να το καλύψουν, αποκτώντας ένα εικονικό “πάνω χέρι” στην επιτήρηση της οριογραμμής, που διέσωσε τα προσχήματα για το γόητρό τους.
Σε όλες τις αναμετρήσεις από το 1974 μέχρι σήμερα, είναι διαπιστωμένο ότι όταν ο Τούρκος βρίσκει ότι ο αντίπαλος του αφήνει “χώρο”, το εκμεταλλεύεται για να ενεργήσει κατά τρόπον που θα του προσφέρει μεγαλύτερο πλεονέκτημα. Ενδιαφέρεται και θέλει να επιβάλει την θέλησή του από κάθε άποψη, μέχρι τέλους. Είναι ανελέητος. Ακόμη και όταν ηττηθεί ή κινδυνεύει με ήττα, αναζητεί διέξοδο που θα προσφέρει μερική ή τοπική “υπεροχή”, την οποία είναι έτοιμος να εκμεταλλευθεί στην πρώτη ένδειξη αδυναμίας του αντιπάλου.
Αυτή η επιδίωξη απόλυτης επιβολής της υπεροχής του, έγινε αισθητή το 1974 στο μεσοδιάστημα της ψευδοεκεχειρίας μεταξύ πρώτου και δευτέρου γύρου επιχειρήσεων. Όταν η ελληνική πλευρά προτίμησε να μείνει με δεμένα τα χέρια. Οι Τούρκοι άδραξαν την ευκαιρία για να επεκτείνουν διαρκώς τις θέσεις τους, όσο η ελληνική ανοχή τους προσέφερε “χώρο”. Όταν συναντούσαν αντίσταση, σταματούσαν.
Αυτό έγινε και στην κρίση των Ιμίων, όταν η εμπλοκή των δύο πλευρών στην διαπραγματευτική διαδικασία που εγκαινίασε η αμερικανική διαμεσολάβηση, δεν θεωρήθηκε δεσμευτική από την Τουρκία ώστε να μην προσφέρει “χώρο” για συνέχιση των στρατιωτικών σχεδιασμών. Όσο η Τσιλέρ “μιλούσε”, το τουρκικό ναυτικό εκτελούσε την επιχείρηση αποβιβάσεως στην αφύλακτη βραχονησίδα. Εάν η επιχείρηση αποτύγχανε, η Τσιλέρ θα μπορούσε να έλθει σε πολιτικό συμβιβασμό έστω και από μειονεκτική θέση, αλλά θα είχε περάσει την άποψή της τουλάχιστον και θα είχε διασώσει τα προσχήματα. Εάν η επιχείρηση πετύχαινε, θα αποδεχόταν μια καλύτερη γι’ αυτήν πολιτική συμφωνία, που θα άφηνε εκτεθειμένη την Ελλάδα. Επιδιώχθηκε σε κάθε περίπτωση η επικράτηση της εικόνος περί τουρκικής τελικής υπεροχής. Η Ελλάδα, αντί να διώξει την εχθρική παρουσία επί ελληνικού εδάφους (όπως θα έκανε η Τουρκία) υπέκυψε και δέχθηκε αμοιβαία αποχώρηση, αφήνοντας έκτοτε στην Τουρκία το δικαίωμα να υποστηρίζει ότι επρόκειτο για δικά της εδάφη.
Όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο το 1974, υπήρχε ένα αυθαίρετο γόητρο για το αξιόμαχο των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Αντί να το θάψουμε στην άμμο της Κηρυνείας, με τα λάθη μας το εκτοξεύσαμε διεθνώς. Έκτοτε, οι Τούρκοι χτυπάνε σε αποτυχημένα κράτη υποδεέστερους ανταρτικούς αντιπάλους, αποκτώντας εμπειρία, γόητρο και διεθνή αναγνώριση ως πολεμική μηχανή. Είναι φυσικό μέσα σε αυτό το καθεστώς των τελευταίων δεκαετιών, ανεξαρτήτως κυβερνητικών επιλογών, οι στρατιωτικοί να έχουν αποκτήσει νοοτροπία υπεροχής και να επιδιώκουν την επιβολή της μέχρι τέλους σε κάθε αναμέτρηση, μικρή ή μεγάλη.
Για την ελληνική κυβέρνηση και το ΓΕΕΘΑ, πρέπει να είναι σαφές ότι σε οποιαδήποτε αποφασιστική αναμέτρηση – επεισόδιο οδηγηθεί η χώρα, η Τουρκία καταλαβαίνει μόνο δύο πράγματα: αποφασιστικότητα και σταθερότητα. Μέχρι τέλους. Με την τουρκική διεκδίκηση να έχει στραφεί στον έλεγχο μεγάλων θαλασσίων εκτάσεων, στην περίπτωση μιας αεροναυτικής αναμετρήσεως στην περιοχή Συμπλέγματος Μεγίστης ή γενικότερα ανατολικώς Κρήτης, δεν πρέπει στο τέλος να αφεθούν περιθώρια – “χώρος” στον εχθρό να προβάλει εικόνα ναυτικής επικρατήσεως ακόμη και αν η ελληνική ναυτική δύναμη έχει υποστεί βαριές απώλειες.
Η στρατιωτική ηγεσία, πρέπει να έχει υπ’ όψιν την Ναυμαχία της Γιουτλάνδης (31 Μαΐου 1916). Σε αυτήν, ο βρετανικός Μέγας Στόλος με 151 πολεμικά, αναμετρήθηκε με τον γερμανικό Στόλο Ανοικτής Θαλάσσης με 99 πολεμικά. Οι Άγγλοι έχασαν 14 πλοία συνολικού τονάζ 113.300 τόννων και είχαν πλέον των 6.000 απώλειες. Από τους Γερμανούς βυθίσθηκαν 11 πολεμικά συνολικού εκτοπίσματος 62.300 τόννων και είχαν απώλειες περίπου 3.000 σε προσωπικό. Οι Βρετανοί υπέστησαν μεγαλύτερες απώλειες. Επειδή όμως οι Γερμανοί εγκατέλειψαν πρώτοι το πεδίο της μάχης, νικητές στην ιστορία έμειναν οι Βρετανοί.