Το “ξεπάγωμα” των RAM για την Τουρκία και οι ευρύτερες διαστάσεις
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Κατά την επίσημη επίσκεψη του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς στην Τουρκία στις 19 Οκτωβρίου, στην συνέντευξη Τύπου έδωσε μία αποκαλυπτική απάντηση σε ερώτηση σχετικώς με το ενδιαφέρον της Άγκυρας για προμήθεια μαχητικών Typhoon. «Είναι κάτι σε πολύ πρώιμο στάδιο και γι’ αυτό είπαμε “ας διαπραγματευτούμε”», επισημαίνοντας όμως ότι η Γερμανία δεν έχει δώσει την οριστική έγκριση για την πώληση.
Επιβεβαιώθηκαν έτσι σχετικά δημοσιεύματα πριν την επίσκεψη στην Κωνσταντινούπολη για την γερμανική πολιτική επί του συγκεκριμένου, όπως είχε σχολιάσει ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ.
Ο Τούρκος πρόεδρος υποβάθμισε το θέμα και τοποθετήθηκε γενικότερα: «Επιθυμούμε να αφήσουμε πίσω ορισμένες δυσκολίες που είχαμε στο παρελθόν στον εφοδιασμό προϊόντων αμυντικής βιομηχανίας και να αναπτύξουμε την συνεργασία μας».
Πολύ μεγαλύτερη σημασία για την Τουρκία, έχει η απρόσκοπτη συνεργασία σε επίπεδο αμυντικής βιομηχανίας με γερμανικές εταιρείες, μέσω της οποίας έχει εξασφαλίσει μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας. Μέσω τέτοιων συμφωνιών συνεργασίας, η Άγκυρα δεν αγοράζει “από το ράφι” ζητώντας απλώς κάποιο στοιχειώδες έργο συναρμολόγησης (όπως πράττει η Ελλάδα) αλλά συνάπτει συμφωνίες έργων συναναπτύξεως και οι βιομηχανίες της αποκτούν τα εφόδια που καθιστούν τις ίδιες και κατ’ επέκταση την χώρα αυτάρκεις, με ελευθερία εξαγωγών.
Ακριβώς με την εξυπηρέτηση αυτής της πολιτικής φαίνεται να συμβαδίζουν ακόμη και οι πρόσφατες εγκρίσεις προμήθειας όπλων και υλικών από το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο Ασφαλείας, στις αρχές Οκτωβρίου. Μεταξύ αυτών αναφέρθηκε η προμήθεια 100, κατ’ άλλες πηγές 101, κατευθυνομένων βλημάτων επιφανείας – αέρος, χωρίς να κατανομάζεται ο τύπος και το κόστος. Όλες οι αναφορές συγκλίνουν στην άποψη ότι πρόκειται για βλήματα RIM-116 RAM.
Όπως έχει γράψει ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ, με βλήματα RIM-116C Block II σκόπευε το τουρκικό ναυτικό να εξοπλίσει τις δύο κορβέτες BURGAZADA (F 513) και KINALIADA (F 514) αλλά η Γερμανία επέβαλε το 2017 απαγόρευση στις εξαγωγές όπλων στην Τουρκία. Η Τουρκία στράφηκε στις ΗΠΑ και στις 10 Μαΐου 2018, στο πλαίσιο Στρατιωτικής Πωλήσεως Αλλοδαπής (FMS) η αμερικανική Raytheon Missile Systems ανέλαβε σύμβαση για το Ναυτικό των ΗΠΑ, την Αίγυπτο, το Κατάρ και την Τουρκία, που αφορούσε απροσδιόριστο αριθμό βλημάτων RIM-116 Block II.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Naval News, στις 16 Αυγούστου η Επιτροπή Εξωτερικών της Βουλής των Κοινοτήτων εξέδωσε έκθεση με πρόσφατες εγκρίσεις πωλήσεως αμυντικού υλικού, μεταξύ των οποίων και μία ύψους 90 εκατ. $ για την Τουρκία. Αυτή αφορούσε 94 Κυκλικά Πακέτα Κατευθυνόμενων Βλημάτων Mk 44 MOD 4 RAM, 3 βλήματα τηλεμετρίας Mk 47 MOD 9 και 1 όχημα δοκιμής εκρήξεως. Η σύμβαση εκτελείται για λογαριασμό της RAM-System GmbH (RAMSYS) δηλαδή την κοινοπραξία μεταξύ της MBDA Deutschland (50%), Diehl Stiftung (25%) και Diehl BGT Defence (25%) για την διαχείριση του προγράμματος και την εμπορική προώθηση του RAM στην Ευρώπη. To κατευθυνόμενο βλήμα RIM-116 RAM αναπτύχθηκε από τις ΗΠΑ (Raytheon) και την τότε Δυτική Γερμανία, εξού και η συμμετοχή της RAMSYS.
Με τα 100 περίπου RIM-116C Block II, συμπληρώνονται και αναβαθμίζονται οι φόρτοι των 4 κορβετών κλάσεως ADA, του τουρκικού ναυτικού.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι την εξέλιξη αυτή, έπρεπε να συμπληρώσει και η έγκριση από πλευράς Βερολίνου, που γνωστοποιήθηκε τον περασμένο Οκτώβριο. Αυτό που ίσως δεν έχει γίνει ευρύτερα αντιληπτό, είναι ότι πιθανότατα πρόκειται για την προαναφερθείσα σύμβαση που είχε ανατεθεί στην Raytheon το 2018, ως προς το μέρος που αφορούσε την Τουρκία. Η σύμβαση αυτή έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2023. Εν τούτοις, τον Αύγουστο του 2020, αμερικανικά δημοσιεύματα υποστήριζαν ότι μετά την επιβολή κυρώσεως CAATSA στην Τουρκία, επί διετία, εκπρόσωποι του Κογκρέσου είχαν “παγώσει” κάθε μείζονα συμφωνία αμυντικού υλικού στην Τουρκία, ζήτημα για το οποίο επικρατούσε σχετική μυστικότητα. Την περίοδο εκείνη, είχε αναφερθεί ως “παγωμένο”, το πρόγραμμα δομικής αναβαθμίσεως μαχητικών F-16 της τουρκικής αεροπορίας αλλά και της αδείας εξαγωγής αμερικανικής προελεύσεως κινητήρων που θα έφεραν επιθετικά ελικόπτερα T-129, τα οποία επιθυμούσε να πωλήσει η Άγκυρα στο Πακιστάν. Φαίνεται ότι μεταξύ των προγραμμάτων που επηρεάστηκαν, μετά και την ελληνοτουρκική κρίση που προκλήθηκε το καλοκαίρι του 2020, ήταν και αυτό των RAM, παρά την προϋπάρχουσα ανάθεση συμβάσεως, για πολιτικούς λόγους κατά τα κριτήρια Ουάσιγκτον και Βερολίνου.
Το 2021 η τουρκική Roketsan είχε παρουσιάσει σε μορφή μακέτας, το ναυτικό σύστημα εγγύς αντιπυραυλικής προστασίας Levent, απολύτως όμοιο με τον εκτοξευτή Mk 144 του RAM. Αυτή ήταν μία πρώτη ένδειξη περί προϋπάρχουσας αμερικανοτουρκικής συμφωνίας βιομηχανικής συνεργασίας με την άδεια πωλήσεως σχεδίων μέρους του Oπλικού Συστήματος Κατευθυνομένου Βλήματος RAM Mk 31, που αξιοποιεί το συγκεκριμένο βλήμα. Μάλιστα για το βλήμα του Levent δίδονται παρεμφερή τεχνικά χαρακτηριστικά με το RIM-116 Block I, όπως διαμέτρου (128 αντί 127 χιλ.), βάρους (75 αντί 73,5 κιλά), πολεμικής κεφαλής (10 αντί 11,3 κιλά) και βεληνεκούς (11 χλμ). Δεδομένου ότι τα βλήματα RIM-116 Block II έχουν μεγαλύτερη διάμετρο (159 χιλ.) βάρος (88 κιλά) και βεληνεκές (περίπου 14 χλμ.) καθίσταται αντιληπτό ότι η βιομηχανική συμφωνία με την Τουρκία αφορά την πρώτη έκδοση του βλήματος.
Η μακέτα του 2021, παρουσίαζε εκτοξευτή με 21 βλήματα αλλά το 2023 πλέον παρουσιάσθηκε εκτοξευτής πραγματικού μεγέθους με 11 βλήματα, όπως το SeaRAM. Τον Οκτώβριο του 2024, πραγματοποιήθηκε η πρώτη δοκιμαστική βολή του Levent.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το “ξεπάγωμα” συμφωνιών αμυντικού περιεχομένου με ΗΠΑ και Γερμανία, στην περίπτωση του RAM θα οδηγήσει σε βάθος χρόνου στην αυτάρκεια του τουρκικού ναυτικού, όσον αφορά τον εφοδιασμό των πλοίων του, όσο και των πλοίων για εξαγωγές, με εγχώριας προελεύσεως πυραυλικό σύστημα της κατηγορίας, το Levent, πιθανώς συμβατό και με βλήματα RIM-116.