Πολιτική Προστασία: όχι βαθύτερη εμπλοκή των Ενόπλων Δυνάμεων
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Χαμήλωσε προ ημερών τον πήχη ο ΥΕΘΑ Νίκος Δένδιας, ως προς την ενίσχυση του ρόλου των Ενόπλων Δυνάμεων στην αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, σε σχέση με τις εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν τις προηγούμενες ημέρες από διαρροές.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα REAL NEWS (Χρήστος Μαζανίτης) στις 17 Σεπτεμβρίου και σε ερώτηση που ζητούσε την εκτίμησή του, εάν πρέπει να ενισχυθούν οι αρμοδιότητες των Ενόπλων Δυνάμεων, υποβάθμισε το ζήτημα, δηλώντας ότι η διερεύνησή του δεν είναι παρά μόνο πιθανή.
Η πλήρης απάντηση συγκεκριμένα, ήταν: «Το ζήτημα αυτό είναι αντικείμενο πιθανής διερεύνησης, διότι η βέλτιστη χρήση των πόρων του κράτους είναι πάντα το ζητούμενο. Εάν κριθούν πάντως απαραίτητες οι αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο, λόγω της αυξημένης συχνότητας ακραίων καιρικών φαινομένων και της κλιματικής κρίσης -την οποία, μάλιστα, ο γ.γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες χαρακτήρισε πρόσφατα “κλιματική κατάρρευση”- οι Ενοπλες Δυνάμεις θα είναι και πάλι διαθέσιμες, στο πλαίσιο της αποστολής τους, να συντρέξουν όπου χρειάζεται τον ελληνικό λαό, του οποίου είναι το ένστολο τμήμα. Ηταν, είναι και θα είναι στην υπηρεσία της κοινωνίας».
Ακολούθησε προσδιορισμός του πλαισίου στο οποίο επιδιώκεται κατ’ ελάχιστον η παρέμβαση, από το ΥΦΕΘΑ Ιωάννη Κεφαλογιάννη σε συνέντευξή του σήμερα στην εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ (Κώστας Παπαχλιμίντζος). Σε ερώτηση για την αναβάθμιση προς πιο συστηματοποιημένη συμμετοχή των Ενόπλων Δυνάμεων στην Πολιτική Προστασία, ο ΥΦΕΘΑ αναφέρθηκε σε επικαιροποίηση των επιχειρησιακών πρωτοκόλλων εμπλοκής τους για πιο αυτοματοποιημένη – ταχεία διαδικασία εμπλοκής.
Η πλήρης απάντηση ήταν: «Οι Ένοπλες Δυνάμεις αποτελούν βασικό πυλώνα παρέμβασης στην αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών. Τόσο στο γενικό σχέδιο Πολιτικής Προστασίας “Ξενοκράτης”, όσο και σε επιμέρους ειδικά σχέδια, όπως το “Δάρδανος” για τα πλημμυρικά φαινόμενα, υπάρχουν συγκεκριμένα επιχειρησιακά πρωτόκολλα και λεπτομερή ανάλυση του τρόπου εμπλοκής των Ενόπλων Δυνάμεων σε αυτά. Στόχος όλων των εμπλεκομένων φορέων, όπως ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ανέφερε στη ΔΕΘ, είναι τα πρωτόκολλα αυτά να επικαιροποιηθούν στη βάση των διδαγμάτων που αντλήθηκαν από τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές προς την κατεύθυνση μιας περαιτέρω αυτοματοποίησης στη διαδικασία εμπλοκής, χωρίς περιττή γραφειοκρατία. Συνεργαζόμαστε ήδη προς αυτή την κατεύθυνση με τα συναρμόδια Υπουργεία, ώστε οι αλλαγές αυτές να αποτυπωθούν σε θεσμικό και επιχειρησιακό επίπεδο. Επιπλέον, οι αλλαγές αυτές, προκειμένου να καταστούν εφαρμόσιμες και αποτελεσματικές θα συνοδευτούν από μια σημαντική ενίσχυση των διαθέσιμων μέσων και υποδομών, κυρίως μέσω του Προγράμματος “ΑΙΓΙΣ”».
Πέρα από το πρόβλημα των C-130, το πρόβλημα των ελικοπτέρων SAR/CSAR
Η βαθύτερη εμπλοκή των Ενόπλων Δυνάμεων σε ζητήματα Πολιτικής Προστασίας, μπορεί για ορισμένους να ακούγεται ως καλή ιδέα, υπό την έννοια ότι μεταξύ άλλων θα επέτρεπε την κατεύθυνση αυξημένων κονδυλίων προς αυτές. Στην πραγματικότητα, οι Ένοπλες Δυνάμεις θα κινδύνευαν να υποβαθμιστούν στον κύριο τομέα της Αποστολής τους, ιδίως σήμερα που ακόμη δεν έχουν συνέλθει από τις σοβαρές επιπτώσεις της μακράς περιόδου “αυτοαφοπλισμού” από το 2005, και εντονότερα από το 2010, μέχρι και το 2020.
Όταν το 2020 η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αποφάσισε να αυξήσει τις επενδύσεις στην Εθνική Άμυνα, προκειμένου να ανασυνταχθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις από την πορεία παρακμής, καταρτίσθηκε ένας σχεδιασμός που μόλις τρία χρόνια μετά, θα ήταν αφελές να υποστηρίξουμε ότι έχει προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό. Ασφαλώς και έγιναν αρκετά πράγματα σε ζητήματα εξοπλισμών, ανατέθηκαν συμβάσεις σημαντικού ύψους ωστόσο, τα κενά και οι ελλείψεις που συσσωρεύθηκαν είναι τόσο μεγάλα, που το οικοδόμημα ίσως έχει πάρει μόνο, μια πρώτη ανάσα.
Όταν καταρτίζεται ένα πρόγραμμα αναδιοργάνωσης συνδυαζόμενο με εξοπλισμούς, αποδίδει υπολογιζόμενο αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου, αναλόγως του ύψους της χρηματοδοτήσεως. Στην περίπτωσή μας, οι πόροι που αφιερώθηκαν από το 2020, είναι ζήτημα εάν έχουν αποδώσει ακόμη και το 20%, σε επίπεδο συνολικής εκτιμήσεως πολεμικής ικανότητος. Επομένως σε μία τέτοια φάση, η ανάθεση αυξημένων ευθυνών – έργων Πολιτικής Προστασίας, θα περιέπλεκε την κατάσταση και θα απεστίαζε από το μείζον.
Η κυβέρνηση, από τα τέλη του 2022 ήδη, αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό τα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα που εξέταζε το ΥΠΕΘΑ. Οι εκλογές πάγωσαν τις διαδικασίες και “γλίτωσαν χρόνο” από δαπάνες, φέρνοντας στο ΥΠΕΘΑ νέο πρόσωπο, ίσως πιο επιφυλακτικό στο συγκεκριμένο πεδίο δραστηριότητος. Ειδικώς όμως μετά την καταστροφή στην Θεσσαλία, η μετάθεση αποφάσεων για μείζονα προγράμματα μετακυλίσθηκε οριστικώς για το επόμενο έτος.
Απτό δείγμα του χρόνου που απαιτείται για απόδοση του εξοπλιστικού προγράμματος και των παθογενειών του συστήματος που οδηγεί σε αργές διαδικασίες, με αποτέλεσμα η “κούρσα” να βρίσκεται μόνο στην αρχή, ήταν η περίπτωση των ελικοπτέρων Έρευνας & Διάσωσης. Επί σειρά ετών η Πολεμική Αεροπορία καταφέρνει να επιχειρεί οριακώς με τα AS332C1 Super Puma, διατηρώντας επιχειρησιακά μόνο 4 εξ αυτών ενώ άλλα 5 βρίσκονται εγκαταλελειμμένα στην ΕΑΒ, ένα σε ιδιωτική εταιρεία στα Μέγαρα κι ένα στο εξωτερικό. Σχετικός διαγωνισμός για την σύναψη FOS των ελικοπτέρων, έχει προκηρυχθεί από το 2017 κι ακόμη δεν έχει ανατεθεί σύμβαση, όπως είπε στην συνέντευξή του ο ΥΕΘΑ. Στο σημείο αυτό, ίσως θα έπρεπε να εξετασθεί η έκτακτη δράση, με ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας στην Βουλή. ώστε να απεμπλακεί το συγκεκριμένο χρόνιο πρόβλημα για πιο αξιόπιστη ελληνική παρουσία σε καθήκοντα Έρευνας & Διάσωσης, εξυπηρετώντας τον εθνικό σχεδιασμό στο συγκεκριμένο πεδίο αρμοδιότητος έναντι της τουρκικής αμφισβητήσεως.
Επιπλέον, εάν η κυβέρνηση αποφασίσει επιτέλους να αυξήσει σε σοβαρά επίπεδα τους λειτουργικούς προϋπολογισμούς των Γενικών Επιτελείων, θα διευκολύνει σοβαρά την προσπάθεια ανορθώσεως της καθημερινότητος των Ενόπλων Δυνάμεων σε θέματα υποστηρίξεως που επηρεάζουν τις διαθεσιμότητες των μέσων συνολικώς, δηλαδή και των πιο παλιών.