Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Στις 10 Ιουλίου, σε σύντομες δηλώσεις του, ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ, Μπομπ Μενέντεζ, ανέφερε ότι ενώ παραμένει ανήσυχος για την Τουρκία, θα μπορούσε να αποφασίσει εντός της επομένης εβδομάδος σχετικώς με την πώληση F-16V, την οποία μέχρι τώρα αρνείται να εγκρίνει. Ο προσδιορισμός τόσο σύντομου χρονικού πλαισίου, ενισχύει τις εντυπώσεις ότι οι παρασκηνιακές διεργασίες και συνεννοήσεις κυβερνήσεως και Κογκρέσου εν όψει της συνόδου στο Βίλνιους είχαν προχωρήσει σοβαρά.
Η συμφωνία Μπάιντεν – Ερντογάν οριστικοποιήθηκε όπως φαίνεται στην επικοινωνία μίας ώρας που είχαν στις 9 Ιουλίου, με αντικείμενο το αίτημα της Σουηδίας και αυτό των F-16V.
Τελώντας εν γνώσει της καταστάσεως, ομάδα έξι βουλευτών απηύθυνε στις 8 Ιουλίου επιστολή προς τον υπουργό Εξωτερικών Μπλίνκεν επισημαίνοντας την ανάγκη εποπτικού μηχανισμού στις πρόνοιες της πωλήσεως F-16V στην Τουρκία, «που να προβλέπουν παύση, καθυστέρηση ή απόσυρση της μεταφοράς τέτοιων όπλων εάν η Τουρκία εμπλακεί σε ενέργειες που απειλούν ή υπονομεύουν τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και την ενότητα της συμμαχίας του ΝΑΤΟ».
Συμβαδίζοντας με αυτό το πνεύμα, ο Μενέντεζ περιέγραψε το ζητούμενο κατά την αντίληψή του: «Εάν (οι κυβερνητικοί) μπορέσουν να βρουν έναν τρόπο να διασφαλίσουν ότι θα σταματήσει η επιθετικότητα της Τουρκίας εναντίον των γειτόνων της, η οποία τους τελευταίους μήνες έχει παύσει, υπήρξε ηρεμία τους τελευταίους μήνες, αυτό είναι υπέροχο, αλλά πρέπει να υπάρχει μια μόνιμη πραγματικότητα».
Ενδιαφέρον όμως είχαν τα λόγια του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Τζέηκ Σάλλιβαν στις 11 Ιουλίου, όταν περιγράφοντας την στάση του προέδρου Μπάιντεν ως εξαρχής θετική για την πώληση F-16V στην Τουρκία, σημείωσε: «Δεν έχει θέσει επιφυλάξεις ή όρους σε αυτό, στον δημόσιο και κατ’ ιδίαν σχολιασμό του τους τελευταίους μήνες και σκοπεύει να προχωρήσει με την μεταφορά [των F-16V] σε συνεννόηση με το Κογκρέσο». Καθώς ο Μπομπ Μενέντεζ μιλάει σαφώς για όρους και προσδιόρισε ότι μπορεί να αποφασίσει τις επόμενες ημέρες, δημιουργείται η αίσθηση ότι έχει βρεθεί ήδη κοινό έδαφος με τον πρόεδρο Μπάιντεν, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Οι όροι που πιθανώς περιληφθούν στην LOA, δεν αποκλείεται να προκαλέσουν την αντίδραση του προέδρου Ερντογάν και καθυστέρηση εγκρίσεως της εισόδου της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ από την τουρκική εθνοσυνέλευση.
Υπενθυμίζεται ότι το επίσημο τουρκικό αίτημα προς τις ΗΠΑ απεστάλη στις 30 Σεπτεμβρίου 2021 και όπως είχε γίνει γνωστό τότε, ήταν ύψους 6 δισ. $. Ο πρόεδρος Ερντογάν είχε αναφέρει ότι η πώληση F-16V είχε προταθεί από την αμερικανική πλευρά προκειμένου να συμψηφιστούν με αυτήν καταβολές ύψους 1,4 δισ. $ από πλευράς Τουρκίας για το πρόγραμμα F-35 από το οποίο αποπέμφθηκε. Λίγο πριν την συμπλήρωση διετίας από την έκφραση του τουρκικού αιτήματος, η υποψηφιότητα της Σουηδίας είχε καταλυτική επίδραση καθώς προσέφερε πολύτιμο μοχλό πιέσεως για την Τουρκία αλλά και εύσχημη δικαιολογία για τον πρόεδρο Μπάιντεν, ασχέτως του ότι επισήμως και οι δύο πλευρές υποστήριζαν ότι η ένταξη της Σκανδιναβικής χώρας ήταν άσχετη υπόθεση.
Το ενδιαφέρον εστιάζεται πλέον στην φόρμουλα που θα συμφωνηθεί μεταξύ Μπάιντεν – Μενέντεζ, ως προς τυχόν περιοριστικούς όρους στην LOA, προς διασφάλιση ότι η Τουρκία θα παύσει να ενεργεί εχθρικά – αποσταθεροποιητικά έναντι της Ελλάδος. Η παύση της αεροπορικής δραστηριότητος από πλευράς Τουρκίας στο FIR Αθηνών τους τελευταίους μήνες, έχει δημιουργήσει ήδη μία κατάσταση η οποία μπορεί να είναι τεχνητή – πλασματική όπως αναγνωρίζουν οι πάντες όμως, διακοπή αυτής και επαναφορά της εικόνας τουρκικών προκλήσεων, θα επισημανθεί στο αμερικανικό πολιτικό σκηνικό και πιθανώς να έχει ευρύτερες συνέπειες πλέον.
Το ουσιαστικό ενδιαφέρον όμως για την Ελλάδα είναι όχι μόνο η προμήθεια μαχητικών F-35 αλλά και η αποδοχή του αιτήματος για την διάθεση Στρατιωτικών Πιστώσεων Αλλοδαπής (FMF). Στην συνέντευξη της 9ης Ιουλίου στο CNN ο πρόεδρος Μπάιντεν, μιλώντας για την προοπτική πωλήσεως των F-16V στην Τουρκία, την συσχέτισε με την Ελλάδα αλλά αντί να αναφέρει τα F-35, είπε συγκεκριμένα ότι αυτή «επιδιώκει επίσης κάποια βοήθεια». Μια τέτοια διευθέτηση είναι φυσικό να απασχολεί την Άγκυρα αφού ανεξαρτήτως των πραγματικών συνέπειων που μπορεί να έχει στην διαμόρφωση του συσχετισμού ένοπλης ισχύος με την Ελλάδα, θα τονίζει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον για την μόνη πραγματική απειλή που υφίσταται η χώρα και τον ρόλο της Αθήνας στην γενικότερη αμερικανική αρχιτεκτονική.
Η αμερικανική σχέση και ο “ρομποτικός πόλεμος” της τουρκικής αεροπορίας