Συνεργασία Ελλάδας – Γερμανίας στην παραχώρηση Leopard 1 στην Ουκρανία
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Ιδιαιτέρως παραγωγική μπορεί να θεωρηθεί η εβδομάδα που πέρασε, από τις επαφές του ΥΕΘΑ Νικολάου Παναγιωτόπουλο με ξένους κυβερνητικούς αξιωματούχους και εκπροσώπους της αμυντικής βιομηχανίας στην Ευρώπη. Στις 14 Φεβρουαρίου, ο Έλληνας υπουργός συμμετείχε στην Διάσκεψη της Ομάδας Επαφής για την Άμυνα στην Ουκρανία (Ukraine Defence Contact Group) που συνήλθε στις Βρυξέλλες, στις 14-15 Φεβρουαρίου ακολούθησε η Σύνοδος των Υπουργών Αμύνης του ΝΑΤΟ και μεταξύ 17-19 Φεβρουαρίου, το πυκνό πρόγραμμα ολοκληρώθηκε με την Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου.
Το ενδιαφέρον συγκέντρωσαν οι συνεννοήσεις με τον Γερμανό υπουργό Αμύνης Μπόρις Πιστόριους, με τον οποίο ο Έλληνας ΥΕΘΑ είχε διαδοχικές συναντήσεις, συζητώντας θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Οι κατ’ ιδίαν συζητήσεις των δύο ανδρών είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω συγκλίσεως σε θέματα που άπτονται του χαρτοφυλακίου τους, με προεξάρχον την επικείμενη υπογραφή διακρατικής Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας. Οι δύο πλευρές επεξεργάζονται συμφωνία η οποία σύμφωνα με πληροφορίες, περιλαμβάνει κάποιας μορφής πρόνοια αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής, δηλαδή είναι πολύ πιο προωθημένου περιεχομένου από τυπικές ανάλογες συμφωνίες, όπως η Διακήρυξη Ενιαίου Οράματος που υπεγράφη στις 7 Φεβρουαρίου με την Μεγάλη Βρετανία.
Η αμυντική συνεργασία μεταξύ Αθηνών – Βερολίνου έχει αποκτήσει υψηλότερα ποιοτικά χαρακτηριστικά από πέρυσι, λόγω και των εξελίξεων μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την ανάληψη συλλογικής δράσεως σε επίπεδο ΝΑΤΟ και ΕΕ. Σε αυτήν, παραγωγικό ρόλο διαδραμάτισε και το υπόβαθρο από τις συζητήσεις της ελληνικής κυβερνήσεως με γερμανικές εταιρείες της αμυντικής βιομηχανίας, με το ειδικό βάρος σε αυτές να προκύπτει από την κοινή βούληση εξευρέσεως αμοιβαίως επωφελούς εξωδικαστικής λύσεως, για εκκρεμότητες του παρελθόντος. Καθώς επίκεντρο των συζητήσεων αυτών είναι το άνοιγμα μιας νέας αρχής σε εξοπλιστικά προγράμματα του Ελληνικού Στρατού σε συνδυασμό με μεγάλη βιομηχανική επένδυση στην Ελλάδα, οι εξελίξεις στην παγκόσμια αμυντική βιομηχανία και ειδικότερα στην ευρωπαϊκή λόγω του πολέμου στην Ουκρανία προσέφεραν απόλυτη “δικαίωση” της όλης συλλήψεως.
Η πολιτική στηρίξεως της πολεμικής προσπάθειας της Ουκρανίας, προσέφερε από νωρίς την ευκαιρία αναπτύξεως διαφόρων επιμέρους προτάσεων των KMW και Rheinmetall προς την Αθήνα, πέρα από την κατάθεση προτάσεων για τα προετοιμαζόμενα προγράμματα αναβαθμίσεως 123 αρμάτων Leopard 2A4 και προμήθειας 205 ΤΟΜΑ KF41 Lynx. Μέσα από αυτή την διαδικασία προτάθηκε στο ΥΠΕΘΑ και έγινε αποδεκτή η ανταλλαγή 40 παλαιών και περιορισμένης επιχειρησιακής αξίας BMP-1 με ισάριθμα ΤΟΜΑ Marder 1A3 από την Rheinmetall, με το κόστος καλυμμένο από την γερμανική κυβέρνηση. Η συμφωνία σφραγίστηκε από τον Έλληνα πρωθυπουργό και τον Γερμανό καγκελάριο στις 31 Μαΐου 2022, μόλις τρεις μήνες από την έναρξη του πολέμου.
Επάνω σε αυτό το πετυχημένο μοντέλο και με διαφαινόμενη την αναπτυσσόμενη τάση για αποστολή και δυτικής προελεύσεως αρμάτων μάχης στην Ουκρανία, προέκυψε σταδιακώς μια νέα πρόταση. Καθώς στις όποιες κρούσεις η Αθήνα τονίζει προς όλους ότι λόγω της τουρκικής απειλής δεν έχει μεγάλα περιθώρια παραχωρήσεως όπλων ή πυρομαχικών και η περίπτωση παραχωρήσεως έστω και μικρού αριθμού Leopard 2A4 αποκλείεται, το ενδιαφέρον μετατοπίσθηκε στα παλαιότερα Leopard 1.
Η ύπαρξη στην γερμανική βιομηχανία σε αποθήκευση 187 Leopard 1A5 συνολικώς, οδήγησε στην απόφαση παραχωρήσεως και αυτών στην Ουκρανία. Την κάλυψη του κόστους ανέλαβαν από κοινού Γερμανία, Ολλανδία και Δανία. Ωστόσο, το πρακτικό ζήτημα είναι ότι τα εν λόγω άρματα απαιτούν ικανό χρόνο ώστε μετά από εργοστασιακή συντήρηση και αναβάθμιση, να καταστούν επιχειρησιακά. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι εφικτή η παράδοσή τους ώστε να αξιοποιηθούν στις επικείμενες εαρινές επιχειρήσεις που σχεδιάζει η Ουκρανία.
Η κατάσταση κατέστη πιο πιεστική, όταν μετά την συμφωνία μεταξύ εταίρων του ΝΑΤΟ για συλλογική παραχώρηση αρμάτων Leopard 2, έγινε αντιληπτό ότι πέραν της Γερμανίας και της Πολωνίας που διέθεσαν από μία Ίλη 14 αρμάτων εκάστη, οι άλλες χώρες συνεισέφεραν μικρούς αριθμούς και μετά βίας θα συμπληρωθεί δύναμη δύο Επιλαρχιών ανατολικής συνθέσεως των 31 αρμάτων. Η αξία λοιπόν των Leopard 1, παρά την υστέρησή του έναντι του Leopard 2, μόνο και μόνο λόγω αριθμού, παρουσιάζεται αυξημένη.
Στις συναντήσεις τους, Παναγιωτόπουλος και Πιστόριους συζήτησαν την πιθανότητα ανταλλαγής Leopard 1 του Ελληνικού Στρατού με ευρισκόμενα σε αποθήκευση στην Γερμανία. Η πρόταση αφορά αριθμό αρμάτων που τηρεί ο Ελληνικός Στρατός ως απόθεμα για την αντικατάσταση απωλειών και επομένως δεν βρίσκονται ενταγμένα σε ενεργές μονάδες, οπότε δεν επηρεάζεται το αξιόμαχο και η ετοιμότητά τους. Τα άρματα αυτά θα αντικατασταθούν από ισάριθμα που θα παραδώσει η Γερμανία και τα οποία, όχι μόνο θα υποβληθούν σε εργασίες επαναφοράς στην ενέργεια αλλά θα αναβαθμιστούν ώστε θα είναι πολύ ανώτερα των υφισταμένων Leopard 1A5. Το κόστος θα αναλάβει πλήρως η γερμανική πλευρά, όπως και στην περίπτωση των Marder.
Στο Μόναχο, ο Έλληνας ΥΕΘΑ είχε και επαφές με εκπροσώπους αμυντικών βιομηχανιών, «με τους οποίους συζήτησε προοπτικές διεύρυνσης της συνεργασίας με την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία», όπως ανέφερε το σχετικό δελτίο Τύπου. Σε φωτογραφικό υλικό που δημοσιοποιήθηκε αποτυπώνει συνάντηση του ΥΕΘΑ με τον CEO της Rheinmetall Άρνιμ Πάπεργκερ, στην οποία συζητήθηκαν συνολικώς οι προτάσεις που βρίσκονται στο τραπέζι για το σχέδιο δημιουργίας βιομηχανικής μονάδας που προτείνεται στην Βόρειο Ελλάδα. Συζήτηση έγινε επίσης και με τον CEO της γαλλογερμανικής KNDS Φρανκ Χάουν, ο οποίος μετέφερε στον ΥΕΘΑ την στήριξη της κοινοπραξίας στις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες που αναπτύσσουν οι γερμανικές εταιρείες στην Ελλάδα.
Η αξία των Leopard 1 για την Ουκρανία και η ευκαιρία για τον Ελληνικό Στρατό