Η αμερικανική σχέση και ο “ρομποτικός πόλεμος” της τουρκικής αεροπορίας
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Στις 10 Νοεμβρίου, σε επίσκεψή του στην Aselsan, ο επικεφαλής της τουρκικής Προεδρίας Αμυντικής Βιομηχανίας Ισμαήλ Ντεμίρ αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στο υπό ανάπτυξη σύστημα ραντάρ τεχνολογίας Ενεργητικής Ηλεκτρονικής Σάρωσης (AESA) που πλέον αποκαλείται MURAD. Ο αξιωματούχος διευκρίνισε ότι το ραντάρ θα εγκατασταθεί πρώτα στο οπλισμένο UAV τύπου Akinci εντός του 2023 και κατόπιν στα F-16 ενώ μελλοντικώς, θα εφοδιάσει το Εθνικό Μαχητικό Αεροσκάφος (MMU).
Η αναφορά στα F-16, υπενθυμίζει το πρόγραμμα ÖZGÜR, που αφορά την ανάπτυξη ηλεκτρονικών συστημάτων, με κύριο το ραντάρ AESA, και διαμόρφωση “ψηφιακού” πιλοτηρίου για την αναβάθμιση των 35 παλαιότερων F-16 Block 30. Ως προέκταση, το ÖZGÜR θα επιτρέπει συνεργασία του αναβαθμισμένου αεροπλάνου με τα τουρκικά υπό ανάπτυξη όπλα αέρος-αέρος και αέρος-εδάφους, επιτρέποντας στην τουρκική αμυντική βιομηχανία πλήρη αυτονομία αναπτύξεως ηλεκτρονικών συστημάτων μαχητικών, σε πρώτη φάση προς δυνητική εκμετάλλευση για αναβάθμιση F-16 φιλικών χωρών και σε δεύτερη για ενσωμάτωση στο πρόγραμμα MMU.
Υπάρχει μία σοβαρή πολιτική και μία επιχειρησιακή διάσταση, όλων αυτών.
Σε πολιτικό επίπεδο, το πρόγραμμα ÖZGÜR στηρίζεται σε συνεργασία με αμερικανικές εταιρείες και αυτό προέκυψε ως αντάλλαγμα που απαίτησε η Τουρκία από τις ΗΠΑ, προκειμένου να συμφωνήσει τον Σεπτέμβριο του 2011 στην εγκατάσταση στο έδαφός της σταθμού ραντάρ εγκαίρου προειδοποιήσεως AN/TPY-2, στο πλαίσιο του σχεδιασμού του ΝΑΤΟ για την αντιβαλλιστική άμυνα της Ευρώπης. Η Τουρκία είχε αναθέσει το 2005 σύμβαση στην Lockheed Martin για το Πρόγραμμα Εφαρμογής Κοινής Διαμορφώσεως (CCIP) που κάλυψε την αναβάθμιση 175 μαχητικών F-16 σε επίπεδο Block 50+ αλλά επιδιώκοντας αυτονομία στον συγκεκριμένο τομέα, το 2009 εκπόνησε το αναπτυξιακό πρόγραμμα ÖZGÜR, που ανατέθηκε τον Δεκέμβριο του 2010.
Το σημείο τριβής με την αμερικανική πλευρά ήταν η πρόσβαση στους πηγαίους κωδικούς του υπολογιστή αποστολής. Σύμβαση για την συνανάπτυξη υπολογιστή αποστολής είχε ανατεθεί στην BAE Systems. Η τελευταία είναι στρατηγικός εταίρος της Raytheon και συνεργάζονται στα συστήματα ραντάρ, οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι το MURAD είναι προϊόν συνανάπτυξης με την Raytheon, η οποία το 2010 παρουσίασε το ραντάρ RACR, τεχνολογίας AESA, για το F-16. Επομένως το MURAD είναι μάλλον παράγωγο του RACR και δικαιολογούνται οι τουρκικές αναφορές περί εφάμιλλου του APG-83 SABR της Northrop Grumman.
Καθώς το MURAD προοριζόταν εξαρχής για το F-16 και με προφανή απαίτηση να συνεργάζεται με τα βλήματα αέρος-αέρος του αναπτυξιακού προγράμματος GÖKTUĞ, το βραχέως βεληνεκούς Bozdoğan και το μέσου βεληνεκούς Gökdoğan, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι και αυτά αποτελούν προϊόν αμερικανοτουρκικής συνεργασίας. Προς τούτο εξάλλου συνηγορεί η δημόσια παρουσίαση των δύο βλημάτων το 2017, μόλις 4 έτη μετά την έναρξη του προγράμματος το 2013 από το TÜBİTAK-SAGE… Καθώς το σχέδιο των δύο υπό ανάπτυξη βλημάτων παραπέμπει ευθέως στις γραμμές των AIM-9X και AIM-120 αντιστοίχως, αμφότερα προϊόντα της Raytheon, η συγκεκριμένη αμερικανική εταιρεία μάλλον είναι ο κύριος συνεργάτης συναναπτύξεως στα προγράμματα ÖZGÜR και GÖKTUĞ.
Η πολιτική διάσταση όπως εξελίσσεται σήμερα, σχετίζεται με την επιβολή στην Τουρκία κυρώσεων βάσει της νομοθεσίας CAATSA και κατά πόσο αυτές επηρεάζουν την συνεργασία αμερικανικών εταιρειών σε προγράμματα συναναπτύξεως της τουρκικής Προεδρίας Αμυντικής Βιομηχανίας. Από τουρκικής πλευράς, έχει μεταδοθεί μήνυμα αισιοδοξίας ως προς την εξέλιξη του προγράμματος αναβαθμίσεως των F-16 Block 30. Επίσης, την εικόνα ομαλής εξελίξεως των προγραμμάτων βλημάτων αέρος-αέρος, δίνουν οι δοκιμαστικές βολές από F-16, του Gökdoğan στις 10 Ιουλίου και του Bozdoğan στις 10 Ιουλίου, αν και το τελευταίο είχε εκτελέσει την πρώτη του δοκιμαστική βολή από αέρος, στις 7 Απριλίου 2021. Ωστόσο, η ανακοίνωση ότι το MURAD θα αξιοποιηθεί πρώτα στο Akinci, παραπέμπει μάλλον στην ύπαρξη “σκιών” στην συνεργασία τουλάχιστον του προγράμματος ÖZGÜR.
Με άγνωστο το ακριβές καθεστώς συνεργασίας ως προς τα λεπτά ζητήματα πηγαίων κωδικών και υπολογιστή αποστολής, δεν είναι σαφές ποια θα είναι η επίδραση της εισόδου σε υπηρεσία των δύο βλημάτων στο εγγύς μέλλον. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η είσοδος σε υπηρεσία των βλημάτων αέρος-αέρος, και ιδίως ο μακράς ακτίνας Gökdoğan, σε πρώτη φάση θα είναι με περιορισμούς (ικανότητα βολής σε διαμόρφωση BORE κι όχι SLAVE) χωρίς δηλαδή πλήρη εκμετάλλευση συνεργασίας ραντάρ, στην περίπτωση του MURAD.
Αντιστοίχως, εγκατάσταση του MURAD στο Akinci το 2023, δεν σημαίνει και ότι αυτό θα είναι πλήρως λειτουργικό και επιχειρησιακό.
Ενδιαφέρον έχει η δήλωση του Ντεμίρ περί παραδόσεως των βλημάτων στην Τουρκική Αεροπορία στα τέλη του τρέχοντος έτος (εφαρμόζεται η πρακτική της ανακοινώσεως πάντα τις τελευταίες ημέρες του έτους κάποιου σημαντικού επιτεύγματος της αμυντικής βιομηχανίας, επιδιώκοντας να μεταδώσουν αίσθημα αισιοδοξίας στην κοινή γνώμη και να τονίσουν την αίσθηση της επιτεύξεως στόχων). Τουρκικά δημοσιεύματα τοποθετούσαν την έναρξη μαζικής παραγωγής των βλημάτων μεταξύ 2022-2023.
Εάν αυτά επιβεβαιωθούν, το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η αμερικανοτουρκική συνεργασία σε προγράμματα συναναπτύξεως οπλικών συστημάτων, εξελίσσεται τουλάχιστον με εξαιρέσεις. Οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στην Τουρκία από την Ουάσιγκτον, πιθανώς παραβιάζονται με μεθοδεύσεις τις οποίες επιτρέπουν “παραθυράκια” στην σχετική νομοθεσία.
Ως προς την επιχειρησιακή διάσταση, η ανακοίνωση ότι το ραντάρ MURAD θα εφοδιάσει πρώτα το Akinci (που ήδη έχει τεθεί σε υπηρεσία) πρέπει να αξιολογηθεί σε άμεση συνάρτηση με τις προδιαγραφές του τελευταίου για μεταφορά βλημάτων Bozdoğan και Gökdoğan. Στον αεροπορικό αγώνα, ιδιαίτερη σημασία έχει η αξία του βλήματος μέσου βεληνεκούς, καθώς με αυτό μεγιστοποιείται η αξιοποίηση των επιδόσεων του ραντάρ στην αποκάλυψη αεροπορικών ιχνών.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τον βαθμό τεχνολογικής ολοκληρώσεως ραντάρ MURAD και εγχωρίων βλημάτων στο Akinci, στο εγγύς μέλλον. Αλλά η υποσχόμενη ικανότητα τακτικών μάχης Πέραν Ακτίνος Ορίζοντος (BVR) του Akinci, επιτρέπει συμμετοχή του σε αεροπορικο αγώνα εναντίον μαχητικών. Συντηρητικά, μπορούμε να φανταστούμε σενάρια άμυνας, με παρατεταμένη περιφορά αριθμού Akinci σε προκαθορισμένες τροχιές εναερίου περιπολίας (CAP) προς αναμονή εχθρικών ιχνών που επιδιώκουν να βομβαρδίσουν τουρκικές αεροπορικές βάσεις κ.λπ.
Χάρη στις επιδόσεις του ραντάρ MURAD, τα Akinci θα έχουν αυτόνομη ικανότητα αποκαλύψεως απειλών, επιτυγχάνοντας ακόμη και μερική κάλυψη κενών που πιθανώς θα έχουν προκληθεί από την καταστροφή σταθμών ραντάρ εγκαίρου προειδοποιήσεως εδάφους. Οι περιπολίες των Akinci θα επιτρέπουν μειωμένο αριθμό φιλίων μαχητικών απασχολούμενων σε αντίστοιχα καθήκοντα, αύξηση των αεροπορικών εξόδων μαχητικών για επιθετικές επιχειρήσεις και βελτίωση των προϋποθέσεων ασφαλούς επανεξυπηρετήσεως αεροπλάνων στο έδαφος. Συνολικώς, οι επιχειρήσεις αεροπορικής αντεπιθέσεως (ΟCA) του εχθρού, θα αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη “αντίσταση” από μεγαλύτερο αριθμό τουρκικών αεροσκαφών (επανδρωμένα και μη) στον αέρα!
Συνοψίζοντας, η συνεργασία αμερικανικών εταιρειών σε προγράμματα συναπτύξεως με την τουρκική αμυντική βιομηχανία, είναι ζωτικής σημασίας για την απόκτηση τεχνογνωσίας σε αεροπορικά ηλεκτρονικά συστήματα αιχμής και όπλα. Με την συμφωνία του 2011 η Τουρκία ζήτησε συνεργασία και μεταφορά τεχνογνωσίας σε αεροπορικά ηλεκτρονικά και πυραυλική τεχνολογία. Η συνεργασία, παρά τις κυρώσεις από τις ΗΠΑ, πιθανώς συνεχίζεται έστω και μετ’ εμποδίων, με τους στόχους της αναπτύξεως ραντάρ τεχνολογίας AESA και βλημάτων αέρος-αέρος, να βρίσκονται σε τελικό στάδιο. Δεν αποκλείεται στις απαιτήσεις που θέτει η Τουρκία για την είσοδο Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, πέραν της πωλήσεως F-16V, να ζητεί και άρση των όποιων εμποδίων στα ανωτέρω προγράμματα συνεργασίας με αμερικανικές εταιρείες.
Επιχειρησιακώς, η συνεργασία αυτή επιτρέπει στην τουρκική αεροπορία μεταξύ άλλων, να περνάει στο στάδιο της αναπτύξεως των ικανοτήτων “ρομποτικού πολέμου”, με ικανότερα οπλισμένα UAV. Εάν μέχρι σήμερα η πρόοδος με την συμμετοχή οπλισμένων UAV όπως το Anka ή το Bayraktar σε επιχειρήσεις χαμηλής εντάσεως και σε περιβάλλον χαμηλού επιπέδου απειλών είναι η πρώτη φάση αεροπορικού “ρομποτικού πολέμου”, η εμφάνιση του Akinci με ραντάρ και βλήματα αέρος-αέρος σηματοδοτεί την δεύτερη εξελικτική φάση του. Με την τρίτη να έρχεται όταν θα τεθεί σε υπηρεσία το υψηλών επιδόσεων αεριωθούμενο Μη Επανδρωμένο Σύστημα Μαχητικού Αεροσκάφους (MIUS) που θα επιχειρεί και συνεργατικά με τα μαχητικά αεροσκάφη πρώτης γραμμής.
Akinci: συμπληρωματικό ενισχύει αλλά δεν ανατρέπει το αεροπορικό ισοζύγιο