Στρατηγικές συμφωνίες και ναυτικοί εξοπλισμοί – Αναλογίες ΑUKUS και ελληνογαλλικής συμφωνίας
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Το περασμένο Σαββατοκύριακο, όταν ο Α/ΓΕΕΘΑ Στρατηγός Κωνσταντίνος Φλώρος περνούσε την πύλη του μεγάρου Μαξίμου, συνοδευόμενος από την ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού, σκοπός ήταν η ενημέρωση του πρωθυπουργού για τα επιχειρησιακά και τεχνικά δεδομένα επί της πολιτικής αποφάσεως που είχε λάβει αυτός, για προμήθεια φρεγατών από την Γαλλία. Ο πρωθυπουργός ενημερώθηκε για την επεξεργασία των τελευταίων προτάσεων που είχε κομίσει η Naval Group και έλαβε τις εισηγήσεις της στρατιωτικής ηγεσίας.
Η εξέλιξη των γεγονότων ήταν ραγδαία τις προηγούμενες ημέρες καθώς η συνεννόηση Αθηνών και Παρισίου σε επίπεδο κορυφής και για το πρόγραμμα νέας φρεγάτας, τερμάτισε την όποια διαδικασία αξιολογήσεως προτάσεων. Η ανακοίνωση στις 15 Σεπτεμβρίου της διευρυμένης συμφωνίας συνεργασίας ασφαλείας μεταξύ Αυστραλίας, Ηνωμένου Βασιλείου και ΗΠΑ (AUKUS) φαίνεται ότι έδωσε νέα δυναμική στις πιέσεις του προέδρου Μακρόν προς τον Έλληνα πρωθυπουργό, με τον οποίο υφίσταται μία καλλιεργημένη προσωπική σχέση.
Ανεξαρτήτως του κατά πόσο ισχύει το σενάριο περί συνεννοήσεως Μακρόν – Μπάιντεν για την “ελληνική αγορά”, το δεδομένο είναι ότι η AUKUS δεν είναι απλώς μία εμπορική συμφωνία πωλήσεως αμυντικού υλικού αλλά κάτι πολύ ευρύτερο. Η Γαλλία δεν έχασε μόνο μια σοβαρή σύμβαση πωλήσεως υποβρυχίων αλλά τρώθηκε σοβαρώς το γόητρο και η στρατηγική της στην περιοχή του Ινδικού και Ειρηνικού. Η AUKUS είναι κατά βάση μία πολιτική συμφωνία βαρύνουσας σημασίας, η οποία αφορά την ενίσχυση της αμερικανικής στρατηγικής Αποτροπής έναντι της Κίνας και η Αυστραλία αισθάνθηκε ότι την κάλυπτε από πάσης απόψεως, εν σχέσει με τα, τελικώς περιορισμένα, επιχειρησιακά οφέλη που προσέφερε η επιλογή προμήθειας γαλλικών υποβρυχίων.
Τα γαλλικά συμβατικής προώσεως υποβρύχια, προορίζοντο κατά βάση να εξασφαλίσουν τις θαλάσσιες συγκοινωνίες πέριξ της Αυστραλίας και η αυτονομία τους επέτρεπε προωθημένη παραμονή στην Νότια Σινική Θάλασσα μόνο για μερικές ημέρες ενώ απλούστατα δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν στα στενά της Ταϊβάν και την Ανατολική Σινική Θάλασσα. Αντιθέτως, τα πυρηνικής προώσεως υποβρύχια που θα αποκτηθούν, θα έχουν αυτονομία υπερβαίνουσα τις 60 και 70 ημέρες αντιστοίχως στα ανωτέρω Θέατρα Επιχειρήσεων! Επιπλέον, τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια θα είναι εξοπλισμένα με βλήματα κρουζ Tomahawk, που θα εξασφαλίζουν ικανότητα μακρού πλήγματος. Επομένως, σε γενικές γραμμές το Αυστραλιανό Ναυτικό υιοθετεί πιο επιθετικό δόγμα, αποκτώντας ικανότητες προωθημένης δράσεως στην πρώτη αλυσίδα νήσων που ζώνει την Κίνα, από την Ιαπωνία και την Ταϊβάν, μέχρι το Μπόρνεο. Κατ’ αυτό τον τρόπο, με τα τουλάχιστον 8 πυρηνικής προώσεως υποβρύχια της Αυστραλίας, επηρεάζεται σαφώς η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Κίνας και των ΗΠΑ με τους συμμάχους της.
Σε βιομηχανικό επίπεδο, η Γαλλία είχε δεσμευθεί για πολύ μεγάλο βαθμό παραχωρήσεως τεχνολογίας και βιομηχανικού έργου στην Αυστραλία, η οποία προς το παρόν δεν έχει κάτι χειροπιαστό σε αυτό το επίπεδο από την AUKUS. Η συμφωνία προβλέπει ότι θα υπάρξει μια περίοδος 18 μηνών για διαβουλεύσεις μεταξύ των τριών μερών, προκειμένου να καταλήξουν σε τεχνική συμφωνία περί των προδιαγραφών και επιδόσεων των νέων υποβρυχίων, σε συνδυασμό με έναν οδικό χάρτη για το βιομηχανικό έργο και την φύση της μεταφοράς τεχνολογίας.
Συνεπώς, είναι σαφές ότι τα κριτήρια για την “αλλαγή πλεύσεως” της Αυστραλίας ήταν η επιθυμία της να ενταχθεί εν τοις πράγμασι σε μια ισχυρού αποτυπώματος συμμαχική σχέση, την οποία δεν μπορούσε να προσφέρει το Παρίσι.
Για τους Αυστραλούς είχε σημασία ότι η Γαλλία ακολουθούσε μια πολύ ήπια πολιτική έναντι της Κίνας. Το Γαλλικό Ναυτικό απέφευγε αναπτύξεις πλοίων και Δυνάμεων Επιχειρήσεων πέραν του Ινδικού Ωκεανού. Τον περασμένο Φεβρουάριο δόθηκε εκτενής δημοσιότητα στην ανάπτυξη του πυρηνοκίνητου υποβρυχίου (SSN) Émeraude στην Νότια Σινική Θάλασσα, το οποίο όπως ανακοινώθηκε πραγματοποίησε μια “εκπληκτική περιπολία” και “μια έντονη επίδειξη της ικανότητος του Ναυτικού μας να αναπτύσσεται πολύ μακριά και για μεγάλη χρονική περίοδο, μαζί με τους στρατηγικούς εταίρους μας Αυστραλία, Αμερική και Ιαπωνία“. Τέτοιες περιπτώσεις όμως, δεν ήταν παρά η εξαίρεση του κανόνα και δεν μπορούσε να γίνει καμμία σύγκριση με την πιο έντονη παρουσία των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, στις θάλασσες της Κίνας.
Κατά μία περίεργη σύμπτωση, η περίπτωση παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την Ελλάδα. Και η Αθήνα αναζητεί μεγάλους συμμάχους για την ανάπτυξη στενής στρατιωτικής συνεργασίας που θα επαυξήσει την Αποτροπή έναντι της Τουρκίας. ΗΠΑ και Γαλλία αντιπροσωπεύουν δύο παραδοσιακές φίλες μεγάλες δυνάμεις για την Ελλάδα αλλά τα τελευταία έτη ιδίως, το Παρίσι έχει επιδείξει πολύ πιο έντονη προθυμία ενεργού “συμπαραστάσεως” σε Ελλάδα και Κύπρο, αντί να περιορίζεται μόνο σε λόγια. Η στάση του είναι συνεπής με τον ηγετικό ρόλο που επιθυμεί να αναλάβει στο πλαίσιο της ΕΕ και είναι φυσικό να συναντά θετική ανταπόκριση από Αθήνα και Λευκωσία, τα μόνα ουσιαστικώς κράτη της Ευρώπης που υφίστανται υπαρκτή και σταθερή στρατιωτική απειλή.
Η διαφορά στην στάση ΗΠΑ και Γαλλίας ως προς την Ελλάδα, φάνηκε και στην περυσινή μακρά ένταση με την Τουρκία, όταν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις βρέθηκαν σε “κόκκινο συναγερμό” διαρκείας. Η Γαλλία, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, ανταποκρίνεται εμπράκτως σε κλήσεις για έκτακτες στρατιωτικές ασκήσεις αεροναυτικών δυνάμεων με Ελλάδα και Κύπρο ενώ παρατηρείται και ανάπτυξη πολεμικών πλοίων για “επίδειξη σημαίας” με αποτρεπτικό μήνυμα. Πέραν τούτων, το Παρίσι βρίσκεται σε ανοικτή αντίθεση με τις τουρκικές πρωτοβουλίες σε Συρία και Λιβύη, με πλέον ενδεικτική περίπτωση κεκαλυμμένης στρατιωτικής δράσεως, τον βομβαρδισμό τουρκικών στόχων σε αεροπορική βάση της Λιβύης τον Ιούλιο του 2020, από “άγνωστα αεροσκάφη”.
Παρόμοια στάση δεν παρατηρείται από τις ΗΠΑ, οι οποίες βεβαίως διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο σε άλλο επίπεδο, προσφέροντας όταν απαιτηθεί τις καλές τους υπηρεσίες. Επιπλέον, ο Έκτος Στόλος στην Μεσόγειο, έχει συρρικνωθεί δραστικώς και η γενικότερη πολιτική των ΗΠΑ στρέφεται προς απόσυρση από την Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, για την εστίαση του στρατηγικού τους ενδιαφέροντος στον Ειρηνικό.
Στην περίπτωση του ελληνικού προγράμματος φρεγατών, οι ΗΠΑ δεν είχαν να προσφέρουν σοβαρό σχέδιο πλοίου ενώ είναι ενδεικτικό ότι δεν είναι σε θέση να προσφέρουν ούτε καν σχέδιο κορβέτας. Η αμερικανική υποψηφιότητα, όχι μόνο δεν ήταν αντάξια του Πολεμικού Ναυτικού αλλά δεν κάλυπτε ούτε την απαίτηση για “έξοδό” του στις ανοικτές θάλασσες. H HF2 διακρινόταν από μικρότερη αυτονομία, μειωμένες ανθυποβρυχιακές ικανότητες και γενικότερα ένα “κακό όνομα” προϊστορίας. Αντιθέτως, η Γαλλία προσέφερε μία υπερσύγχρονη και σαφώς ανωτέρων ικανοτήτων σχεδίαση φρεγάτας, η οποία παρά τις όποιες ατέλειές της, εξασφαλίζει αντιαεροπορική άμυνα εκτεταμένου βεληνεκούς ενώ συμπληρωματικώς προσφέρεται λύση και για κορβέτες με πολύ αξιόλογα χαρακτηριστικά. Όπως η Αυστραλία αποφάσισε ότι χρειαζόταν προωθημένη ναυτική παρουσία με τα υποβρύχιά της, έτσι και η Ελλάδα απαιτούσε ικανότητα επιχειρήσεων του Στόλου στην ανοικτή θάλασσα μεταξύ Ρόδου και Κύπρου, για την προάσπιση εθνικών στόχων και η FDI HN καλύπτει αυτήν την αναγκαιότητα πληρέστερα.
Πέραν αυτών όμως, η προσέγγιση με την Γαλλία, έφερε στο προσκήνιο μια νέα διάσταση που αναδεικνύει την δυναμική προς μία πιο αυτόνομη ΕΕ. Η συμφωνία στρατηγικής εταιρικής σχέσης συνεργασίας στην άμυνα και ασφάλεια που υπεγράφη στις 28 Σεπτεμβρίου, μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη της AUKUS, περιβάλλοντας την Γαλλία με το απαραίτητο κύρος που τσαλακώθηκε στον Ειρηνικό και αναβιβάζοντας το Παρίσι σε ρυθμιστικό παράγοντα των υποθέσεων τόσο σε επίπεδο ΕΕ, όσο και γενικότερα ως Αποφασιστική Δύναμη στην περιφέρεια της Ανατολικής Μεσογείου. Αλλά και η Ελλάδα λαμβάνει σημαίνουσα θέση δίπλα στην Γαλλία, σε αυτό που έχει αρχίσει να επανέρχεται στον δημόσιο διάλογο εντός της ΕΕ.
Η εξέλιξη, ικανοποιεί την απαίτηση της Ελλάδος για ενισχυμένη Αποτροπή έναντι της Τουρκίας, η οποία προστίθεται ή συμπληρώνει την στενότερη σχέση που έχει σφυρηλατηθεί και με τις ΗΠΑ, σχέση η οποία σύντομα θα αναβαθμιστεί με την αναμενόμενη ανανέωση της MDCA. Όλα αυτά, είναι απολύτως αντιληπτά στην Ουάσιγκτον, η οποία ήταν δεδομένο ότι θα επικροτούσε την εξέλιξη, ανεξαρτήτως του βαθμού στον οποίο τηρήθηκε ενήμερη από την Αθήνα και την κατάληξη του προγράμματος νέας φρεγάτας. Πιθανώς η ψήφιση του αμυντικού προϋπολογισμού 2022 στις 22 Σεπτεμβρίου, στον οποίο η Επιτροπή Γερουσίας Ενόπλων Δυνάμεων ζήτησε περαιτέρω τεκμηρίωση πριν μια απόφαση αποσύρσεως καταδρομικών κλάσεως Ticonderoga και LCS, να μην είναι άσχετη με την εξέλιξη. Η Lockheed Martin, από κοινού με το Ναυτικό των ΗΠΑ που είχε εμπλακεί στην προετοιμασία της προτάσεως για την Ελλάδα, είχε προωθήσει τις επιλογές προσφοράς τέτοιων πλοίων, ως ενδιάμεση λύση για το Πολεμικό Ναυτικό. Με ενέργειές του, ο πρόεδρος της Επιτροπής Γερουσίας Εξωτερικών Σχέσεων Μπομπ Μενέντεζ, είχε ανταποκριθεί θετικά και κατάφερε στις 10 Σεπτεμβρίου να περιληφθεί πρόνοια γνωμοδοτήσεως του υπουργού Ναυτικού για τις δυνατές επιλογές διαθέσεως καταδρομικών Ticonderoga και LCS σε φίλες χώρες. Η αναίρεση αυτής της προοπτικής μερικές ημέρες μετά, ουσιαστικώς ζημίωνε την πρόταση της Lockheed Martin ενώ μεταθέτει μάλλον στο μέλλον την όποια σχετική συζήτηση μπορεί να γίνει στο πλαίσιο της MDCA.
Συνοψίζοντας, η ελληνική κυβέρνηση επέδειξε όχι μόνο συνέπεια με τις επίσημες εξαγγελίες της περί υποστηρίξεως της πορείας προς μια πιο αυτόνομη Ευρώπη στην άμυνα και ασφάλεια αλλά και ανακλαστικά εκμεταλλεύσεως της συγκυρίας, εξασφαλίζοντας σοβαρά πολιτικά κέρδη. Φυσικά κανείς στην Ελλάδα δεν αναμένει στα σοβαρά να έλθει ο οποιοσδήποτε ξένος και να πολεμήσει στο πλευρό του σε μια πραγματική κατάσταση. Το μόνο βέβαιο είναι ότι θα αυξηθεί η παρουσία γαλλικών δυνάμεων στην περιοχή για συνεκπαιδεύσεις και ασκήσεις με τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ενώ ουσιώδεις είναι οι συμφωνίες εξοπλισμών από την Γαλλία, που ενισχύουν σοβαρά την αεροναυτική ισχύ της χώρας. Όλα αυτά, τηρώντας τις απαραίτητες ισορροπίες με τις ΗΠΑ, οι οποίες κατά το παρελθόν είχαν εμποδίσει την Αθήνα να προβεί στην κυοφορουμένη ενισχυμένη σχέση με την Γαλλία αλλά αναμένεται ότι θα εξακολουθήσουν να διαδραματίζουν τον παραγωγικό τους ρόλο.
Νομοσχέδιο Μενέντεζ – Ρούμπιο και MDCA: Εκμεταλλευόμενοι τις ευκαιρίες