Νομοσχέδιο Μενέντεζ – Ρούμπιο: Πιο κοντά με φρεγάτες, F-35, μεταχειρισμένα
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Στις 9 Ιουνίου οι γερουσιαστές Ρόμπερτ Μενέντεζ και Μάρκο Ρούμπιο κατέθεσαν σχέδιο νόμου με τίτλο «Νόμος Αμύνης και Διακοινοβουλευτικής Εταιρικής Σχέσεως ΗΠΑ – Ελλάδος 2021» που σκιαγραφεί το επόμενο βήμα κυρίως στην εμβάθυνση της αμυντικής διμερούς σχέσεως, παρά τις αναφορές στο γενικότερο πλαίσιο συνεργασίας που έχουν ξεδιπλωθεί τα τελευταία έτη. Το ότι η αμυντική συνεργασία βρίσκεται στο επίκεντρο, φαίνεται από τον εισαγωγικό προσδιορισμό ότι ο νόμος αποβλέπει στην “προώθηση της αμυντικής συνεργασίας ΗΠΑ – Ελλάδος και για άλλους σκοπούς“.
Στο σχέδιο νόμου αναφέρονται τα παρακάτω ενδεικτικά αλλά ουσιώδη, ως προς τις αντιλήψεις των οφειλομένων ενεργειών από πλευράς Κονγκρέσου:
- οι ΗΠΑ πρέπει να εμβαθύνουν τις προσπάθειες συνεργασίας και υποστηρίξεως του εκσυγχρονισμού του Ελληνικού στρατεύματος.
- είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ να συνεχίσει η μετάβαση του στρατιωτικού εξοπλισμού της Ελλάδος μακριά από ρωσικής παραγωγής πλατφόρμες και οπλικά συστήματα μέσω του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Κινήτρων Ανακεφαλαιοποιήσεως (European Recapitalization Incentive Program).
- η αμερικανική κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει να εμβαθύνει ισχυρές συνεργασίες με το Ελληνικό στράτευμα, ειδικώς στις ευκαιρίες συναναπτύξεως και συμπαραγωγής για το Ελληνικό Ναυτικό.
- οι ΗΠΑ πρέπει να υποστηρίξουν την πώληση στην Ελλάδα μαχητικών F-35 που παρήχθησαν αλλά δεν παραδόθηκαν ποτέ στην Τουρκία ως αποτέλεσμα της αποβολής της Τουρκίας από το πρόγραμμα λόγω της προμήθειας του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400.
- σύμφωνα με τις νομικές αρχές και τα κριτήρια επιλογής προγράμματος, το DFC των ΗΠΑ πρέπει να υποστηρίξει ιδιωτικές επενδύσεις σε σχέδια στρατηγικών υποδομών στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων ναυπηγείων και λιμένων που συνεισφέρουν στην περιφερειακή ασφάλεια και την ευμάρεια της Ελλάδος.
- η MDCA με την Ελλάδα πρέπει να επεκταθεί και να περιλάβει βαθύτερες συνεργασίες σε εγκαταστάσεις του Ελληνικού στρατεύματος ανά την χώρα και κατά περίπτωση και απαίτηση, οι ΗΠΑ πρέπει να συνεργαστούν με την Ελλάδα προκειμένου να αυξήσουν τις εκ περιτροπής αναπτύξεις και προκεχωρημένες παρουσίες στρατευμάτων σε Ελληνικές βάσεις.
- η αμερικανική κυβέρνηση πρέπει να επαναφέρει στρατιωτικές πιστώσεις κατασκευών έργων που έχουν κατατεθεί στο Κονγκρέσο στην Ναυτική Δραστηριότητα Υποστηρίξεως Σούδας, εστιασμένων σε εγκατάσταση αποθηκευτικών χώρων και έναν τερματικό σταθμό επιβατών αεροδρομίου.
Τα ανωτέρω “ερμηνεύονται” αντιστοίχως ως εξής:
- Οι ΗΠΑ πρέπει να υποστηρίξουν τον εκσυγχρονισμό των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, επιτυγχάνοντας και την αντικατάσταση ρωσικής προελεύσεως οπλικών συστημάτων από αμερικανικά.
- Το ενδιαφέρον για το πρόγραμμα νέας φρεγάτας του Πολεμικού Ναυτικού αποτελεί προτεραιότητα συνεργασίας. Η χρηματοδότηση των επενδυτικών σχεδίων της ΟΝΕΧ στα ελληνικά ναυπηγεία θα υποστηριχθεί από το DFC.
- Θα υποστηριχθεί το αίτημα ταχείας παραδόσεως 6 μαχητικών F-35 που έχουν κατασκευασθεί ήδη για την Τουρκία, στο πλαίσιο προμήθειας μιας Μοίρας 18-24 αεροσκαφών, όπως ζήτησε επισήμως η Ελλάδα με επιστολή στις 6 Νοεμβρίου 2020. Κατά την γνώμη μας, αυτό είναι το πλέον ενδιαφέρον που εισαγάγει το παρόν νομοσχέδιο, προς υπηρέτηση της ταχείας δεσμεύσεως της Ελλάδος στο F-35, προοπτική η οποία έδειξε να απειλείται από την απρογραμμάτιστη προμήθεια των γαλλικών Rafale. Όπως σημειώναμε στις 30 Νοεμβρίου, “Έγγυρες πηγές, διευκρίνιζαν στον ΔΟΥΡΕΙΟ ΙΠΠΟ ότι το ελληνικό αίτημα περί ταχείας παραδόσεως αριθμού F-35 -συγκεκριμένα 6 αεροσκαφών- εντός του 2021, δεν έχει απορριφθεί. Επειδή όμως πρόκειται για αεροσκάφη που θα πρέπει να αποδοθούν από το εν ενεργεία δυναμικό της Αεροπορίας των ΗΠΑ, απαιτείται σχετικό ψήφισμα από το Κονγκρέσο, που αναμένεται να συγκληθεί με νέα σύνθεση μετά τις εκλογές“. Αυτή ακριβώς την νομοθετική εκκρεμότητα, έρχεται να καλύψει το προτεινόμενο νομοσχέδιο.
- Η MDCA θα επικεντρώνεται σε διευθετήσεις μεγαλύτερης παρουσίας αμερικανικών δυνάμεων σταθμευόντων στην Ελλάδα και περιοδικών αναπτύξεων δυνάμεων για εκπαιδευτικούς σκοπούς ενώ σε επίπεδο υποδομών προβλέπεται η ανέγερση υποδομών Διοικητικής Μερίμνης στην Σούδα.
Στο πλαίσιο του προαναφερθέντος ERIP, παρακάτω εξειδικεύονται οι πρωτοβουλίες:
“Έχει εξουσιοδοτηθεί η διάθεση στο Υπουργείο Εξωτερικών 25 εκατ. $ για κάθε οικονομικό έτος από το 2022 μέχρι το 2026 για βοήθεια ERIP στην Ελλάδα ώστε να βοηθηθεί η χώρα να καλύψει τις αμυντικές ανάγκες της και να απομακρυνθεί από στρατιωτικό εξοπλισμό ρωσικής παραγωγής.
Αποτελεί αίσθηση του Κονγκρέσου ότι:
- η αμερικανική κυβέρνηση πρέπει να παράσχει άμεσα δάνεια στην Ελλάδα κατά περίπτωση, για την προμήθεια αμυντικών ειδών, αμυντικών υπηρεσιών και μελέτη και υλοποίηση υπηρεσιών σύμφωνα με την ισχύ του σημείου 23 του Νόμου Ελέγχου Εξοπλισμών Όπλων (22 USC 2763) προς υποστήριξη της περαιτέρω αναπτύξεως των Ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων και
- τέτοια δάνεια πρέπει να θεωρηθούν πρόσθετο εργαλείο συνεργασίας ασφαλείας και όχι υποκατάστατο για την βοήθεια ERIP“.
Ως προς το Πρόγραμμα Μεταβολής Πλεοναζόντων Αμυντικών Ειδών (ΕDA) το νομοσχέδιο προτείνει:
“Κατά τα οικονομικά έτη 2022 έως 2026, πρέπει να λάβει την ίδια προτεραιότητα που δίνεται σε άλλες χώρες και περιοχές υπό το τμήμα 516(c)(2) του Νόμου Βοηθείας Αλλοδαπής του 1961 (22 USC 2321j(c)(2)), η παράδοση πλεοναζόντων αμυντικών ειδών στην Ελλάδα.
Κατά την διάρκεια κάθε οικονομικού έτους […] ο υπουργός Αμύνης, με την συγκατάθεση του υπουργού Εξωτερικών, θα αναφέρουν όχι αργότερα από τις 31 Οκτωβρίου στις σχετικές επιτροπές του Κονγκρέσου και των Επιτροπών των Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας και στην Βουλή των Αντιπροσώπων, για τις αμυντικές ανάγκες της Ελλάδος και πως θα επιδιώξουν οι ΗΠΑ να τις καλύψουν μέσω μεταβιβάσεων πλεονάζοντος αμυντικού εξοπλισμού στην Ελλάδα για τα συγκεκριμένα οικονομικά έτη“.
“Ευκαιρίες” και “παγίδες”
Είναι σαφές ότι η αναβάθμιση της διμερούς αμυντικής συνεργασίας γίνεται αντιληπτή από πλευράς ΗΠΑ διά της εξασφαλίσεως δύο μειζόνων συμβάσεων συνολικού ύψους 7-8 δισ. $ κατ’ εκτίμηση, αφορούσες πωλήσεις στην Ελλάδα φρεγατών και F-35. Προς υποστήριξη των προμηθειών, προτείνονται χρηματοδοτικά εργαλεία (με κάποια επιβάρυνση φυσικά) χρήσιμα και για την λειτουργική αποκατάσταση EDA που υπάρχει βούληση να ρεύσει στην Ελλάδα.
Εάν τα ανωτέρω ενδιαφέρουν ευλόγως τις ΗΠΑ ώστε να εξασφαλίσουν γενναίες συμβάσεις για την αμυντική βιομηχανία τους, το ζήτημα είναι κατά πόσο η Ελλάδα θα πετύχει πέραν της ενισχύσεως των Ενόπλων Δυνάμεών της να αποκομίσει ανάλογα βιομηχανικά οφέλη ώστε η συγκεκριμένη συνεργασία να είναι “τίμια” ανταποδοτική. Η εξασφάλιση έργου για κάποια χρόνια από την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία (ΕΑΒΙ), θα έχει την ίδια κατάληξη στο τέλος με την σημερινή κατάσταση παρακμής, αφού η ουσία της υγειούς και βιώσιμης αναπτύξεως είναι η ανάπτυξη νέων προϊόντων και οι εξαγωγές.
Προσεκτική ακτινογράφηση των όσων προτείνονται από τις ΗΠΑ, δείχνει ότι επί της ουσίας ο όρος “συνεργασία” μεταφράζεται ως απλή προώθηση πωλήσεων στην Ελλάδα. Στις περιπτώσεις των F-35 και των φρεγατών, δεν υπάρχει η έννοια της συναναπτύξεως παρά μόνο κάποιου υπό συζήτηση βαθμού συμπαραγωγής ναυτικών ηλεκτρονικών συστημάτων. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην περίπτωση της μεταβιβάσεως EDA, καθώς το υλικό είναι μεταχειρισμένο και χωρίς περαιτέρω εμπορική προοπτική και εκμετάλλευση.
Ειδικώς στην περίπτωση EDA και καθώς αυτές δεν είναι άνευ κόστους, προφανώς αυτό θα καλυφθεί μέσω των διευκολυμένων δανείων αλλά η ουσία είναι ότι ο όλος μηχανισμός αντιπροσωπεύει μια μεθοδευμένη διαδικασία εξασφαλίσεως νέου έργου στις αμερικανικές αμυντικές βιομηχανίες, καθώς άνευ εγκρίσεως αυτών δεν ικανοποιείται κανένα αίτημα ενδιαφερόμενου, όπως έχουμε αναλύσει. Όλα αυτά δημιουργούν ένα άριστο περιβάλλον για την εξασφάλιση νέων σημαντικών συμβάσεων από την Ελλάδα, προς λειτουργική αποκατάσταση και τεχνολογική αναβάθμιση των παραχωρουμένων EDA.
Γιατί δεν παίρνει (και πιθανώς να μην πάρει ποτέ) M2 Bradley ο Ελληνικός Στρατός
Η “παγίδα” του όλου μηχανισμού που έχουν στήσει οι καλύτεροι έμποροι του πλανήτη, είναι το δόγμα “Beggars can’t be choosers”. Δηλαδή η “φυλάκιση” του ορίζοντος προμηθειών -κυρίως του Στρατού Ξηράς- σε μεταχειρισμένο υλικό πεπερασμένου επιχειρησιακού ορίζοντος, υποδεεστέρων επιδόσεων και με όχι απαραίτητα ανταγωνιστικό κόστος έναντι αντιστοίχου υλικού νέας κατασκευής. Παρόμοια πολιτική εφαρμόζουν οι ΗΠΑ σε χώρες της Βαλκανικής (Κροατία, Βουλγαρία, Ρουμανία) στο “κλαμπ” των οποίων επιδιώκεται η ένταξη και της Ελλάδος. Ένα τέτοιο πλαίσιο, μπορεί να επιδράσει αρνητικώς στον ορίζοντα προοπτικής συμμετοχής σε αναπτυξιακά προγράμματα, εθνικά ή διεθνή, και την κατάκτηση νέων τεχνολογιών από την ΕΑΒΙ για την ανάπτυξη νέων προϊόντων.
Το καίριο ερώτημα που ανακύπτει για τον θεωρούμενο “Beggar”, είναι εάν με το ίδιο ύψος δαπανών για προμήθειες EDA και αναβαθμίσεις, μπορεί να αποκτήσει ανωτέρας ποιότητος υλικό από την διεθνή αγορά, που όμως θα συνοδεύεται από ουσιώδη ανταπόδοση βιομηχανικής φύσεως για την ΕΑΒΙ.
Συνοψίζοντας, ανεξαρτήτως του πολιτικού πλαισίου, η προώθηση αμυντικής “συνεργασίας” μέσω αγορών αμερικανικού υλικού (νέου και εικονικών επί της ουσίας “ευκαιριών” μεταχειρισμένου) θα συντελέσει σημαντικά στα οικονομικά των αμερικανικών βιομηχανιών. Περιορισμός της Ελλάδος στην (αυτονόητη) ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων με δαπάνες δισεκατομμυρίων αλλά με συμβολική συμμετοχή της ΕΑΒΙ και αποκλεισμό της ουσιαστικής ανακάμψεώς της, δεν απέχει από το σύνηθες πλαίσιο εκμεταλλεύσεως που υφίσταται και σήμερα. Εφόσον στην Ελλάδα εξακολουθούν να κυριαρχούν γενικόλογα ή ευφάνταστα ευχολόγια περί ενισχύσεως της ΕΑΒΙ ενώ απουσιάζει πλήρως αρμόδιο όργανο χαράξεως και υλοποιήσεως κεντρικής κρατικής πολιτικής, τα αποτελέσματα δεν μπορεί παρά να είναι μονοδιάστατα και περιορισμένα.