Εμπάργκο όπλων της Γερμανίας πέρα από τα τουρκικά υποβρύχια
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Όντως η ελληνική κυβέρνηση σκοπεύει να θέσει επιτακτικώς το θέμα της επιβολής εμπάργκο όπλων στην Τουρκία από τις χώρες της ΕΕ, στην επικείμενη σύνοδο κορυφής, όπως επιβεβαιώνουν πληθώρα δημοσιευμάτων και το ρεπορτάζ των διπλωματικών συντακτών, τις ημέρες αυτές. Όπως αναφέρεται, περίπου εμβληματικό χαρακτήρα έχει αποκτήσει το πρόγραμμα προμήθειας 6 υποβρυχίων Type 214TN από την Γερμανία στην Τουρκία, που θα αποκαταστήσουν το ναυτικό ισοζύγιο ισχύος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.
Ωστόσο, είναι εκτός πραγματικότητος η θέση ότι η Γερμανία μπορεί αν θέλει να διακόψει το πρόγραμμα και τις παραδόσεις, ακόμη δε και να μεταπωλήσει τα υποβρύχια σε άλλον ενδιαφερόμενο. Πρώτον, επειδή τα υποβρύχια ναυπηγούνται στην Τουρκία, συνεπώς δεν υφίσταται θέμα μεταφοράς τους από την Γερμανία ενώ ο υψηλός βαθμός ενσωματώσεως συγκροτημάτων, συστημάτων και υποσυστημάτων τουρκικής αναπτύξεως, καθιστά τουλάχιστον προβληματική αν όχι αδύνατη, την μεταπώληση από το γερμανικό κράτος και την τεχνική υποστήριξη των υποβρυχίων από γερμανικές εταιρείες.
Ακόμη και αν η γερμανική κυβέρνηση αποφασίσει να ζητήσει από τις γερμανικές εταιρείες να “αποσυρθούν” από το πρόγραμμα των τουρκικών υποβρυχίων, το πιθανότερο είναι ότι απλώς το πρόγραμμα θα καθυστερήσει. Σοβαρό εμπόδιο θα προκύψει, όπως έχουμε ξαναγράψει, εάν η γερμανική Hensoldt που ανέλαβε στις 5 Αυγούστου 2019 σύμβαση για την προμήθεια περισκοπίων λάβει πολιτική εντολή μη παραδόσεων. Δεν θα διακοπεί όμως εντελώς το πρόγραμμα. Όπως και στην Ελλάδα το Πολεμικό Ναυτικό κατάφερε χάρη στην εξαιρετική κατάρτιση του εμψύχου δυναμικού του, χωρίς μεγάλη βοήθεια από γερμανικές εταιρείες, να ολοκληρώσει τα υποβρύχια Type 214HN στα ΕΝΑΕ και να τα καταστήσει επιχειρησιακά, ανάλογο εγχείρημα στην Τουρκία είναι ευχερέστερο, λόγω της πιο ανεπτυγμένης τεχνολογικής βάσεως της αμυντικής της βιομηχανίας.
Όπως έχουμε σημειώσει και στο παρελθόν όμως, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, είναι θετικό και μόνο το γεγονός ότι το θέμα τίθεται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού διαλόγου. Από εκεί και πέρα, για εγκυκλοπαιδικούς, όσο και συμπερασματικούς λόγους, θα παραθέσουμε αντιπροσωπευτικά προγράμματα που υπογραμμίζουν ότι η Γερμανία δεν πουλά απλώς όπλα στην Τουρκία, όπως τα υποβρύχια, αλλά η διμερής σχέση στηρίζεται πλέον περισσότερο σε συμφωνίες πωλήσεως τεχνογνωσίας, συγκροτημάτων και υποσυστημάτων, προς ανάπτυξη τουρκικών οπλικών συστημάτων.
Από πλευράς συγκροτημάτων, χαρακτηριστικότερο είναι το παράδειγμα του συγκροτήματος ισχύος και μετάδοσης κίνησης των γερμανικών MTU και RENK, που προοριζόταν για το τουρκικό άρμα μάχης Altay. Η γερμανική κυβέρνηση ενέκρινε την προμήθειά του για τα άρματα που θα ετίθεντο σε υπηρεσία με τον Τουρκικό Στρατό αλλά δεν έδινε δικαίωμα εξαγωγής του σε Altay αγορασμένα από τρίτες χώρες. Αυτό, έκοψε αυτομάτως τα φτερά της Τουρκίας, ως προς τις εξαγωγές του Altay, όπως ισχύει με τα ελικόπτερα Τ-129.
Η βάση όμως της διμερούς συνεργασίας στην εξαγορά γερμανικής τεχνογνωσίας από την Τουρκία, αφορά σε πολύ μεγάλο βαθμό πυρομαχικά. Δηλαδή τα αναλώσιμα μέσα ώστε να διεξαχθεί ένας πόλεμος.
Η ανάπτυξη πυραυλικών αντιαεροπορικών συστημάτων στην μορφή των HISAR A και HISAR O, βασίζεται εμφανώς στην έκδοση Εκτοξεύσεως Επιφανείας του πυραύλου IRIS-T της Diehl. Η ομοιότητα τόσο του πυραύλου όσο και της διατάξεως των οχημάτων εκτοξεύσεως, με το IRIS-T SL/M, είναι αποκαλυπτική.
Σημειώνεται ότι στο πολυεθνικό πρόγραμμα αναπτύξεως του IRIS-T, περιλαμβάνεται και η Ελλάδα, που διατηρεί μερίδιο στην παραγωγή του πυραύλου με τις άλλες συμμετέχουσες χώρες: Γερμανία 46%, Ιταλία 19%, Σουηδία 18%, Ελλάδα 13% και 4% μοιρασμένο μεταξύ Καναδά και Νορβηγίας. Το ότι ο πύραυλος θα κατασκευάζεται από την Τουρκία με άλλη ονομασία, προφανώς και επιτρέπει στην Ελλάδα να θέσει σοβαρό θέμα ελέγχου στην Γερμανία. Το ζήτημα, αξίζει διερευνήσεως.
Ο πύραυλος πλεύσεως (cruise) τύπου SOM που αναπτύχθηκε για μεταφορά και άφεση από μαχητικά αεροσκάφη, ομοιάζει εντυπωσιακά στον αντίστοιχο KEPD 350 Taurus της Taurus Systems GmbH, που αποτελεί κοινοπραξία της MBDA Deutschland GmBH (πρώην LFK) και της σουηδικής Saab Bofors Dynamics. Το SOM αποτελεί μικρογραφία, προκειμένου να μην εμπίπτει στις διεθνείς συμφωνίες απαγορεύσεως όπλων με βεληνεκές πέραν των 300 χλμ., και ενσωματώνει ελαφρές διαφοροποιήσεις – βελτιστοποιήσεις στο ρύγχος όπου οι αισθητήρες κατευθύνσεως και την θέση του αεραγωγού.
KEPD 350 Taurus: Μήκος 5 μέτρα, διάμετρος 1,015 μέτρο, εκπέτασμα 2.065 μέτρα, βάρος 1.400 κιλά, πολεμική κεφαλή 481 κιλά, βεληνεκές 500+ χλμ.
SOM: Μήκος 3,67 μέτρα, εκπέτασμα 2,6 μέτρα, βάρος 620-660 κιλά, πολεμική κεφαλή 230 κιλά, βεληνεκές 280 χλμ.
Ο Ερντογάν είχε εξαγγείλει τον στόχο αναπτύξεως εκδόσεως του όπλου με βεληνεκές 500 χλμ. προφανώς στο πλαίσιο συνεχίσεως της συμφωνίας μεταβιβάσεως τεχνογνωσίας κατά φάσεις. Εάν δεν έχει ήδη δρομολογηθεί μια τέτοια εξέλιξη, υπάρχει δυνατότητα τώρα να εμποδιστεί με πολιτική απόφαση.
Ο αντιαρματικός πύραυλος UMTAS που αναπτύχθηκε για χρήση από επιθετικά ελικόπτερα όσο και τεθωρακισμένα οχήματα, μπορεί να υποστηριχθεί ότι αποτελεί εξέλιξη του PARS 3LR της γερμανικής PARSYS GmbH, κοινοπραξία των MBDA Deutschland GmBH και BGT Defence GmbH & Co.KG.
PARS 3LR: Μήκος 160 εκ., διάμετρος 15,9 εκ. βάρος 49 κιλά εντός περιλήπτη, βεληνεκές 7 χλμ.
UMTAS: Μήκος 180 εκ., διάμετρος 160 εκ. βάρος 37,5 κιλά, βεληνεκές 8 χλμ.
Tέλος, το θεωρούμενο πλέον εμβληματικό οπλικό σύστημα της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας σήμερα, το οπλισμένο μη επανδρωμένο αεροσκάφος Bayraktar TB2S, φαίνεται ότι είναι επίσης γερμανικό σχέδιο, εξαγορασθέν ή αναπτυχθέν κατόπιν παραγγελίας από την τουρκική Baykar. Επειδή το σχέδιο δεν υφίσταται πουθενά αλλού σε υπηρεσία, προφανώς η τουρκική εταιρεία έχει αναπτύξει συνεργασία με γερμανικό σχεδιαστικό οίκο, με παραχώρηση πλήρων δικαιωμάτων, το αυτό δε πρέπει να ισχύει και στην περίπτωση του νέου οπλισμένου μη επανδρωμένου αεροσκάφους Akinci που παρουσίασε σε πολύ μικρό χρόνο η Baykar.
Αντίστοιχα ισχύουν για τα όπλα της σειράς ΜΑΜ (-L, -C, Bozok) όπως αποκαλύφθηκε σε απαντήσεις που δόθηκαν από την γερμανική κυβέρνηση σε ερωτήσεις κοινοβουλευτικού ελέγχου. Συνεπώς, τόσο η πλατφόρμα όσο και τα όπλα της, προέρχονται από ξένη τεχνογνωσία που εξαγοράσθηκε πλήρως από την τουρκική εταιρεία, με την κρατική υποστήριξη στην μορφή χρηματοδοτήσεως αναπτυξιακών προγραμμάτων της αμυντικής βιομηχανίας.
Το πιθανότερο είναι ότι παρά την εντολή της γερμανικής κυβερνήσεως τα τελευταία έτη, να αποχωρήσουν οι Γερμανοί μηχανικοί που έχουν μεταναστεύσει στην Τουρκία κι εργάζονται σε τέτοια αντικείμενα, κάποιος κρίσιμος αριθμός έχει παραμείνει. Αυτό, εξασφαλίζει την πολυπόθητη αυτάρκεια της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας στην παραγωγή όπλων σε αυτό τον χώρο, όπως αφήνει να εννοηθεί η ασαφής απάντηση της γερμανικής κυβερνήσεως επί του συγκεκριμένου ερωτήματος που ετέθη. Τις όποιες αμφιβολίες, ήλθε να διαλύσει μάλλον οριστικώς, η απόδοση των Bayraktar TB2S στον πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπου καταναλώθηκαν κατά τα φαινόμενα μερικές εκατοντάδες πυρομαχικά σειράς MAM.
Συνοψίζοντας, η συνεργασία Γερμανίας – Τουρκίας στην αμυντική βιομηχανία, έχει ξεφύγει από το επίπεδο της απευθείας προμήθειας όπλων κι έχει αναβαθμισθεί ποιοτικώς εδώ και αρκετά χρόνια, σε επίπεδο εξαγοράς τεχνογνωσίας και την προμήθεια κρισίμων υποσυστημάτων και απαρτίων για την παραγωγή τουρκικής αναπτύξεως όπλων. Αυτή η διαδικασία, διακρίνεται από μικρότερο αποτύπωμα καθώς οι εταιρικές συμβάσεις λαμβάνουν υψηλή διαβάθμιση σκοπίμως, ο όγκος συναλλαγών εμφανίζεται μικρός σε ετήσια βάση και από πολιτικής απόψεως η γερμανική κυβέρνηση εκτίθεται πολύ λιγότερο.
Θα ήταν ενδιαφέρον εάν με την υποστήριξη γερμανικών πολιτικών δυνάμεων, ετίθετο ευθέως το ερώτημα προς την γερμανική κυβέρνηση, για τους τομείς αμυντικών προϊόντων στους οποίους έχει αποδεσμευθεί άδεια εξαγωγής τεχνογνωσίας προς την Τουρκία.
Σε αυτό το πλαίσιο, ορθώς η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να εγείρει το θέμα. Είναι βέβαιο ότι στοχευμένες παρεμβάσεις μπορούν να προκαλέσουν αναστολή της αναπτύξεως όπλων στρατηγικής σημασίας, όπως οι πύραυλοι πλεύσεως SOM βεληνεκούς 500+ χλμ. ή η εξασφάλιση αυτάρκειας της Τουρκίας στην παραγωγή αντιαεροπορικών πυραύλων παραγώγων της οικογενείας IRIS-T, στο πρόγραμμα των οποίων συμμετέχει και η Ελλάδα. Αυτό θα πρέπει να θεωρείται το ελάχιστο, από πλευράς στόχων, ως προς την εξασφάλιση της συνεργασίας της Γερμανίας σε αυτό το κρίσιμο θέμα.
Ένας τέτοιος στρατηγικής σημασίας στόχος σε επίπεδο εθνικής πολιτικής, θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί εφόσον υπήρχε η πολιτική βούληση για μια νέα αρχή των διμερών σχέσεων στην αμυντική βιομηχανία, στην βάση μιας ειλικρινούς και έντιμης συνεργασίας. Διότι είναι φυσιολογικό η γερμανική πλευρά να επιδιώκει αναπλήρωση των όποιων απωλειών υποστούν οι εταιρείες της από ενδεχομένη διακοπή συνεργασίας με την Τουρκία. Αυτό όμως προϋποθέτει να εγκαταλείψει η Αθήνα την αντιπαραγωγική λαϊκίστικη δαινομοποίηση των πάντων που έχει επικρατήσει την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία για λόγους εξυπηρετήσεως πολιτικών – προσωπικών σκοπιμοτήτων, όσον αφορά τις γερμανικές εταιρείες που έχουν δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα. Διαφορετικά, η ελληνική προσπάθεια θα μειονεκτεί λόγω έντονης ανακολουθίας.
Η συνεργασία της Τουρκίας με την Γερμανία στα υποβρύχια και το επιδιωκόμενο εμπάργκο