1974: Όταν η αμυντική επάρκεια είναι “Σχετική”
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Το 1974 η αμυντική επάρκεια της Κύπρου βασιζόταν στην Εθνική Φρουρά που συμπλήρωνε δεκαετία ζωής. Η οργάνωση και συγκρότησή της εξυπηρετούσε έναν αμυντικό σχεδιασμό (Σχέδιο Αμύνης Κύπρου) που στηριζόταν σε ορισμένες βασικές προϋποθέσεις για να ανταποκριθεί σε περίπτωση τουρκικής εισβολής.
Πρώτη προϋπόθεση ήταν να αναλάβει την πρωτοβουλία η ελληνική πλευρά για να κινητοποιηθεί. Εάν αφηνόταν ο εχθρός να εισβάλει χωρίς να είναι πλήρως κινητοποιημένη η Εθνική Φρουρά, αυτομάτως η είσοδος της τελευταίας στον αγώνα θα γινόταν από μειονεκτική θέση.
Δεύτερη προϋπόθεση ήταν να έχει γίνει έγκαιρη επιστράτευση. Με την διαδικασία αυτή θα συμπληρωνόταν η δύναμη των ενεργών μονάδων που σε καιρό ειρήνης ανερχόταν κατά βάση στο 50% της προβλεπομένης. Με την επιστράτευση επίσης, θα αποκτούσαν υπόσταση οι Επιστρατευόμενες Μονάδες, κατά μείζονα ρόλο τα Τάγματα Επιστρατεύσεως, που θα συνέδραμαν τις ενεργές μονάδες στην υλοποίηση των προβλεπομένων σχεδίων αποκρούσεως.
Τρίτη προϋπόθεση ήταν η έγκαιρη εξάλειψη των τουρκοκυπριακών θυλάκων ώστε η Εθνική Φρουρά στο σύνολό της και απερίσπαστη, να λάβει εν συνεχεία την κατάλληλη διάταξη, αναμένοντας τον εχθρό στις ακτές.
Τέταρτη προϋπόθεση ήταν η εξ Ελλάδος συνδρομή, βάση του Σχεδίου “Κ”. Αυτό προέβλεπε από πλευράς Αεροπορίας την εφάπαξ προσβολή της εχθρικής αμφιβίου δυνάμεως πριν ακόμη αποβιβαστούν στην ακτή στρατεύματα, όταν δηλαδή τα τελευταία θα ήταν ακόμη στα πλοία και πλέον ευπαθή. Από πλευράς Ναυτικού προβλεπόταν να έχει μεταβεί εγκαίρως ένα υποβρύχιο και μία τορπιλάκατος, για την προσβολή της αμφιβίου δυνάμεως.
Για λόγους που είναι ευρέως γνωστοί, αν και δεν έχουν αναλυθεί εις βάθος και στις πραγματικές διαστάσεις, οι ανωτέρω προϋποθέσεις δεν είχαν καλυφθεί το πρωϊνό της 20ής Ιουλίου 1974.
Το δικτατορικό καθεστώς Ιωαννίδη, μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου δεν ανέλαβε την πρωτοβουλία για να επιτρέψει στην Εθνική Φρουρά να κινητοποιηθεί και να προπαρασκευαστεί. Αντιθέτως, αυτή αφέθηκε αναστατωμένη, να ασχολείται καταπονούμενη με την επιβολή της νέας καταστάσεως.
Η επιστράτευση δεν πραγματοποιήθηκε εγκαίρως και με άνεση χρόνου. Το αποτέλεσμα ήταν οι ενεργές μονάδες να κινητοποιούνται βεβιασμένα και με επάνδρωση ειρήνης, προς εκτέλεση αποστολών ενώ τα Τάγματα Επιστρατεύσεως αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα. Όπως αποδείχθηκε, ενώ στα σχέδια η Επιστράτευση έδειχνε “τέλεια” οργανωμένη, στην πράξη απεδείχθη ότι τα Τάγματα Επιστρατεύσεως διέθεταν ελάχιστα βαρέα όπλα και η στελέχωσή τους στηριζόταν κατά κανόνα σε έναν μόνο μόνιμο αξιωματικό εξ Ελλάδος και Κυπρίους εφέδρους αξιωματικούς. Η αναστάτωση και ο διχασμός λόγω του πραξικοπήματος, σε συνδυασμό με τον αιφνιδιασμό που σκόρπισε φόβο και αβεβαιότητα, είχε ως αποτέλεσμα δισταγμό, ανυπακοές και διαταραγμένη πειθαρχία.
Η μη έγκαιρη εξάλειψη των τουρκοκυπριακών θυλάκων, σήμαινε ότι ένα αξιόλογο ποσοστό δυνάμεως της Εθνικής Φρουράς αφιερώθηκε για την συγκεκριμένη αποστολή, απέχοντας από τις επιχειρήσεις που αναλήφθηκαν προς εξάλειψη του αμφιβίου προγεφυρώματος και του κύριου θυλάκου Λευκωσίας – Αγύρτας. Συν αυτό, μέρος των μονάδων που προσανατολίσθηκε σε αυτές τις Κύριες Προσπάθειες, υπέστη φθορά επειδή εκτέθηκαν σε αεροπορικές προσβολές καθώς η εχθρική αεροπορία ενεργούσε ανενόχλητη.
Το Σχέδιο “Κ” δεν εφαρμόσθηκε. Τα υποβρύχια ευρίσκοντο εκτός θέσεως ενώ τα μαχητικά αεροσκάφη από την Κρήτη δεν διατάχθηκε να επέμβουν. Η τουρκική αμφίβια δύναμη αποβιβάσθηκε ανενόχλητη και εγκατέστησε προγεφύρωμα με ασήμαντες απώλειες, όπως και οι αλεξιπτωτιστές και καταδρομείς που μεταφέρθηκαν στα ενδότερα. Οι τορπιλάκατοι δεν απέπλευσαν νύκτα για να προσβάλουν εχθρικά πλοία αιφνιδιαστικώς ενώ και οι μονάδες Πυροβολικού δεν είχαν λάβει διάταξη προς τα βόρεια παράλια, ώστε να εκτελέσουν άμεσα πυρά εναντίον τουρκικών πλοίων και των αποβιβαζόμενων στρατευμάτων. Τα αντιαεροπορικά όπλα αδράνησαν στα πρώτα κρίσιμα λεπτά.
Η εξέλιξη των επιχειρήσεων απέδειξε και άλλες δομικές αδυναμίες της ελληνικής αμύνης. Ο αιφνιδιασμός κλόνισε σε μεγάλο βαθμό την ηγεσία και τους ηγήτορες, με αποτέλεσμα σοβαρές περιπτώσεις ανεπαρκείας και ανυπακοής βαθμοφόρων. Η νοοτροπία που διέτρεχε τα εξ Ελλάδος μόνιμα στελέχη που υπηρετούσαν στην Κύπρο, ήταν αυτή μιας παρενθέσεως με άνετη διαβίωση σε υπηρεσία “εξωτερικού” με τις σχετικές οικονομικές απολαβές. Η περίπτωση πολεμικής αναμετρήσεως με τουρκικό τακτικό στρατό, εθεωρείτο αδύνατη λόγω… ΝΑΤΟ. Η εκπαίδευση των μονάδων αποδείχθηκε ότι ήταν μέτρια όπως και η ενάσκηση διοικήσεως και ελέγχου σε όλα τα κλιμάκια. Η ισχύς των μονάδων εξαντλήθηκε γρήγορα από την πρώτη ημέρα, με αποτέλεσμα να αρχίσει κατόπιν η “αντίστροφη μέτρηση” με διαρροές κυρίως επιστράτων και αρνήσεις εκτελέσεως διαταγών. Η Εθνική Φρουρά έπασχε σε σύγχρονο υλικό (τεθωρακισμένα, πυροβόλα, αντιαεροπορικά, αντιαρματικά) επειδή η κυπριακή κυβέρνηση είχε παύσει να ενδιαφέρεται για τον εκσυγχρονισμό της, με αποτέλεσμα το υλικό σε πολλές περιπτώσεις να αποδειχθεί αναξιόπιστο και να μην αποδώσει.
Όλα αυτά επιβεβαίωσαν με τον πλέον δραματικό τρόπο για το Έθνος, ότι η αμυντική επάρκεια της Κύπρου το 1974 ήταν “Σχετική”. Όσο περισσότερες προϋποθέσεις πρέπει να ικανοποιούνται για να ανταποκριθεί ένας αμυντικός σχεδιασμός και ένας στρατιωτικός μηχανισμός στην αποστολή του, όσο περισσότερα “εάν” υπάρχουν στα σχέδια, τόσο περισσότερο υποβαθμίζεται η αμυντική επάρκεια και από “Απόλυτη” καθίσταται “Σχετική”.
Αυτό είναι ένα από τα βασικά διδάγματα που έπρεπε να έχουν αναδειχθεί για την κρίση του 1974 σε στρατιωτικό επίπεδο αλλά σε Ελλάδα και Κύπρο το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην συνωμοσιολογία και τις κατάρες στους “ξένους”. Η αδιαφορία για την στρατιωτική ανάλυση της ήττας, αποδεικνύεται από τις επιλογές των επομένων δεκαετιών που σταδιακώς αύξησαν τα “εάν” στον αμυντικό σχεδιασμό της χώρας.
Η στρατιωτική θητεία εξευτελίσθηκε, όχι μόνο από το παρεχόμενο επίπεδο εκπαιδεύσεως γενικότερα αλλά και την διάρκειά της, που όλες οι κυβερνήσεις από την δεκαετία του 2000 άρχισαν να κόβουν. Αυτό έχει σήμερα ως αποτέλεσμα οι ενεργές μονάδες να εμφανίζουν εικόνα “σκελετών” από πλευράς βαθμού επανδρώσεως, χωρίς να ικανοποιούν προϋποθέσεις σοβαρής εκπαιδεύσεως και με επιπτώσεις στο αξιόμαχο.
Για την κάλυψη των τεραστίων κενών που προέκυψαν από την κατάργηση ενεργών μονάδων, ο στρατός υποχρεώθηκε να αναθέσει αποστολές ενεργών μονάδων σε Τάγματα Εθνοφυλακής, χωρίς καμμία σοβαρή παρέμβαση στην οργάνωση, προπαρασκευή και συντήρηση αυτών. Όπως όμως φάνηκε και το 1974, οι μονάδες επιστράτων είναι εντελώς αναξιόπιστες και δεν μπορούν επ ουδενί να συγκριθούν σε απόδοση και αξιόμαχο με τις ενεργές μονάδες Πεζικού.
Η Επιστράτευση οργανώθηκε σε υψηλά επίπεδα αλλά σήμερα έχει υπονομευθεί από τις αραιές προσκλήσεις εφέδρων για μετεκπαίδευση και το άδειασμα των αποθηκών με υλικό επιστρατεύσεως. Επιπλέον, λόγω της δραστικής μειώσεως της θητείας, οι στρατεύσιμοι αποδίδονται στην εφεδρεία σχεδόν ανεκπαίδευτοι και δεν υφίσταται στοιχειώδης μετεκπαίδευση αυτών.
Σε επίπεδο μέσων – οπλικών συστημάτων, η περικοπή των αμυντικών προϋπολογισμών γενικότερα και των λειτουργικών προϋπολογισμών των Γενικών Επιτελείων ειδικότερα, σε επίπεδα 50-70%, έχουν ως αποτέλεσμα συσσωρευμένη μειωμένη διαθεσιμότητα όπλων και στους τρεις Κλάδους. Η Πολεμική Αεροπορία έχει “ξεχάσει” τα αεροσκάφη τακτικών μεταφορών, τα εκπαιδεύτικά και τα ελικόπτερα ενώ τα μαχητικά αεροσκάφη διατηρούνται με “νύχια και με δόντια” σε κάποιο επίπεδο. Το Πολεμικό Ναυτικό έχει “ξεχάσει” τι πάει να πει σωστή συντήρηση πλοίων, τα οποία έχουν ρημάξει από την απαξίωση των υποδομών του Ναυστάθμου και αν δεν υπήρχε ο “ελιγμός” αξιοποιήσεως των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά με το έμπειρο προσωπικό τους, αυτή την στιγμή τα πράγματα θα ήταν τραγικά.
Όταν σε όλα αυτά προσθέσουμε επιπλέον “εάν” στα οποία βασίζουμε την επιτυχή ανταπόκρισή μας, όπως ότι θα υπάρχει έγκαιρη προειδοποίηση που θα αποτρέψει τον αιφνιδιασμό, ότι μια πολεμική αναμέτρηση θα είναι βραχύβια ή ότι τεχνολογικώς είμαστε ισάξιοι με τον εχθρό, είναι σαφές ότι η αμυντική επάρκεια της χώρας έχει διολισθήσει ακόμη περισσότερο σε “Σχετική”.
Όπως και το 1974 στην Κύπρο, το πολιτικό προσωπικό της χώρας άφησε τις Ένοπλες Δυνάμεις στην τύχη τους, με χαρακτηριστική… “άνεση” στην δεκαετία του 2010. Ο πολιτικός κόσμος της χώρας, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να υποβαθμίζει σε “Σχετική” την αμυντική επάρκεια της χώρας, αντί αυτή να είναι “Απόλυτη” εν όψει των κινδύνων που επιφυλάσσει για το Έθνος η αναδυόμενη νεοθωμανική τυραννία που απειλεί στην περιοχή.