Παρατηρήσεις στην εκπαίδευση Επιχειρησιακών Βολών της Εθνικής Φρουράς
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Στις 26 Ιουνίου, γνωστοποιήθηκε από το ΓΕΕΦ η πραγματοποίηση στην έδρα της Διοίκησης Καταδρομών (ΓΕΕΦ/ΔΚΔ) στο στρατόπεδο «Στέλιου Μαυρομμάτη», επιδείξεως εκτελέσεως Βολών Ταχείας Αντίδρασης με την ευκαιρία ολοκληρώσεως του Σχολείου Εκπαίδευσης Εκπαιδευτών Επιχειρησιακών Βολών. Η επίδειξη πραγματοποιήθηκε παρουσία του Υπαρχηγού ΓΕΕΦ Αντιστρατήγου Κωνσταντίνου Χρυσηλίου. Το Σχολείο είχε διάρκεια δύο εβδομάδων και σε αυτό συμμετείχαν αξιωματικοί του Στρατού, της Διοίκησης Αεροπορίας και της Διοίκησης Ναυτικού.
Αναλυτικότερα, το πρόγραμμα κάλυπτε 10 εργάσιμες ημέρες εκ των οποίων 1,5 ημέρα αφορούσε θεωρητικά μαθήματα και 8,5 ημέρες προέβλεπαν την εκτέλεση βολών. Στο διάστημα αυτό, κάθε εκπαιδευόμενος έριξε περί τα 900-1.000 φυσίγγια. Επρόκειτο για εκτέλεση βασικών βολών, όχι κάτι το προηγμένο, ώστε να μπορούν εύκολα να διδαχθούν τα ίδια πράγματα σε κληρωτούς θητείας. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο πρόγραμμα, εκτός των βολών, αφιερώθηκε αρκετός χρόνος στην εκτέλεση “ξηράς προπόνησης”, δηλαδή εκπαίδευσης των στελεχών σε ενέργειες χωρίς πυρά, με σκοπό την τριβή σε αυτές ώστε να καταστούν όσο το δυνατόν πιο αυτοματοποιημένες και εκτελούμενες με σωστή θέση μελών του σώματος (“muscle memory”) κάθε φορά.
Το Σχολείο ήταν τύπου “Train the Trainers”, δηλαδή εκπαίδευσης στελεχών που επρόκειτο να αναλάβουν ρόλο εκπαιδευτού. Τα στελέχη ήταν βαθμού από ανθυπασπιστή μέχρι λοχαγού. Τα συγκεκριμένα στελέχη, προορίζονται να αποτελέσουν τους πυρήνες εκπαιδευτών στους Σχηματισμούς στους οποίους ανήκουν. Σε πρώτη φάση, θα εκπαιδεύσουν βοηθούς και με την συνδρομή αυτών θα αναλάβουν το εκπαιδευτικό έργο σε επίπεδο Σχηματισμού, το οποίο αναμένεται να ξεκινήσει στα τέλη του τρέχοντος έτους. Μετά από παρέλευση κάποιου χρόνου, θα πραγματοποιηθεί έλεγχος και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της δουλειάς που θα έχει κάνει μέχρι τότε κάθε εκπαιδευτής.
Την υλοποίηση του Σχολείου ανέλαβαν αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ΣΥΟΠ των Δυνάμεων Καταδρομών. Η αρχική εισήγηση αφορούσε διάρκεια σχολείου 3 εβδομάδων και πρόβλεψη 1.400 φυσιγγίων ανά εκπαιδευόμενο αλλά η ηγεσία, κατόπιν εξετάσεως του θέματος, κατέληξε στα ανωτέρω περιγραφέντα. Όπως προελέχθη, η διδακτέα ύλη θεωρείται “βασική” και η εκπαίδευση είχε χαρακτήρα “Go/No Go” αλλά όπως καθίσταται αντιληπτό, δεν υπήρχε περίπτωση να μην την διέλθει κανείς επιτυχώς. Η πρόκληση βρίσκεται πλέον στην ικανότητα των εκπαιδευτών να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους στους κληρωτούς και αυτό είναι το κρίσιμο σημείο όλης της υπόθεσης.
Επ’ αυτού του τελευταίου, πρέπει να σημειωθούν δύο βασικά στοιχεία. Όπως ήταν από την πρώτη στιγμή φανερό, άπαντες οι εκπαιδευόμενοι “διψούσαν” για μάθηση και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τους εκπαιδευτές καταδρομείς, οι οποίοι έμειναν απολύτως ικανοποιημένοι από την ανταπόκριση των μαθητών. Είναι παγκοίνως γνωστό ότι όταν η εκπαίδευση είναι υψηλού επιπέδου, κεντρίζει το ενδιαφέρον όλου του κόσμου και το αποτέλεσμα θεωρείται εγγυημένο. Όταν η εκπαίδευση είναι πτωχού επιπέδου και μη ρεαλιστική, απογοητεύει και δεν προκαλεί το ενδιαφέρον. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι με την ανάληψη της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας που ασφαλώς αναβαθμίζει την ατομική εκπαίδευση του προσωπικού στην χρήση του ατομικού οπλισμού, η ηγεσία του ΓΕΕΦ έχει και την ευθύνη διατηρήσεως του πλαισίου σωστής υλοποιήσεως και συνέχειας. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι εάν αρχίσουν στο μέλλον οι “εκπτώσεις” ως προς την διάρκεια της εκπαιδεύσεως ή τον αριθμό των προβλεπομένων βολών, τότε θα έχει επιβεβαιωθεί ότι το “οικοδόμημα” της Εθνικής Φρουράς απλώς δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα διεθνώς καθιερωμένα πρότυπα των σύγχρονων στρατών της Δύσεως.
Σε τεχνικό καθαρά επίπεδο, μπορούν να γίνουν οι εξής παρατηρήσεις.
Έχει καταστεί αντιληπτό ότι η εκπαίδευση στις βολές με τον ατομικό οπλισμό όπως γινόταν παλαιά, δηλαδή εκ του πρηνηδόν και σε ακίνητους στόχους στα 100, 200 ή 300 μέτρα, δεν θεωρείται αληθοφανής και κρίνεται ανεπαρκής. Η εκτέλεση βολών με εναλλαγή πυρός και κινήσεως, ατομικά ή στο πλαίσιο ομάδος μάχης, πλησιάζει περισσότερο στις πραγματικές συνθήκες, αυξάνει την αυτοπεποίθηση του στρατιώτη και του προσφέρει πληρέστερη αντίληψη για την “φυσιολογία” της βολής και την “φυσιογνωμία” του πεδίου της μάχης.
Προ μερικών ετών ανάλογα βήματα προόδου συνετελέσθηκαν στον Ελληνικό Στρατό, χάρη σε προσπάθειες “ανήσυχων” στελεχών των Ειδικών Δυνάμεων που επεδίωξαν την μεταφορά της απαιτητικότερης εκπαιδεύσεως στις βολές ατομικού οπλισμού στις μονάδες Πεζικού. Το ΓΕΣ, αναγνωριζόντας την ορθότητα της πρωτοβουλίας προέβη σε συγκεκριμένες ενέργειες που πλέον έχουν αρχίσει να υιοθετούνται και από την Εθνική Φρουρά.
Όπως είναι εμφανές από την πρώτη στιγμή, η πλειοψηφία των βολών που εκτελείται στο Σχολείο, είναι έναντι στόχων σε μικρές αποστάσεις, επειδή αυτές απαιτούν τον μεγαλύτερο βαθμό δεξιοτεχνίας και μπορούν να θεωρηθούν πιο απαιτητικές από την “απλή” βολή σε στατικά σενάρια άμυνας. Πρόκειται για μία προσαρμογή στον “πραγματικό κόσμο”, καθότι όπως έχει διαπιστωθεί από την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήδη, οι ρεαλιστικές αποστάσεις δραστικών βολών με τον ατομικό οπλισμό είναι μέχρι τα 300 μέτρα, επειδή μετά από αυτήν την απόσταση ο εμφανιζόμενος ανθρώπινος στόχος είναι μικρός και η σκόπευση δυσκολεύει. Αυτή η βασική διαπίστωση, ελάχιστα έχει επηρεασθεί ακόμη και μετά την ευρεία υιοθέτηση οπτικών σκοπευτικών ως πρωτεύον σκοπευτικό στον ατομικό οπλισμό, για λόγους τακτικής, οικονομίας πυρομαχικών κ.λπ. Ενώ λοιπόν παλαιότερα οι Βολές Μάχης Ταχείας Αντιδράσεως εθεωρούντο αντικείμενο μόνο για το προσωπικό μονάδων Ειδικών Δυνάμεων, σήμερα ορθώς έχει αναγνωρισθεί κι έχει επικρατήσει διεθνώς η αντίληψη ότι δεν μπορεί να υφίσταται τέτοιος διαχωρισμός με το προσωπικό των συμβατικών μονάδων Πεζικού.
Συνεπώς, είναι σαφές ότι το προσωπικό των Δυνάμεων Καταδρομών που έχει μεταπέσει σε ατομικό οπλισμό 5,56 mm υπερτερεί στον τακτικό αγώνα πεζικού ενώ το προσωπικό μονάδων με οπλισμό διαμετρήματος 7,62 mm x 51 δυσχεραίνεται στην αποστολή του λόγω των εγκαινών μειονεκτημάτων στην ευκολία μεταφοράς, χειρισμού και σκοπεύσεως. Τα μειονεκτήματα αυτά δεν αίρονται ακόμη και εάν στον οπλισμό αυτόν φέρονται μονίμως οπτικά σκοπευτικά, συνεπώς το τακτικό πλεονέκτημα των καταδρομέων με οπλισμό 5,56 mm που φέρει και τέτοια βοηθήματα, ενισχύεται έτι περαιτέρω.
Από απόψεως ευκολίας μεταφοράς, χειρισμού και σκοπεύσεως υπό συνθήκες πιέσεως, όπως σε κάποιον βαθμό απαιτούσε το σχετικό Σχολείο, δεν ευνοεί η χρήση οπλισμού 7,62 mm x 51 όπως το G3. Αυτά καθίστανται απολύτως αντιληπτά και στον πλέον αδαή στρατιώτη που θα του ζητηθεί να εκτελέσει τέτοια σενάρια αλλά δεν φαίνονται στις φωτογραφίες ή στο βίντεο που συνόδευε το δημοσιοποιηθέν υλικό από πλευράς ΓΕΕΦ. Ένα έμπειρο μάτι βλέπει αμέσως ότι το βίντεο είναι έτσι μονταρισμένο ώστε δεν δείχνει σε κανένα πλάνο διαδοχικές – επαναλαμβανόμενες βολές με G3, ούτε φυσικά αποτύπωση των αποτελεσμάτων επί των στόχων. Ο καθένας όμως μπορεί να αντιληφθεί ότι τα αποτελέσματα του ίδιου στρατιώτη με οπλισμό 5,56 mm είναι ανώτερα για αυτονόητους λόγους που δεν χρειάζονται ιδιαιτέρας αναλύσεως.
https://www.facebook.com/NationalGuardCyprus/videos/658442168073538/
Συνοψίζοντας, η αντικατάσταση του οπλισμού 7,62 mm με σύγχρονο 5,56 mm που θα συνοδεύεται από ευρεία χρήση οπτικών σκοπευτικών, είναι μονόδρομος για κάθε στράτευμα που θέλει να θεωρείται σύγχρονο και ήδη κινείται θετικά προς βελτίωση της εκπαιδεύσεως στις βολές ατομικού οπλισμού. Πειραματισμοί και δοκιμές για νεώτερες προσεγγίσεις επί του θέματος από στρατούς όπως ο Αμερικανικός, είναι νωρίς ακόμη για να αξιολογηθούν από πλευράς ωριμότητος και σχέσεως αποδόσεως προς κόστος.