Γερμανία και Γαλλία θέτουν εμπόδια στην παραγωγή του Altay και την ανάπτυξη τουρκικού Α/Α πυραύλου μεγάλου βεληνεκούς
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Τα σημάδια είχαν αρχίσει να εμφανίζονται εδώ και κάποιους μήνες αλλά τώρα πλέον δημοσιοποιούνται όλο και πιο συχνά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία στην ανάπτυξη μειζόνων οπλικών συστημάτων εξαιτίας εμποδίων που τίθενται από ξένες χώρες για πολιτικούς λόγους. Είναι γνωστό αλλά πλέον, έπειτα από τόσα χρόνια παραβλέπεται, ότι τα κυριότερα οπλικά συστήματα που έχει παρουσιάσει μέχρι σήμερα η Τουρκία, αποτελούν εξελίξεις υφισταμένων συστημάτων που αναπτύχθηκαν από άλλες χώρες και απλώς η Άγκυρα συνήψε συμφωνίες με τις οποίες επιτράπηκε η “τουρκοποίησή” τους, μαζί με παραχώρηση δικαιωμάτων εξαγωγών.
Το άρμα μάχης Altay εξελίχθηκε με την συνδρομή της νοτιοκορεατικής Hyundai Rotem που προσέφερε πρόσβαση στα σχέδια και τις τεχνολογίες του Κ2 Black Panther.
Το επιθετικό ελικόπτερο Τ129 βασίζεται στο σχέδιο του Α129 Mangoose της ιταλικής AgustaWestland, νυν Leonardo Helicopters.
Το αυτοκινούμενο πυροβόλο Τ-155 Firtina είναι επί της ουσίας το K9 Thunder της νοτιοκορεατικής Samsung Techwin.
To εκπαιδευτικό αεροσκάφος Hurkus είναι “φτυστό” το KT-1 Woongbi της νοτιοκορεατικής Korean Aerospace Industries.
Το ελικόπτερο γενικής χρήσεως Gökbey, σχεδιαστικώς παραπέμπει επίσης σε Iταλία και Leonardo Helicopters.
Ο κατάλογος είναι μεγάλος.
Αδυναμία όλων αυτών των επιτευγμάτων, είναι ότι βασίζονται σε κρίσιμα υποσυστήματα αμερικανικής ή γερμανικής κατασκευής, με αποτέλεσμα να απαιτείται άδεια από τις κυβερνήσεις αυτές για να επιτραπεί η πώλησή τους στην Τουρκία, ώστε αυτή να τα χρησιμοποιήσει για δικές της ανάγκες ή για συμβάσεις εξαγωγών.
Είναι γνωστό ότι ΗΠΑ και Γερμανία, παρεμβάλουν κατά καιρούς προβλήματα στην Τουρκία, με αποτέλεσμα αυτή να μην μπορεί να εξασφαλίσει συμβάσεις εξαγωγών των “όπλων” της. Οι Αμερικανοί εμποδίζουν την εξαγωγή ελικοπτέρων Τ129 στο Πακιστάν και άλλες ενδιαφερόμενες χώρες, λόγω των κινητήρων αμερικανικής κατασκευής που φέρουν. Παρομοίως, οι Γερμανοί δεν επιτρέπουν εξαγωγές των Altay και T-155, επειδή προωθούνται από γερμανικούς κινητήρες και προτιμούν να πουλήσουν γερμανικά άρματα και αυτοκινούμενα πυροβόλα στους δυνητικούς αγοραστές τουρκικών.
Ζητήματα σοβαρά, υπάρχουν και στην εξαγωγή τεχνολογίας. Επί σειρά ετών η Τουρκία επιδιώκει να προμηθευτεί αντιαεροπορικά πυραυλικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς, με όρους συμπαραγωγής και μεταφοράς τεχνολογίας, προκειμένου μελλοντικώς να αναπτύξει εγχώριο σύστημα της κατηγορίας. Αμερικανοί και Ρώσοι, οι δύο βασικοί “παίκτες”, αρνούνται μέχρι σήμερα να συζητήσουν ο,τιδήποτε πέρα από απλή πώληση των συστημάτων τους. Μια αρχική συμφωνία με την Κίνα, ναυάγησε προ ετών έπειτα από αμερικανικές πιέσεις.
Την κατάσταση επιδείνωσε η απόφαση των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ στις 14 Οκτωβρίου 2019, να λάβουν μέτρα περιορισμού των εξαγωγών όπλων προς την Τουρκία, λόγω της τρίτης επεμβάσεώς της μερικές ημέρες πριν, στην Συρία. Η απόφαση αιτιολογήθηκε λόγω της πιθανότητος χρησιμοποιήσεως των εξαγομένων όπλων και συναφών υλικών σε επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας, που θα συμβάλουν σε περιφερειακή αποσταθεροποίηση.
Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο πρόεδρος της τουρκικής Προεδρίας Αμυντικής Βιομηχανίας (SSB) Ισμαήλ Ντεμίρ στις 6 Ιανουαρίου 2020, αναφέρθηκε σε αυτά τα προβλήματα.
Ως προς το πρόγραμμα του άρματος Altay, ανέφερε ότι η παραγωγή δεν μπορεί να ξεκινήσει καν, διότι πέραν των 4 γερμανικών κινητήρων που έχουν αγορασθεί προ ετών για τις ανάγκες των πρωτοτύπων του άρματος, το Βερολίνο δεν επιτρέπει άλλες εξαγωγές. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υλοποιηθεί ούτε η πρώτη φάση της σειριακής παραγωγής, που αφορά 40 άρματα Altay T1, με γερμανικό κινητήρα. Τα υπόλοιπα 210 Altay T2 που προβλέπεται να ακολουθήσουν, υποτίθεται ότι θα φέρουν “τουρκικό” κινητήρα, που όπως όλα δείχνουν θα βασίζεται σε μοντέλο και τεχνολογία που θα παρασχεθεί από την Ουκρανία. Το δεδομένο είναι ότι το Altay δεν πρόκειται να τεθεί σε υπηρεσία με τον Τουρκικό Στρατό το 2020, όπως είχε προβλεφθεί. Πάντως ο Ντεμίρ είπε ότι αναμένει σύντομα να επιλυθεί το ζήτημα με την Γερμανία.
Άλλο οπλικό σύστημα που έχει ανακοινωθεί ότι θα τεθεί σε υπηρεσία το 2020, είναι το πυραυλικό αντιαεροπορικό σύστημα χαμηλών υψών HİSAR-A που εμφανώς στηρίζεται στο IRIS-T SL της γερμανικής DIEHL. Η Γερμανία υποτίθεται ότι εφάρμοζε από το 2016 μια πιο αυστηρή πολιτική περιορισμών στις εξαγωγές οπλισμού στην Τουρκία, εξ αφορμής της αρχικής τουρκικής εισβολής στο Αφρίν της Συρίας. Ωστόσο, οι δοκιμές του HİSAR-A συνεχίσθηκαν και από πέρυσι αναφέρεται ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η σειριακή παραγωγή, γεγονός που εγείρει ερωτηματικά ενώ ο Ντεμίρ δεν αναφέρθηκε σε αυτό.
Σημαντική ήταν επίσης η γνωστοποίηση ότι και η Γαλλία, μετά την απόφαση της 14ης Οκτωβρίου, θέτει πλέον εμπόδια στην σύμβαση που έχει υπογράψει η τουρκική Aselsan με την γαλλοϊταλική κοινοπραξία Eurosam, με αντικείμενο την συνανάπτυξη ενός αντιαεροπορικού πυραύλου μεγάλου βεληνεκούς που θα στηρίζεται στον Aster 30 Block 1NT. Στην παρούσα φάση εκπονείται η μελέτη προσδιορισμού του συστήματος αλλά η Γαλλία είναι αρνητική, όπως είπε ο Ντεμίρ, στο θέμα της μεταφοράς τεχνολογίας. “Εάν συνεχισθεί αυτή η στάση, θα συνεχίσουμε με τον άλλο εταίρο“, είπε ο Ντεμίρ, εννοώντας την Ιταλία ενώ θέλοντας να υποβαθμίσει το ζήτημα, πρόσθεσε ότι η θέση της Γαλλίας “δεν έχει νόημα για εμάς” και ότι δεν θα επηρεασθούν τα τουρκικά σχέδια.
Η συνεργασία με την Eurosam, επηρεάζει σοβαρά δύο μείζονα εξοπλιστικά προγράμματα της Τουρκίας, δεδομένου ότι σε αυτά θα χρησιμοποιείται ο πύραυλος που θα αναπτυχθεί βασιζόμενος στον Aster 30 Block 1NT. Πρόκειται για την ναυπήγηση των αντιτορπιλικών αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής TF-2000 και το αντιαεροπορικό/ αντιβαλλιστικό πυραυλικό σύστημα SİPER/HISAR-U, που φιλοδοξεί να αναπτύξει η Τουρκία.
Πέραν των ανωτέρω, η στάση των ξένων κυβερνήσεων δεν επηρεάζει την εξέλιξη δύο μειζόνων εξοπλιστικών προγραμμάτων για το Τουρκικό Ναυτικό, τα οποία βρίσκονται σε εξέλιξη. Το ένα αφορά τα 6 ναυπηγούμενα υποβρύχια Τύπου 214 από την Γερμανία και το δεύτερο το Ελικοπτεροφόρο Δεξαμενής “ANADOLU” (L400) σε συνεργασία με την Ισπανία.
Εν πάση περιπτώσει, η στάση Γαλλίας και κυρίως Γερμανίας, η οποία αναδεικνύεται στον υπ’ αριθμόν ένα εφοδιαστικό εταίρο της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, δεν μπορεί να προσδιορισθεί πόσο θα διαρκέσει. Η εμπειρία δείχνει ότι παρά τα εμπόδια, η τουρκική προσπάθεια συνεχίζεται με υπομονή, αναμένοντας κάθε φορά το χαλάρωμα των περιορισμών, αναλόγως της εξελίξεως των γενικότερων πολιτικοδιπλωματικών συνθηκών.
Γιατί το εμπάργκο όπλων της ΕΕ στην Τουρκία δεν έχει μεγάλη σημασία