Δούρειος Ίππος - Podcasts
ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Ζητάμε από την “κακή” Γερμανία εμπάργκο στα υποβρύχια για την Τουρκία; Σοβαρά;

Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Τις τελευταίες ημέρες, κυβερνητικοί αξιωματούχοι, βουλευτές και ευρωβουλευτές, εμφανίζονται σε συνεντεύξεις ή αρθρογραφούν υπέρ της ιδέας επιβολής εμπάργκο από την Γερμανία στην Τουρκία, ώστε να διακοπεί το πρόγραμμα προμήθειας 6 υποβρυχίων Type 214TN για το Τουρκικό Ναυτικό. Ο ευρωβουλευτής Γιώργος Κύρτσος, ο βουλευτής Άγγελος Συρίγος και ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, τοποθετήθηκαν επ’ αυτού κατά τον έναν ή άλλον τρόπο. Πιθανώς το θέμα να έχει τεθεί κιόλας, στις τελευταίες επαφές με τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών. Η περίπτωση είναι ενδιαφέρουσα επειδή, ενώ έχει μία λογική, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με συγκεκριμένες πολιτικές και επιλογές της κυβερνήσεως.

Τα δεδομένα της συνεργασίας Γερμανίας – Τουρκίας σε οικονομικό – βιομηχανικό πεδίο γενικότερα και ως προς την αμυντική βιομηχανία ειδικότερα, είναι γνωστά. Η Τουρκία όχι μόνο αγοράζει γερμανικά όπλα αλλά συνάπτει συμβάσεις με γερμανικές εταιρείες για εξαγορά τεχνογνωσίας και βιομηχανική συνεργασία, μέσω της οποίας αναπτύσσει τουρκικά όπλα. Η μεγάλη πρόοδος της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε τέτοιου είδους συνεργασίες, με γερμανικές εταιρείες και δευτερευόντως με αμερικανικές. 

Ωστόσο, υπάρχει μια σοβαρή εξέλιξη τα τελευταία έτη. Ανέκαθεν οι γερμανικές κυβερνήσεις επεδείκνυαν μια σχετική ευαισθησία στην πώληση όπλων σε χώρες οι οποίες μπορεί να τα χρησιμοποιούσαν για επιθετικές πολεμικές επιχειρήσεις. Είναι μια συνειδητή επιλογή, για λόγους πολιτικών σκοπιμοτήτων στο εσωτερικό της χώρας. Η συγκεκριμένη πολιτική, παρουσιάζει σχετική ελαστικότητα, αναλόγως της περιπτώσεως. Επί παραδείγματι, στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας, υπάρχει χρόνια άρνηση πωλήσεως όπλων, παρά το γεγονός ότι έχει εκφρασθεί ενδιαφέρον για πρόθεση αγορών σε μυθικές ποσότητες, όπως επί παραδείγματι 800-900 άρματα Leopard 2. Το ύψος των προμηθειών αυτών που χάνονται και καταλήγουν στις ΗΠΑ, δεν συγκινεί επαρκώς το γερμανικό πολιτικό σκηνικό.

Από την άλλη, με την Τουρκία τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, αφενός επειδή πρόκειται για σύμμαχο του ΝΑΤΟ, αφετέρου επειδή η χώρα αυτή δεν αγοράζει μόνο έτοιμα όπλα αλλά, όπως είπαμε, συνάπτει μακροχρόνιες συνεργασίες με γερμανικές εταιρείες που τις δεσμεύουν σε προγράμματα συνανάπτυξης (προσοχή: όχι συμπαραγωγής) τουρκικών όπλων. Επάνω σε αυτά τα δεδομένα, προστίθεται ως επιπλέον παράμετρος μόνο, η σχετική ευαισθησία για τις ψήφους της σημαντικής τουρκικής μειονότητος στην Γερμανία.

Ωστόσο, τα τελευταία έτη οι Γερμανοί έχουν υιοθετήσει μια πιο “σκληρή” γραμμή έναντι της Τουρκίας, η οποία όμως δεν γνωρίζει μεγάλη δημοσιότητα επειδή αφορά αυτόν τον εξειδικευμένο τομέα. Οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν σταδιακώς ότι η ανάπτυξη της τουρκικής βιομηχανίας οδήγησε σε εμφάνιση αξιόλογων προϊόντων, τα οποία από ένα σημείο και μετά, έχουν αρχίσει να ανταγωνίζονται ευθέως λόγω χαμηλότερης τιμής τα δικά τους αντίστοιχα και την γερμανική αμυντική βιομηχανία.

Ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως των φανερών πολιτικών αποφάσεων για επιβολές εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων με διάφορα προσχήματα (π.χ. τελευταίως λόγω της εισβολής στην Συρία) η γερμανική κυβέρνηση από νωρίτερα, έδωσε άτυπη οδηγία προς τις γερμανικές εταιρείες και σε ατομικό επίπεδο, σε Γερμανικής υπηκοότητος μηχανικούς που είχαν προσληφθεί στην Τουρκία, να διακόψουν την σχέση εργασίας με τουρκικές εταιρείες. Το “κάλεσμα”, είχε σοβαρές συνέπειες, επειδή η ομαδική αποχώρηση εκατοντάδων Γερμανών μηχανικών στέρησε σημαντική εμπειρία και γνώση, εμποδίζοντας την ομαλή εξέλιξη αναπτυξιακών προγραμμάτων νέων τουρκικών όπλων. 

Η μεγαλύτερη εμπλοκή που παρουσιάσθηκε και έχει γίνει ευρύτερα γνωστή, είναι η άρνηση να χορηγηθεί άδεια εξαγωγής – κατασκευής του γερμανικού κινητήρα της MTU για τις ανάγκες του τουρκικού άρματος Altay. Η εξέλιξη, είχε ως αποτέλεσμα την διακοπή του προγράμματος, που σε πρώτη φάση σχεδιάσθηκε να αποδώσει 250 άρματα. Οι Τούρκοι έχουν επιδοθεί πλέον σε μια προσπάθεια αναπτύξεως εγχωρίου συγκροτήματος ισχύος με ιταλική βοήθεια, αφού πρώτα δεν τελεσφόρησαν σχετικές επαφές με την Ιαπωνία ή την Αυστρία.

Δεύτερο πλήγμα στο πρόγραμμα του Altay, προκλήθηκε εκ της υπαναχωρήσεως της Rheinmetall από την κοινοπραξία που σχημάτισε με την τουρκοκαταριανή BMC, για την βιομηχανοποίηση της παραγωγής του άρματος. Επειδή ο Ερντογάν πέταξε έξω την Otokar που ανέπτυξε το άρμα, λόγω της έχθρας του με την οικογένεια Κοτς, στον όμιλο της οποίας ανήκει η εν λόγω εταιρεία, η σύμβαση βιομηχανοποιήσεως του Altay, δηλαδή η δημιουργία και λειτουργία της γραμμής σειριακής παραγωγής, ανατέθηκε στην BMC, της οποίας ο ιδιοκτήτης είναι προσωπικός φίλος του Τούρκου προέδρου. Η εμπειρία της BMC στο αντικείμενο, δεν συγκρίνεται με αυτήν την Otokar, σε κάθε περίπτωση όμως, έπρεπε να αναζητηθεί ξένη βοήθεια και γι’ αυτό τον λόγο επιλέχθηκε η Rheinmetall. Η γερμανική εταιρεία συμμορφήθηκε απολύτως με τις εντολές που έλαβε από την γερμανική κυβέρνηση και αποχώρησε, “θυσιάζοντας” την μεγάλη σύμβαση που είχε εξασφαλίσει.

Εάν στην Ελλάδα υπήρχε στοιχειώδης σοβαρότητα και στενή παρακολούθηση των εξελίξεων, αντί να εκδηλώνεται ενδιαφέρον δήθεν για την εγκατάσταση εργοστασίου της Volkswagen στην Ελλάδα -μετά την ματαίωση των σχεδίων που αφορούσαν την Τουρκία- θα μπορούσε να επιδιωχθεί με πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας η προσέγγιση με την Γερμανία σε επίπεδο αμυντικής βιομηχανίας. Διότι αυτοκινητοβιομηχανία καταφέραμε να την κλείσουμε στην Ελλάδα, αμυντική βιομηχανία όμως εξακολουθούμε να έχουμε, έστω και μικρή.

Ασφαλώς και η Ελλάδα δεν δαπανά για Έρευνα & Ανάπτυξη τίποτα, σε σχέση με την Τουρκία, συνεπώς δεν έχει σχέδια για ανάπτυξη κάποιου δικού της συστήματος με γερμανική βοήθεια. Όμως και πάλι, υπήρχαν συγκεκριμένες επιλογές που μπορούσαν να γίνουν. Για να ζητήσεις από την Γερμανία να εγκαταλείψει συμβάσεις δισεκατομμυρίων που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη με την Τουρκία, το πρώτο πράγμα που περνά διά της λογικής ως σκέψη, είναι να την δελεάσεις με μια πρόταση συνεργασίας στην ανάπτυξη ενός ελληνικού όπλου, έστω και μικρότερης αξίας, όπως επί παραδείγματι ενός πυραύλου. Διαφορετικά, δεν έχεις κάποιον επιπλέον μοχλό πιέσεως.

Τι ισχύει όμως στην Ελλάδα; Επί μια δεκαετία, ίσως και παραπάνω, η Γερμανία και οι γερμανικές εταιρείες έχουν τεθεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις σε “μαύρη λίστα”. Κινδυνεύει κανείς να κατηγορηθεί περίπου ως… προδότης, εάν επισημάνει ότι παρά τα αποδεδειγμένα σκάνδαλα στον τομέα των εξοπλισμών με γερμανικές εταιρείες, το ελληνικό Δημόσιο ποτέ δεν επεδίωξε μία σοβαρή και έντιμη συνεννόηση ώστε να θεραπευτούν οι όποιες ανωμαλίες, να εξομαλυνθεί η κατάσταση από όλες τις απόψεις και να παύσουν να υπάρχουν νέφη που δηλητηριάζουν την όποια σχέση συνεργασίας. Διότι αυτή η κατάσταση, συνέφερε τους ανταγωνιστές και τα κυκλώματά τους, με την οποία συμβιβάσθηκαν και οι ελληνικές κυβερνήσεις σκοπίμως και εκ του πονηρού.

Εξ αφορμής των εξελίξεων στο τουρκικό πρόγραμμα άρματος και την αποχώρηση των Γερμανών, δεν θα μπορούσε η Ελλάδα να εκμεταλλευθεί την κατάσταση προς όφελός της; Από το 2014 αποφασίσθηκε η ιδιωτικοποίηση της ΕΛΒΟ. Το ότι υπήρχε γερμανικό ενδιαφέρον, ήταν γνωστό αλλά όλοι βλέπαμε επί προηγουμένης κυβερνήσεως να διαφημίζονται οι Νοτιοαφρικανοί ενώ με την παρούσα κυβέρνηση οι Ισραηλινοί, ως ιδανικοί επενδυτές.

Το γερμανικό ενδιαφέρον για την ΕΛΒΟ, στηριζόταν στην γεωγραφική θέση της εταιρείας πλησίον του μεγάλου λιμένος Θεσσαλονίκης που συντόμευε τις διαδρομές των εξαγωγών και μείωνε κόστη, την συνύπαρξη μιας σειράς ελληνικών εταιρειών που συνεργάζονται στην παραγωγή του Leopard 2 και στην πρόθεση να αποφορτίσουν τις γραμμές παραγωγής των εργοστασίων στην Γερμανία, λόγω μεγάλου όγκου εξασφαλισμένου έργου για τεθωρακισμένα (Leopard, Puma, Boxer, Lynx) μεταφέροντας ένα μέρος της παραγωγής στην Ελλάδα. Με τους γερμανικούς κολοσσούς να κυριαρχούν στην αγορά της Ευρώπης και παγκοσμίως, το μέλλον είναι εξασφαλισμένο εάν δει κανείς τα δισεκατομμύρια που πρόκειται να απορροφήσουν για σκοπούς Έρευνας & Ανάπτυξης μόνο, τα προσεχή έτη.

Εάν τα ανωτέρω παρουσιάζουν μια αντικειμενική πραγματικότητα, οι αρμόδιοι στην Ελλάδα είχαν άλλη άποψη… Μετά το πρόσφατο ναυάγιο της συνεργασίας στον τομέα των αρμάτων με την Τουρκία, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η ΕΛΒΟ ως δέλεαρ για τους Γερμανούς; Ασφαλώς. Αλλά τι σχέση συνεργασίας έχεις φροντίσει να διατηρείς με αυτούς;

Όταν το ελληνικό Δημόσιο παρακρατεί επί σειρά ετών αναιτίως την επιστροφή εγγυητικών, παρά την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων των Γερμανών, είναι φυσικό να συντηρείται μια ψευδής εικόνα υπάρξεως πολύχρονων “εκκρεμοτήτων” και “διαφορών”.

Όταν οι Γερμανοί αναμένουν υπομονετικά να τελειώσουν τα ελληνικά καπρίτσια από ιστορίες όπως αυτή των υποβρυχίων που “γέρνουν”, είναι φυσικό σε κάποιους να δημιουργείται η αίσθηση της υπάρξεως σοβαρών “προβλημάτων” και ποιότητος υπηρεσιών – προϊόντος.

Όταν οι Γερμανοί αναμένουν με τις κυβερνητικές αλλαγές να δουν μια νέα αντιμετώπιση, μακριά από κομματικές ιδεοληψίες και διεφθαρμένους κυβερνητικούς αξιωματούχους, όταν δεν βλέπουν κανένα μέτρο συνεννοήσεως, τότε με ποιο “θάρρος”, εμφανίζεσαι και ζητάς να διακόψουν το πρόγραμμα υποβρυχίων της Τουρκίας;

Όπως έχουμε επισημάνει και σε άλλη ευκαιρία, κυκλοφόρησε η είδηση ότι οι Γερμανοί κατέθεσαν πρόταση στην κυβέρνηση για την ΕΛΒΟ, η οποία προέβλεπε επενδύσεις ύψους 500 εκατ. ευρώ σε 5 έτη και χωρίς καμμία δέσμευση του ελληνικού Δημοσίου για ανάθεση συμβάσεων – προίκα. Η κυβέρνηση δεν έχει επιβεβαιώσει ούτε έχει διαψεύσει εάν έγινε τέτοια κίνηση ενώ η αντιπολίτευση την ανταγωνίζεται σε σιωπή. Εάν υπήρξε τέτοια εξέλιξη αλλά αποκρύφθηκε, από μια κυβέρνηση η οποία υποτίθεται έχει αποδηθεί σε κυνήγι επενδύσεων για την χώρα, τότε τι εντύπωση πρέπει να σχηματίσουν οι Γερμανοί για την σοβαρότητα και αξιοπιστία μας;

Στον πραγματικό κόσμο της βιομηχανίας και των εξοπλισμών, μια σχετική είδηση φέρνει αντιμέτωπη την ελληνική κυβέρνηση με το βάρος των επιλογών της. Στις 13 Οκτωβρίου, η Rheinmetall ανακοίνωσε τα εγκαίνια του Κέντρου Αριστείας Στρατιωτικών Οχημάτων (MILVEHCOE) στο Κουίνσλαντ της Αυστραλίας, που εξασφαλίζει εγχώρια ικανότητα σχεδιάσεως, αναπτύξεως και παραγωγής, όσο και εξαγωγών, τεθωρακισμένων οχημάτων, πύργων και άλλων στρατιωτικών πλατφορμών. Η επένδυση περιλαμβάνεται στα προγράμματα προμήθειας 211 τεθωρακισμένων οχημάτων Boxer και 2.500 θωρακισμένων φορτηγών υψηλής ευκινησίας για τον Αυστραλιανό Στρατό.

Μια ανάλογη επένδυση, τηρουμένων των αναλογιών, έγινε με το πρόγραμμα των αρμάτων Leopard 2 HEL στην Ελλάδα, που απέφερε σοβαρό εμπλουτισμό της ΕΛΒΟ σε επίπεδο εξοπλισμού και υποδομών ενώ δημιούργησε μια “μίνι αρματοβιομηχανία” στην Ελλάδα, με την συμμετοχή τεσσάρων άλλων ελληνικών βιομηχανιών στην παραγωγή του άρματος και υποσυγκροτημάτων του. Ο διαγωνισμός ιδιωτικοποιήσεως της ΕΛΒΟ, ήταν ιδανική ευκαιρία, σε συνδυασμό με τις σχετικές εξελίξεις στην Τουρκία, ώστε να κεφαλαιοποιηθεί για δεύτερη φορά, η όλη επένδυση που έγινε με το πρόγραμμα των Leopard 2 (το μεγαλύτερης αξίας εξοπλιστικό πρόγραμμα στην ιστορία του Ελληνικού Στρατού – 1,7 δισ. ευρώ) στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία.

Η κυβέρνηση είχε άλλες “στρατηγικές” σκέψεις. Με τις επιλογές της, δίνει ένα πολύ καλό δείγμα των σκοπών κι επιδιώξεών της. Αλλά παρουσιάζεται ένα μεγάλο παράδοξο: ενώ ετοιμάζεται να δώσει συμβάσεις δισεκατομμυρίων σε Αμερικανούς και Ισραηλινούς, λόγω της στρατηγικής συνεργασίας και της ευμενούς επιρροής που αναμένει να εξασφαλίσει από αυτούς, στην περίπτωση της Γερμανίας, από την οποία υποτίθεται ότι υπολογίζει σε επίπεδο ΕΕ να λειτουργήσει υπέρ των ελληνικών θέσεων, όχι μόνο διατηρεί τις γερμανικές εταιρείες σε “μαύρη λίστα” αλλά δεν δέχεται καν προτάσεις πραγματικών και όχι εικονικών επενδύσεων από αυτές. Και μετά, αναμένει από την γερμανική κυβέρνηση, να “χαλάσει δουλειές” για όπλα, με την Τουρκία.

(Ασφαλώς, όποιος εκφράζει τέτοιους προβληματισμούς, είναι “προδότης” και γερμανόδουλος. Εξάλλου, ως γνωστόν, οι Γερμανοί “θέλουν τον ήλιο μας” κ.λπ. κ.λπ.)

ΕΛΒΟ, ναυπηγεία, επενδύσεις, χαμόγελα (με μάσκες)

Tags

Related Articles

Back to top button
Close