Υπάρχει μέλλον για γαλλικά μαχητικά σε ελληνική υπηρεσία;
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Η απαξίωση των γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών Mirage τα τελευταία έτη, λόγω της ελλιπούς υποστηρίξεως των αεροσκαφών και των όπλων τους, απασχολεί την ηγεσία και παρά τις επισταμένες προσπάθειες που καταβλήθηκαν, τα μαχητικά παραμένουν χωρίς FOS επί σειρά ετών. Οι δυσχέρειες του εκτρωματικού νόμου Βενιζέλου περί προμηθειών, είναι οπωσδήποτε μια από τις αιτίες. Σοβαρή αιτία όμως είναι και η οικονομική παράμετρος, η οποία στην εποχή της έντονης δημοσιονομικής κρίσεως που διήλθε η χώρα, ανέδειξε τα όρια που υπάρχουν ως προς την υποστήριξη ομοειδών μειζόνων οπλικών συστημάτων δύο διαφορετικών πηγών προελεύσεως, για να περιορισθούμε στην Πολεμική Αεροπορία.
Η δημοσιονομική κρίση δεν ανήκει ακόμη στο παρελθόν και η πανδημία του COVID 19 καθυστερεί την ανάρρωση της ελληνικής οικονομίας. Είναι βάσιμο λοιπόν να υποστηριχθεί ότι στο μέλλον θα είναι κυριολεκτικώς “πολυτέλεια”, η διατήρηση ενός μείγματος αμερικανικών και γαλλικών μαχητικών. Όταν έχεις πρόβλημα να υποστηρίξεις τα ήδη υπάρχοντα Mirage, είναι ασφαλώς εκτός πραγματικότητος και συζητήσεως η πιθανότητα προμήθειας Rafale.
Τα γαλλικά μαχητικά αεροσκάφη κοστίζουν “πολύ”, όχι μόνο ως πλατφόρμες που απαιτούν μια δεύτερη εφοδιαστική αλυσίδα ανταλλακτικών για την υποστήριξή τους αλλά και λόγω των διαφορετικών όπλων που φέρουν. Τα τελευταία, είναι κατά κανόνα πιο ακριβά εν σχέσει με τα αμερικανικά, τόσο ως προς το κόστος κτήσεως όσο και στην περιοδική συντήρησή τους.
Από οικονομικής πλευράς, εάν είναι περίπου αυτονόητο το δυσβάστακτο κόστος διατηρήσεως γαλλικών μαχητικών πλάι στα αμερικανικά, παραμένει το ερώτημα του συγκριτικού ποιοτικού πλεονεκτήματος που εξασφαλίζουν αυτά στην Πολεμική Αεροπορία. Εδώ πρέπει να διευκρινιστούν δύο πράγματα:
α) Τα κριτήρια προμήθειας γαλλικών μαχητικών ποτέ δεν ήταν επιχειρησιακά αλλά πολιτικά. Η χούντα Ιωαννίδη στην δεκαετία του 1970 αποφάσισε να προμηθευτεί και τα Mirage F.1CG προκειμένου να διατηρεί καλές σχέσεις με το Παρίσι. Το ίδιο περίπου ίσχυσε και στην δεκαετία του 1980, με την προμήθεια των Mirage 2000, που όπως φάνηκε εξυπηρέτησε και παρασκηνιακή διακίνηση μαύρου χρήματος. “Πολιτική”, ήταν στην δεκαετία του 2000 και η απόφαση αναβαθμίσεως και προμήθειας Mirage 2000-5Mk2, δεδομένου ότι καμμία σχετική εισήγηση ή ενδιαφέρον δεν υπήρχε από πλευράς ΓΕΑ…
β) Το ενδιαφέρον εστιάζεται στο πόσο μεγάλο ή σημαντικό είναι το ποιοτικό πλεονέκτημα που προσφέρουν στην Πολεμική Αεροπορία τα γαλλικά μαχητικά. Κατ’ αρχάς σημειώνεται ότι η “οροφή” των γαλλικών μαχητικών που έχει προμηθευτεί η Ελλάδα, είναι δύο Μοίρες. Αρκούν αυτές για να κάνουν την “διαφορά”; Η εγκατάλειψη των Mirage τα τελευταία έτη, αποδεικνύει ότι η Πολεμική Αεροπορία “έζησε” και χωρίς αυτά. Σε μια περίοδο που όλοι οι δείκτες διαθεσιμότητος κατέρρεαν, προτεραιότητα δόθηκε όπως ήταν αυτονόητο στην διατήρηση της σπονδυλικής στήλης των μαχητικών, δηλαδή στα F-16. Η συμβολική παρουσία των Mirage, δεν θα είχε κάποια αξιοσημείωτη επίδραση στην έκβαση τυχόν αναμετρήσεως. Το εάν θα έχει σε μια πραγματική σύρραξη, είναι κάτι που πιθανολογείται ως εκτίμηση, υπό την έννοια ότι αντ’ αυτών, η Πολεμική Αεροπορία θα μπορούσε να έχει ίδιο ή και μεγαλύτερο αριθμό F-16.
Τα ανωτέρω, σημαίνουν ότι περισσότερο πολιτικοί λόγοι και “συμφέροντα” βρίσκονται πίσω από τις προμήθειες γαλλικών μαχητικών και όχι η πίεση ή το ενδιαφέρον του επιχειρησιακού φορέα. Τώρα όμως, στο δυναμικό της Πολεμικής Αεροπορίας υφίσταται ένας αριθμός Mirage, που απλώς δεν μπορεί να παραμένει απαξιωμένος, διότι καταστρέφεται η όποια επένδυση έχει γίνει σε επιτελικό επίπεδο, προς εξυπηρέτηση των επιχειρησιακών απαιτήσεων. Συνεπώς, πρώτιστη ανάγκη αποτελεί η 114 Πτέρυγα Μάχης, που σήμερα είναι περίπου “διακοσμητική”, να αποκτήσει και πάλι ουσιαστική υπόσταση.
Η επένδυση που πρέπει να γίνει στα Mirage, καλύπτει σε πρώτη φάση το κόστος της FOS και σε δεύτερη φάση, το κόστος συντηρήσεως των όπλων τους. Πρόκειται για σημαντική συνολική δαπάνη. Το ενδεχόμενο ενός περιορισμένου προγράμματος αναβαθμίσεως των Mirage 2000-5Mk2, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί, με κύριο σημείο εστιάσεως την απόκτηση υποδομής ζεύξεως Link 16 κι ενδεχομένως αναβάθμιση του ηλεκτρονικού συστήματος αυτοπροστασίας.
Υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, τα 24 Mirage 2000-5Mk2 μπορούν να παραμείνουν στην “πρώτη γραμμή”, για άλλες δύο δεκαετίες. Το μέλλον των 20 μη αναβαθμισμένων Mirage 2000, προοιωνίζεται βραχύτερο, καθώς τυχόν αναβάθμιση ή οποιαδήποτε άλλη προσθήκη, συνεπάγεται σημαντική και δυσβάστακτη δαπάνη, που θα είναι και ανορθολογική.
Εγγύς και απώτερο μέλλον
Στα τέλη της δεκαετίας, σε σύγκριση με το παρελθόν, η Πολεμική Αεροπορία θα είναι σημαντικά συρρικνωμένη σε δύναμη μαχητικών, στην περιοχή των 200. Θα υφίστανται τα 84 αναβαθμισμένα F-16V, τα 38 F-16 Block 50 που θα είναι εγκληματικό να μην αναβαθμιστούν και αυτά, μαζί με τα 24 Mirage 2000-5Mk2. Σε αυτά, πιθανώς να έχουν προστεθεί 24 F-35, για τα οποία υπάρχει εκδήλωση αρχικού ενδιαφέροντος. Επιπλέον F-16 Block 30 και Mirage 2000, θα βρίσκονται στην “δεύτερη γραμμή”, σε μειούμενους αριθμούς.
Ωστόσο, εκείνη την εποχή, θα έχει αρχίσει να διερευνάται η επιχειρησιακή αξιοποίηση των μη επανδρωμένων μαχητικών που θα συνοδεύουν σε σμήνωση επανδρωμένα μαχητικά αεροσκάφη, πολλαπλασιάζοντας τις επιχειρησιακές δυνατότητες και ενισχύοντας την επιβιωσιμότητα των τελευταίων. Συνεπώς, αυτό θα είναι το “άλμα” που θα αποτελεί το στοίχημα για την Πολεμική Αεροπορία εκείνη την περίοδο, κάτι που μόνο το F-35 δείχνει ότι μπορεί να εξασφαλίσει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι στο μέλλον δεν θα αγοραστούν μαχητικά από την Γαλλία. Το Rafale όμως, δεν μπορεί διά της λογικής να θεωρείται “εφικτό” από οικονομικής απόψεως, όσο και επαρκές, από επιχειρησιακής. Η αυγή της 6ης γενιάς μαχητικών, θα έχει αρχίσει και το ευρωπαϊκό FCAS, στο οποίο η Γαλλία επιδιώκει να διαδραματίσει ρόλο σημαιοφόρου, θα είναι μια φυσιολογική επιλογή για την Ελλάδα. Υπ’ αυτή την έννοια, η χώρα πρέπει να εκδηλώσει ενδιαφέρον για την ένταξη στην κοινοπραξία του FCAS, σοβαρό ζήτημα το οποίο εγκαίρως έχει αναδείξει η Ένωση Ελληνικών Εταιριών Αεροδιαστημικής Ασφάλειας & Άμυνας (ΕΕΛΕΑΑ).
Πρόταση της ΕΕΛΕΑΑ για ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα του FCAS