Βολές βαρέων όπλων της ΔΑΝ Μεγίστης και η έκπληξη των γαλλικών όλμων 120 mm
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Και ενώ τα φώτα της δημοσιότητος εχθές 6 Νοεμβρίου ήταν στραμμένα στην άσκηση ΜΕΔΟΥΣΑ 9 που πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη, από κοινού με δυνάμεις της Κύπρου και της Αιγύπτου, πολύ πιο ανατολικά, η Διοίκηση Άμυνας Νήσου (ΔΑΝ) Μεγίστης πραγματοποίησε την τελική φάση μιας ασυνήθιστης για τα δεδομένα του συμπλέγματος, άσκησης. Με αυτό τον τρόπο, η ΔΑΝ Μεγίστης, που υπάγεται στην 95 ΑΔΤΕ, πέρασε το δικό της “μήνυμα” σε κάθε… ενδιαφερόμενο.
Η άσκηση που απετέλεσε μέρος της επιχειρησιακής εκπαιδεύσεως της φρουράς, στην τελική φάση της περιελάμβανε ευρεία εκτέλεση πυρών διαφόρων βαρέων όπλων ευθυτενούς και καμπύλης τροχιάς, που για πρώτη φορά έλαβαν χώρα με τέτοια ένταση. Τα πυρά εκτελέσθηκαν στην θαλάσσια περιοχή δυτικώς Μεγίστης και νοτίως νησίδος Ρω, σε αποστάσεις μεταξύ 2-5,5 χλμ. αναλόγως όπλου. Συμμετείχαν στοιχεία βαρέων πολυβόλων Μ2ΗΒ των 12,7 mm, αντιαεροπορικών πυροβόλων Zu-23-2 των 23 mm, όλμων 81 mm αλλά και το “βαρύ πυροβολικό” της ΔΑΝ Μεγίστης, όπου εκεί εμφανίσθηκε και μία έκπληξη.
Στο φωτογραφικό υλικό που αποδέσμευσε εχθές ο Α/ΓΕΣ Αντιστράτηγος Γ. Καμπάς, εμφανίζονται δίπλα σε δύο οβιδοβόλα Μ101 των 105 mm και δύο στοιχεία βαρέων όλμων MO-120 RT F1 των 120 mm! Δεδομένου ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν προμηθεύτηκε ποτέ όλμους των 120 mm και διατηρεί τους παλαιότερους των 4,2 ιντσών (107 mm) που υστερούν σοβαρά σε επιδόσεις και καταστρεπτικότητα, η εμφάνιση των δύο στοιχείων προελεύσεως της γαλλικής Thomson-Brandt ήταν πραγματική έκπληξη.
Πρόκειται για ένα άκρως πετυχημένο όπλο με ραβδωτό σωλήνα, το οποίο τέθηκε σε παραγωγή το 1973 και υιοθετήθηκε από πολλούς χρήστες, μεταξύ των οποίων το Σώμα Πεζοναυτών των ΗΠΑ αλλά και ο Τουρκικός Στρατός, δεδομένου ότι η τουρκική ΜΚΕΚ έλαβε άδεια συμπαραγωγής από την δεκαετία του 1980. Το όπλο επί τροχών είναι ρυμουλκούμενο, έχει βάρος 643 κιλά, υπηρετείται από στοιχείο 4 ανδρών και έχει λίαν ικανοποιητικό βεληνεκές 8.140 μέτρων με τυπικά πυρομαχικά, που αυξάνει σε 12.850 μέτρα με υποβοηθούμενα πυρομαχικά.
Καθίσταται σαφές ότι οι επιδόσεις αυτές είναι άκρως ικανοποιητικές για το περιβάλλον της ΔΑΝ Μεγίστης, δεδομένου ότι συγκριτικώς, το μέγιστο βεληνεκές του οβιδοβόλου Μ101 των 105 mm είναι ελάχιστα μεγαλύτερο, ανερχόμενο σε 11.270 μέτρα. Το σημαντικό όμως είναι ότι το πυρομαχικό του όλμου έχει μεγαλύτερη καταστροφική ισχύ.
Σημειώνεται ότι στο σχετικό υλικό, δεν εμφανίζεται το σύνολο των βαρέων όπλων που διαθέτει η φρουρά της ΔΑΝ Μεγίστης. Ενδεικτικώς, σε παλαιότερες ευκαιρίες, είχαν παρουσιασθεί στοιχεία αντιαρματικών πυραύλων ΑΤ-4 βεληνεκούς 4.000 μέτρων και ρυμουλκουμένων αντιαεροπορικών πυροβόλων Rh-202 των 20 mm. Όσον αφορά δε την έκπληξη των όλμων 120 mm, μπορούμε να υποθέσουμε βασίμως ότι πρόκειται για οπλισμό που παραχωρήθηκε από την Εθνική Φρουρά της Κύπρου, η οποία προμηθεύτηκε από την Γαλλία 114 στοιχεία MO-120 RT F1 για την υποστήριξη των ταγμάτων πεζικού.
Ενδιαφέρουσα εξέλιξη στο συγκεκριμένο βαρύ όπλο επήλθε μετά την υιοθέτησή του από τους Αμερικανούς Πεζοναύτες, οπότε αναζητήθηκε η ανάπτυξη βελτιωμένου Πυρομαχικού Ακριβείας Εκτεταμένου Βεληνεκούς που απέληξε στο βλήμα M395. Το βλήμα καθοδηγείται με GPS που επιτρέπει ακρίβεια πλήγματος της τάξεως των 10 μέτρων και διακρίνεται από βεληνεκές 16.000 μέτρων. Το μεγαλύτερο βεληνεκές εξασφαλίζεται από ουραία πτερύγια σταθεροποιήσεως και κινούμενα πτερύγια canards στο ρύγχος που επιτρέπουν ρυθμίσεις κατά την πτήση και ανεμοπορία κατά την κάθοδο. Εξ αυτής της διαφορετικής τροχιάς, το βλήμα πλήττει τον στόχο με μικρότερη γωνία προσπτώσεως, μεταφέροντας απευθείας στον στόχο περισσότερη ενέργεια και ποσότητα θραυσμάτων. Αντιθέτως, τα τυπικά βλήματα προσκρούουν με γωνία 45 μοιρών, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το άνω μισό μέρος του βλήματος τινάζεται προς τα πάνω, δηλαδή στον αέρα και δεν προκαλεί ζημιά.
Στα σχέδια της Raytheon που ανέπτυξε το Μ395, είναι ένα βλήμα ημιενεργού κατευθύνσεως λέιζερ για προσβολή κινούμενων στόχων, όπως τεθωρακισμένων.