Το “εθνικό πλοίο” μετά τα Ίμια
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Στην κρίση των Ιμίων, το Πολεμικό Ναυτικό βρισκόταν ακόμη στην φάση παραλαβής φρεγατών MEKO 200 που ναυπηγούντο σε ελληνικά ναυπηγεία, είχε παραλάβει αποσυρμένα αντιτορπιλικά και φρεγάτες από τις ΗΠΑ ενώ παραλάμβανε μεταχειρισμένες φρεγάτες τύπου S που απέσυρε η Ολλανδία. Παρόμοια ήταν η κατάσταση και για το τουρκικό ναυτικό, ως προς τις κύριες μονάδες κρούσεως.
Το έτος αυτό, θεμελιώθηκε η ιδεά της ναυπηγήσεως ενός “εθνικού πλοίου”. Στην Τουρκία.
Η ιδέα για “εθνικό πλοίο” (MILGEM) προϋπήρχε, ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης εμπειρίας του τουρκικού ναυτικού στην εγχώρια ναυπήγηση φρεγατών γερμανικής προελεύσεως και της συν τω χρόνω διαπιστώσεως ότι υφίστανται καλές προοπτικές για κάτι συνολικό σε εθνικό επίπεδο. Τις προοπτικές αυτές ενίσχυαν προγράμματα του τουρκικού ναυτικού για συνανάπτυξη συστημάτων μάχης, όπως Τακτικό Σύστημα Μάχης και Σόναρ, που θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν σε ένα εγχώριο σχέδιο, αυξάνοντας την εθνική προστιθέμενη αξία. Οι συμβάσεις αυτές με ξένους οίκους, οδήγησαν στην περίπτωση της αμερικανικής Raytheon στο Τακτικό Σύστημα Μάχης GENESIS και με την γαλλική THALES στο Σόναρ YAKAMOZ.
Από το 1994 ήδη, επί πρωθυπουργίας Τανσού Τσιλέρ, είχε εγκριθεί πρόταση ναυάρχου του τουρκικού ναυτικού για έναρξη μελέτης νέας αντιλήψεως στις προμήθειες μονάδων επιφανείας, με βάση τις εθνικές δυνατότητες. Μετά την κρίση των Ιμίων όμως, στην οποία αναδείχθηκε ο ρόλος των μικρότερων μονάδων κρούσεως σε παράκτιο περιβάλλον, ξεκίνησε ουσιαστικά η δραστηριότητα αντιλήψεως MILGEM, με προσανατολισμό μία κορβέτα εκτοπίσματος 1.500 τόννων.
Αντιμετωπίσθηκαν φυσικά αναμενόμενος αρνητισμός και στενόμυαλες αντιλήψεις αξιωματούχων, κυρίως από πλευράς ηγεσιών του ναυτικού, που θεωρούσαν τον στόχο ακατόρθωτο. Με την αποχώρηση όμως ατάλαντων και άσχετων ηγεσιών, σταδιακώς αναδείχθηκαν προσωπικότητες περισσότερο αφοσιωμένες και με συνολικό όραμα, όχι μόνο για το ναυτικό αλλά για το έθνος γενικότερα.
Η αρχική αντίληψη που διακατείχε το αρμόδιο Υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας, ήταν ότι το έργο έπρεπε να ανατεθεί σε κύριο ανάδοχο που θα είχε και την ευθύνη. Το 2000 προκηρύχθηκε διαγωνισμός που όμως δεν απέδωσε προτάσεις που να καλύπτουν τις απαιτήσεις. Στο μεταξύ, το Ταμείο Υποστηρίξεως Αμυντικής Βιομηχανίας είχε αποφασίσει προϋπολογισμό 240 εκατ. $ για το πρωτότυπο πλοίο της κλάσεως. Οι σχετικές μελέτες έδειχναν ότι εγχώριο πλοίο κατηγορίας φρεγάτας μπορούσε να κοστίσει μέχρι και 20% λιγότερο ενώ κατηγορίας ΤΠΚ μέχρι και 30%. Ο νέος αρχηγός ναυτικού που ανέλαβε το 2003, με προϋπηρεσία ως Διευθυντής Εξοπλισμών και υποστηρικτής του MILGEM, αποφάσισε την ανάθεση του προγράμματος σε κρατικό ναυπηγείο (υπό τον έλεγχο του ναυτικού) που βεβαίως θα συνεργαζόταν με ξένο οίκο αλλά θα είχε αυτό την τελική ευθύνη. Το 2004 συγκροτήθηκε το Γραφείο Προγράμματος MILGEM και μετά από επικαιροποίηση των τεχνικών προδιαγραφών, το σχέδιο αφορούσε πλέον μία κορβέτα των 2.400 τόννων.
Η εξέλιξη των από αέρος απειλών και ο εξοπλισμός των κυρίων μονάδων επιφανείας του ΠΝ
Τότε, το MILGEM αντιπροσώπευε το μεγαλύτερο και πιο φιλόδοξο εγχειρημα στο οποίο εργαζόταν η τουρκική αμυντική βιομηχανία. Ο νέος τότε πρωθυπουργός Ερντογάν, έθεσε από την πρώτη στιγμή ως προτεραιότητα την αυτάρκεια της χώρας σε εξοπλισμούς και το MILGEM υποστηρίχθηκε άμεσα.
Οι διαφωνίες με το Υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας, συνεχίστηκαν για τον ανάδοχο και την ευθύνη του προγράμματος, με αποτέλεσμα να επιλεγεί τελικώς η λύση αναθέσεως συμβάσεως στην τουρκική εταιρεία αεροκινητήτων TUSAS Engine Industries, ως κύριο ανάδοχο. Η TEI, αποτελούσε κοινοπραξία της Τουρκικής Αεροδιαστημικής Εταιρείας (TAI) και της αμερικανικής General Electric, με μικρότερους μετόχους το Ίδρυμα Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων κ.λπ. Επί της ουσίας, το Υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας χρησιμοποίησε την TEI για να μεταβιβάσει σε αυτήν την ευθύνη υλοποιήσεως ενώ το ίδιο διατήρησε ρόλο επιβλέποντος. Από την πλευρά του, το ναυτικό χρησιμοποίησε το ναυπηγείο Κωνσταντινουπόλεως, που θα ναυπηγούσε και τα 4 πλοία της αρχικής φάσεως.
Καθώς η σχεδιαστική γραμμή παρουσιάζει ομοιότητες με το αμερικανικό LCS, η συμμετοχή της GE στην TEI, οδηγεί στην εικασία ότι το σχέδιο του πλοίου αναλήφθηκε από αμερικανικό ναυπηγικό οίκο. Συγκεκριμένα, κάποιον εκ των οίκων που συμμετείχαν στην ομάδα της Lockheed Martin, η οποία είχε παρουσιάσει εκείνη την εποχή την κλάση FREEDOM.
Η σχεδίαση οριστικοποιήθηκε γρήγορα και στις 26 Ιουλίου 2005 ξεκίνησαν οι εργασίες ναυπηγήσεως της πρώτης κορβέτας, η οποία καθελκύστηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2008 παρουσία του πρωθυπουργού Ερντογάν. Τα υπόλοιπα είναι ζωντανή ιστορία.
Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, μετά τον παρολίγο πόλεμο, η Ελλάδα επιδόθηκε σε μία μεγάλη εξοπλιστική προσπάθεια, αφιερώνοντας δισεκατομμύρια για προμήθειες όπλων. Κανείς δεν σκέφτηκε να αρχίσει σχεδίαση και ναυπήγηση “εθνικού πλοίου”. Το ΠΝ, μετά την επιτυχία της προσκτήσεως μεταχειρισμένων S με πολύ χαμηλό αντίτιμο, απέρριψε τις Μ, σκοπεύοντας να αγοράζει πλέον μόνο πλοία νέας ναυπηγήσεως. Η ολλανδική LCF, ήταν το “όνειρο” εκείνη την εποχή, που όμως δεν ελάμβανε υπ’ όψιν τα οικονομικά.
Λίγα χρόνια μετά, η Γαλλία εμφανίστηκε στο προσκήνιο διεκδικώντας πρόγραμμα προμήθειας φρεγατών τύπου FREMM, που επρόκειτο να ναυπηγηθούν κατόπιν αδείας, στην Ελλάδα. Στις 12 Ιανουαρίου 2009 το ΚΥΣΕΑ ενέκρινε την έναρξη διαπραγματεύσεων για την πρόσκτηση 6 FREMM. Υπήρχε μόνο μία λεπτομέρεια: κανείς δεν είχε υπολογίσει τα οικονομικά και σύντομα η κυβέρνηση Καραμανλή που θα κατέφευγε σε πρόωρες εκλογές, πάγωσε τις διαδικασίες. Η χώρα εισήλθε στην μεγάλη περίοδο της οικονομικής κρίσεως και οι εξοπλισμοί πέρασαν σε δεύτερη μοίρα.
Η όλη δραστηριότητα για το πρόγραμμα φρεγατών, έδωσε το ερέθισμα σε μία ομάδα από τον χώρο των ναυπηγείων, να αρχίσει μελέτες για την σχεδίαση κύριας μονάδας κρούσεως βάσει των απαιτήσεων του ΠΝ. Ο επικεφαλής Ιωάννης Τσαγκαράκης, Διευθυντής Μελετών Έρευνας & Ανάπτυξης των υπό γερμανική ιδιοκτησία ΕΝΑΕ και με συμμετοχή στα προγράμματα ναυπηγήσεως των κανονιοφόρων βελτιωμένης σχεδιάσεως για το Πολεμικό Ναυτικό, ήταν γνώστης των διαδικασιών και σταδίων τέτοιων προγραμμάτων. Το 2007, είχε εισηγηθεί στην γερμανική διοίκηση κι αυτή ενέκρινε αναπτυξιακό σχέδιο κορβέτας 74 μέτρων για την διεκδίκηση προγράμματος του ναυτικού του Ομάν και πράγματι μετά τις σχετικές μελέτες παρουσιάσθηκε πρωτότυπο που δοκιμάσθηκε σε πειραματική δεξαμενή. Λόγω αναθέσεως του προγράμματος από το Ομάν σε άλλον ναυπηγικό οίκο, η κορβέτα του Σκαραμαγκά δεν προχώρησε.
Η σχεδιαστική ομάδα ALS NSD του κ. Τσαγκαράκη, είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει το 2010 στον ΥΕΘΑ Ευάγγελο Βενιζέλο προκαταρκτικά σχέδια κορβέτας, που θα μπορούσαν να εξελιχθούν βάσει καθορισμένων προδιαγραφών του ΠΝ. Ο ΥΕΘΑ έδωσε το πράσινο φως για να αρχίσει σχετική εργασία από κοινού με το ΠΝ αλλά επειδή ακόμη δεν είχε οριστικοποιηθεί το ναυάγιο των FREMM και υπήρχε ισχυρή υποστήριξη προς αυτές, διέρρευσε χρόνος άκαρπα. Οι “ενδιαφερόμενοι”, έβλεπαν την πρόταση πλοίου ελληνικής σχεδιάσεως ως ανταγωνιστική, που “χαλούσε” την προμήθεια FREMM.
Το 2014 και παρά το ότι ΥΕΘΑ είχε αναλάβει ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, το σχέδιο προχώρησε και απέκτησε δυναμική, με τον αείμνηστο Α/ΓΕΕΘΑ Στρατηγό Μιχαήλ Κωσταράκο να υποστηρίζει πρόγραμμα Σχεδιάσεως Σύγχρονου Πολεμικού Πλοίου Κρούσεως Επιφανείας. Η ομάδα της ALS ξεκίνησε συζητήσεις με επιτροπή της Διεύθυνσης Εξοπλισμών του ΓΕΝ ενώ καθιερώθηκε και διαδικασία υποβολής τριμηνιαίων αναφορών προόδου. Ενώ αρχικώς η ζύμωση αφορούσε μία Κορβέτα Πολλαπλών Ρόλων, το Πολεμικό Ναυτικό ζήτησε μία φρεγάτα με ισχυρή αντιαεροπορική άμυνα, μήκους 128 μέτρων.
Εννοείται ότι, όπως και στην Τουρκία, οι στρατιωτικοί χωρίς όραμα, επαγγελματική ανησυχία κι εθνική αυτοπεποίθηση, θεωρούσαν “αδύνατο” να σχεδιάσει και να ναυπηγήσει η χώρα πολεμικό πλοίο. Το ότι υπήρχαν άνθρωποι από τον ναυπηγικό χώρο με χειροπιαστή εμπειρία, μάλλον προκαλούσε αμηχανία και συμπλεγματική αρνητική προδιάθεση. Αντί το σύνθημα της εκκινήσεως να ενεργοποιήσει παραγωγικές δυνάμεις, έβγαλε στην επιφάνεια τα χειρότερα στοιχεία. Ασφαλώς υπήρχαν και αυτοί που δούλευαν για τους ξένους.
Μέχρι τα μέσα του 2015, η συνεργασία ΓΕΝ/ΔΕΞ με την ALS είχε φθάσει στην κατάθεση οικονομικοτεχνικής προτάσεως για τον βασικό σχεδιασμό που αφορούσε την προτιμητέα σχεδίαση του ΠΝ. Η συνέχεια θα αφορούσε λεπτομερή σχεδίαση με την συνδρομή συνεργαζόμενου σχεδιαστικού γραφείου του εξωτερικού, μέσω αναθέσεως συμβάσεως ύψους 15 εκατ. € περίπου. Η σύμβαση θα απέδιδε το οριστικό σχέδιο προς εκμετάλλευση από την ALS και το ΓΕΝ, που κατόπιν θα μπορούσαν να προχωρήσουν σταδιακώς στα επόμενα στάδια προετοιμασίας του ναυπηγικού σκέλους.
Το 2015, με την ανάληψη των καθηκόντων του Α/ΓΕΕΘΑ από τον Ναύαρχο Ευάγγελο Αποστολάκη, τερματίστηκε η συνεργασία του ΓΕΝ με την ALS, παρά το ότι αυτή είχε εξελιχθεί αδαπάνως για την υπηρεσία. Σύντομα, φάνηκε ότι αυτοί που δεν ήθελαν ελληνική πρόταση, ήξεραν τι έκαναν. Η γαλλική πίεση ανανεώθηκε και από τις FREMM πέρασε στην προώθηση της νέας σχεδιάσεως FDI.
Επιπλέον, το ΠΝ εισηγήθηκε θετικά και το 2020 η Ελλάδα αποφάσισε να ενταχθεί στο πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Κορβέτας Περιπολίας (EPC) και τα επόμενα χρόνια θα αφιερωθούν πόροι σε ξένους ναυπηγικούς οίκους για μία σχεδίαση η οποία θα μπορούσε να έχει γίνει εγχώρια.
Η διαδικασία προγράμματος νέας φρεγάτας που εγκαινιάστηκε το 2020 από την κυβέρνηση της ΝΔ, οδήγησε στην κατάθεση αρκετών προτάσεων ξένων οίκων. Φάνηκε καθαρά ότι άλλη επιλογή είχε εξαρχής στο μυαλό της η κυβέρνηση, άλλη πρόταση αξιολογούσε το ΠΝ ως ανώτερη και άλλη πρόταση επιλέχθηκε, έπειτα από τυχαία συγκυρία συγκρούσεως αμερικανογαλλικών συμφερόντων στην Άπω Ανατολή. Μία συνέπεια αυτών των “περίεργων”, ήταν να ξεκινήσει διαδικασία προγράμματος προμήθειας νέας κορβέτας. Τότε, η αμερικανική Lockheed Martin, έκανε μία ενδιαφέρουσα κίνηση, αναθέτοντας στην ALS την αρχική σχεδίαση κορβέτας, βασισμένη στις προγενέστερες μελέτες της αλλά επικαιροποιημένη στις νέες απαιτήσεις του ΠΝ. Η πρόταση απερρίφθη από το ΠΝ, κάτι μάλλον αναμενόμενο αφού οι άλλες προτάσεις αφορούσαν σχέδια που είχαν ναυπηγηθεί. Εν τούτοις, η κίνηση της Lockheed Martin δείχνει την εμπιστοσύνη προς την ALS, η οποία διήλθε μία απαιτητική φάση αξιολογήσεως πριν αναλάβει έργο, το οποίο έφερε εις πέρας.
Σε γενικές γραμμές, στον μικρό γιδότοπο του “να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα”, δεν θα έπρεπε να αναμένει κανείς τίποτα καλύτερο. Η προσπάθεια της ALS λοιδορήθηκε από ναυτικούς κύκλους και μη. “Δεν μπορούν να γίνουν αυτά εδώ”. “Ποιοι είναι αυτοί που θα μας δείξουν”; Ακόμη και το ότι την αρχική έγκριση για συνεργασία με το ΠΝ είχε δώσει ο ΥΕΘΑ, χρησιμοποιήθηκε με κομματική ταμπέλα ως δήθεν αρνητικό και “πονηρό” στοιχείο κατηγορίας, για την ιδιωτική προσπάθεια.
Στο μεταξύ, για να διασώσει από την αυτοβύθιση τον Στόλο, η κυβέρνηση θα αφιερώσει για 3 φρεγάτες FDI HN το ποσό των 3 δισ. €, που σε μερικά χρόνια θα αγγίξει τα 4, αλλά ουδείς σκέφτηκε εθνικά, ώστε στα πλαίσια των αντισταθμιστικών να ζητήσει από την Naval Group χρηματοδότηση συνέχισης της εργασίας που είχε ξεκινήσει το ΠΝ με την ALS, έστω για ένα μικρότερο πολεμικό. Σήμερα πλέον, παρά την δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση, η κυβέρνηση εξαγγέλει σχεδιασμό υπερδιπλάσιου προϋπολογισμού για 7 αμερικανικές φρεγάτες, προσαρμοσμένες στις ανάγκες του ΠΝ (αυξάνοντας και το κόστος). Όλο αυτό, ενώ αφορά σχέδιο της αμερικανικής Fincantieri Marinette, παρουσιάζεται ήδη βαπτισμένο ως… “ελληνική σχεδίαση”, επειδή θα ζητηθούν ορισμένες διαφοροποιήσεις και η ναυπήγηση θα γίνει στην Ελλάδα (αυξάνοντας και το κόστος).
Έτσι, το ναυτικό έθνος, αφού απέδειξε το Ευρωπαϊκό του όραμα με το πρόγραμμα EPC, δείχνει ότι έχει και Αμερικανό όραμα, ζητώντας είσοδο στο πρόγραμμα FFG-62.
Το ποιος έχει τελικά ναυτικό όραμα, φαίνεται από την πορεία των στόλων: από την μία αυτονομία και σιγουριά που δίνει το πρόγραμμα ναυπηγήσεων πλοίων εγχώριας σχεδιάσεως, τα οποία μάλιστα πωλούνται στο εξωτερικό, σε αντίθεση με αποσπασματικές προμήθειες έτοιμων ξένων σχεδίων της άλλης πλευράς, χωρίς δυνατότητα εμπορικής εκμεταλλεύσεως.
Στον πόλεμο, το ΠΝ δεν έχει υποστείλει την Ελληνική Σημαία. Στην ειρήνη, το έκανε. Όχι μόνο στα βράχια των Ιμίων αλλά και στα γραφεία εξοπλισμών.
Το πρόβλημα και οι ευθύνες στην δύναμη φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού