Δούρειος Ίππος - Podcasts
ΕΛΛΑΔΑ

Τι πρέπει να υπογραμμίζει σε εμάς η αεροπορική επιδρομή στην al Watiya

Rheinmetall Lynx

Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Η αεροπορική επίθεση της 5ης Ιουλίου στην αεροπορική βάση al-Watiya στην Δυτική Λιβύη προσφέρεται για την εξαγωγή ορισμένων συμπερασμάτων.

Η επικρατέστερη άποψη σε όλα τα μέσα, είναι ότι η αεροπορική επίθεση πραγματοποιήθηκε από μαχητικά αεροσκάφη των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, τα οποία προφανώς είχαν μετασταθμεύσει στην Αίγυπτο, κάτι που έχει αναφερθεί ότι έχει γίνει και κατά το παρελθόν. Η άποψη ότι επρόκειτο για μαχητικά αεροσκάφη της Γαλλικής Αεροπορίας τα οποία απογειώθηκαν από την αεροπορική βάση N’Djamena του Τσαντ, έχει λιγότερους υποστηρικτές. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το ορμητήριο των αεροσκαφών κρούσεως απείχε περισσότερα από 1.000 χλμ. από την αεροπορική βάση της al-Watiya!

Όπως γράφτηκε, η προσβολή των στόχων έγινε με πυραύλους που αφέθηκαν ενώ τα αεροσκάφη απείχαν αρκετές δεκάδες χιλιόμετρα από τον στόχο. Το τουρκικό πρακτορείο Anadolu ανέφερε ότι καταστράφηκε πυραυλικό αντιαεροπορικό σύστημα αν και αναφορές στα διάφορα μέσα σημείωναν ότι δεν ήταν επιτυχή όλα τα πλήγματα και ότι δεν καταστράφηκε το σύνολο των αντιαεροπορικών συστοιχιών. Ρωσικές πηγές ανέφεραν την καταστροφή 3 μονάδων πυρός.

Ανεξαρτήτως των πραγματικών απωλειών που προκλήθηκαν, από επιχειρησιακής απόψεως διαπιστώνεται έλλειψη επαρκούς εγκαίρου προειδοποιήσεως για τις τουρκικές δυνάμεις. Δεν υπάρχει στην Λιβύη δίκτυο επιγείων σταθμών ραντάρ που να εξασφαλίζει ενημέρωση των τουρκικών αντιαεροπορικών συστημάτων για την προσέγγιση υπόπτων – εχθρικών ιχνών. Αντιθέτως στην Idlib της Συρίας όπου έχουν αναπτυχθεί τουρκικά συστήματα MIM-23 Improved HAWK PIP Phase III, υφίσταται έγκαιρη προειδοποίηση όχι μόνο από επίγειους σταθμούς ραντάρ σε τουρκικό έδαφος αλλά και από ΑΣΕΠΕ τύπου Ε-7Τ της Τουρκικής Αεροπορίας.

Τουρκικές πηγές αναφέρουν ότι στην al-Watiya είχαν αναπτυχθεί δύο πυροβολαρχίες HAWK, ενισχυμένες με συστήματα εγχώριας αναπτύξεως HISAR A αλλά σημειώνουν πως δεν είναι δεδομένο ότι είχαν ενεργοποιηθεί πλήρως στον χρόνο που έλαβε χώρα η επίθεση. Απούσης εγκαίρου προειδοποιήσεως από μείζονες σταθμούς ραντάρ, τα συγκεκριμένα συστήματα σε ενεργό κατάσταση στηρίζονται στα οργανικά ραντάρ για τον εντοπισμό υπόπτων – εχθρικών ιχνών. Ενδεικτικώς, το ραντάρ 3D τύπου AN/MPQ-64 Sentinel του HAWK έχει εμβέλεια εντοπισμού 40 χλμ. ενώ στην αναβαθμισμένη του έκδοση που εμφανίσθηκε το 2006, αυτή ανέρχεται σε 75 χλμ. Η μέγιστη απόσταση εμπλοκής του πυραύλου του συστήματος ανέρχεται σε 35-40 χλμ. Αντιστοίχως, το ραντάρ 3D τύπου MAR του HISAR A επιτρέπει ιχνηλάτηση σε εμβέλειες πέραν των 25 χλμ. ενώ ο πύραυλός του έχει μέγιστη απόσταση εμπλοκής 15 χλμ.

Από πλευράς επιδόσεων λοιπόν, τα συγκεκριμένα αντιαεροπορικά συστήματα μέσου και μικρού βεληνεκούς, δέχθηκαν την επίθεση από απόσταση εκτός της εμβέλειας αποκαλύψεως των οργανικών ραντάρ, δηλαδή τα μαχητικά αεροσκάφη άφησαν τα όπλα τους από απόσταση 50-60 χλμ. (είτε επρόκειτο για εκτόξευση πυραύλων μακρού πλήγματος ή για άφεση κατευθυνομένων βομβών κατόπιν ανόδου σε βέλτιστο ύψος). Παρά τις όποιες ικανότητες των ανωτέρω οργανικών ραντάρ στον εντοπισμό πυραύλων μακρού πλήγματος, είναι σαφές ότι από την απόδοσή τους εξαρτάται άμεσα η ικανότητα ανταποκρίσεως και αντιμετωπίσεως τέτοιων απειλών. Είναι σαφές όμως ότι κατ’ αρχάς τα συστήματα τέτοιων επιδόσεων είναι τρωτά σε πυραύλους μακρού πλήγματος.

Ενώ όμως στην Λιβύη οι τουρκικές δυνάμεις αεράμυνας στερούνται εγκαίρου προειδοποιήσεως, στην περίπτωση μιας ελληνοτουρκικής αναμετρήσεως υπογραμμίζονται οι σαφώς επαρκείς υποδομές σε επίγειο δίκτυο κινητών και σταθερών σταθμών ραντάρ, όσο και εναερίων μέσων (ΑΣΕΠΕ). Συνεπώς αποκτούν ιδιαίτερη σημασία οι δυνατότητες των συμβατικών οπλοστασίων Ελλάδος – Τουρκίας στην υποβάθμιση της αποδόσεως και εξουδετέρωση των μειζόνων αυτών αισθητήρων, προκειμένου να “ξεγυμνωθούν” οι αντιαεροπορικές πυραυλικές συστοιχίες του αντιπάλου.

Κύριο όπλο προς αυτή την κατεύθυνση, δεν είναι μόνο τα εξειδικευμένα βλήματα αντι-ραντάρ όπως το AGM-88 HARM ή οι πύραυλοι μακρού πλήγματος αλλά και τα μέσα Ηλεκτρονικού Πολέμου που εκτελούν στοχευμένες παρεμβολές (jamming) από μεγάλες αποστάσεις εναντίον των σταθμών ραντάρ. Ο Ηλεκτρονικός Πόλεμος γεννά εκ των πραγμάτων ζήτημα αντοχής των σταθμών ραντάρ σε jamming και συνεπώς αναβαθμίσεως των παλαιοτέρων υφισταμένων συστημάτων.

Κυρίαρχο ρόλο στον Ηλεκτρονικό Πόλεμο για την Τουρκική Αεροπορία διαδραματίζουν τα ήδη εν υπηρεσία συστήματα KORAL που δοκιμάζονται επιχειρησιακώς σε Συρία και Λιβύη, όπως και τα εξειδικευμένα αεροσκάφη Ηλεκτρονικού Πολέμου που πρόκειται να αποκτηθούν σε μερικά έτη βάσει του προγράμματος HAVASOJ.  Τα τελευταία θα αναλαμβάνουν την εξ αποστάσεως “τύφλωση” των σταθμών ραντάρ αντιαεροπορικών συστοιχιών, ανοίγοντας ασφαλείς διαδρόμους σε μεγάλα “πακέτα” μαχητικών κρούσεως.

Αναντικατάστατη σε κάθε περίπτωση, παραμένει η συμβολή των ΑΣΕΠΕ.

Σε όλο αυτό το πλαίσιο, είναι σαφές ότι χάρη στην εφαρμογή μιας συνεπούς πολιτικής αναπτύξεως της εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας, οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις προηγούνται σε συστήματα Ηλεκτρονικού Πολέμου ενώ έχει εξασφαλισθεί πλήρης αυτονομία σε αεροπορικά όπλα μακρού πλήγματος.

Οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις υφίστανται απώλειες και δεινά αιφνιδιαστικά πλήγματα στα εκτός συνόρων Θέατρα Επιχειρήσεων όπου μάχονται υπό σοβαρούς περιορισμούς, παρόλο που οι αντίπαλοι είναι κατά βάση άτακτοι ή υποανάπτυκτοι στρατοί. Τα πλήγματα προέρχονται κατά βάση από αεροπορικά μέσα αλλά οφείλονται σε εγγενείς επιχειρησιακούς περιορισμούς (απουσία αεροπορικής καλύψεως – εγκαίρου προειδοποιήσεως) υπό τους οποίους δρουν οι τουρκικές δυνάμεις. Ωστόσο, έχουν αρχίσει να αποκτούν ποιοτικό προβάδισμα σε κρίσιμους τομείς σε σχέση με τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, των οποίων αναζητείται η αντίδραση προς ταχεία κάλυψη αυτής της διαφοράς.

 

Related Articles

Back to top button