Ούτε χειροβομβίδες… (“από το ράφι”)
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Το πρόσφατο δυσάρεστο ατύχημα με τον οπλίτη της ΕΛΔΥΚ που ακρωτηριάστηκε κατά την εκπαίδευση στην ρίψη χειροβομβίδας, ανέδειξε τυχαίως μία από τις γνωστές – άγνωστες πτυχές της ελληνικής αποτυχίας στην Αμυντική Βιομηχανία. Η Εθνική Φρουρά προμηθεύεται χειροβομβίδες αιγυπτιακής κατασκευής, όπως και άλλα πυρομαχικά, θέτοντας το ερώτημα εάν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις γενικότερα έχουν δυνατότητα να προμηθεύονται τέτοια απλά πυρομαχικά ελληνικής κατασκευής.
Η τελευταία περίπτωση προμηθειών ελληνικής κατασκευής χειροβομβίδων, αφορούσε την ΕΛΒΙΕΜΕΚ, που το 1997 πτώχευσε. Το τελευταίο πυρομαχικό που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα, από την ΕΑΣ, ήταν η οικογένεια βομβίδων 40×53 mm Χαμηλής και Υψηλής Ταχύτητας, που παραγγέλθηκαν μεν από τον Ελληνικό Στρατό, πλην όμως οι παραδόσεις ακόμη δεν έχουν ολοκληρωθεί.
Τα παραδείγματα των χειροβομβίδων ή των βομβίδων 40 mm δείχνουν ότι υφίστανται ικανότητες εγχώριας αναπτύξεως προϊόντων αλλά η κατάσταση των κατασκευαστών, ιδιωτών ή κρατικών εταιρειών σε βάθος χρόνου, δεν εγγυόνται την συνέχεια. Αυξάνεται επομένως το ενδιαφέρον για τις προοπτικές της κυβερνητικής επιδιώξεως να παύσει κάποια στιγμή η χώρα να αγοράζει οπλικά συστήματα “από το ράφι”, κατά τα λεγόμενα του ΥΕΘΑ Νίκου Δένδια, δηλαδή ξένα έτοιμα, για να αρχίσει να αναπτύσσει και η ίδια δικά της.
Εδώ, εντοπίζονται αντικρουόμενα στοιχεία. Η κυβέρνηση στην περίπτωση της κρατικής ΕΑΣ, έδειξε ότι το πρωτεύον δεν είναι η ανάπτυξή της αλλά η ιδιωτικοποίηση. Επομένως, μία από τις μεγάλες κρατικές εταιρείες του χώρου, εάν περάσει στα χέρια ξένων συμφερόντων, ό,τι προμηθεύονται οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις από αυτήν, θα είναι “από το ράφι”. Υφίστανται δύο απόψεις εντός της κυβερνήσεως για το μέλλον της εταιρείας: το ΥΠΕΘΑ υποστηρίζει ότι η εταιρεία πρέπει να “σπάσει” σε δύο ή τρία μέρη και να πωληθεί σε διαφορετικούς επενδυτές ενώ το Υπουργείο Οικονομίας ότι πρέπει η εταιρεία ως σύνολο να περάσει σε έναν μεγάλο στρατηγικό επενδυτή.
Όπως έχει γράψει ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ, στον παρόντα χρόνο εξετάζονται δύο προτάσεις για σύσταση κοινοπραξίας, που θα έχει ως επίκεντρο το Συγκρότημα Λαυρίου: μία της σλοβακικής MSM EXPORT s.r.o. και μία της αμερικανικής Global Ordnance. Πληροφορίες αναφέρουν ότι την ερχομένη εβδομάδα πιθανώς να ληφθεί η απόφαση επιλογής προτάσεως.
Πέρα όμως από τις κρατικές οντότητες, για τις ιδιωτικές εταιρείες η κυβέρνηση αφήνει να εννοηθεί ότι θα δημιουργήσει ευνοϊκό πλαίσιο μέσω της δημιουργίας “οικοσυστήματος καινοτομίας”, κατά την εξαγγελία του ΥΕΘΑ Νίκου Δένδια. Η σχετική πρωτοβουλία κρίνεται κατ’ αρχάς ότι βρίσκεται στην σωστή κατεύθυνση, από την στιγμή ιδίως που επιτέλους η κυβέρνηση εμφανίζεται δεσμευμένη για την αφιέρωση του 1,5% του εξοπλιστικού προϋπολογισμού ετησίως, σε αναπτυξιακά προγράμματα.
Εν τούτοις, η πρόσκληση που έχει απευθύνει ο ΥΕΘΑ σε ξένους ομολόγους του, για συνεργασία μέσω των δικών τους οικοσυστημάτων καινοτομίας, δείχνει ότι το σχήμα θα είναι ανοικτό και σε ξένες συμμετοχές. Οι επιχειρησιακές απαιτήσεις που θα εκφράζουν τα Γενικά Επιτελεία, προωθούμενα στον αρμόδιο φορέα, το υπό συγκρότηση Ελληνικό Κέντρο Αμυντικής Έρευνας & Ανάπτυξης Καινοτομίας (ΕΚΑΕΑΚ) θα κοινοποιούνται και σε ξένες εταιρείες, μέσω των σχετικών προσκλήσεων επιδείξεως ενδιαφέροντος στις οποίες θα προβαίνει το Κέντρο. Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές εταιρείες δεν θα ανταγωνίζονται μόνο μεταξύ τους αλλά επί της ουσίας θα εκκινούν από μειονεκτική θέση, έναντι ξένων πρωταγωνιστών του χώρου, που θα έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες προτάσεων αιχμής.
Εάν υποθέσουμε ότι ως δικλείδα ασφαλείας, η διαδικασία θα προβλέπει σε περίπτωση επιλογής ξένου αναδόχου, την συνεργασία με ελληνικές εταιρείες, το τελικό αποτέλεσμα δεν θα διαφέρει από αυτό που βλέπουμε σήμερα. Οι ελληνικές εταιρείες θα διεκδικούν απλώς ένα κομμάτι του έργου που θα αφορά ένα ξένης ανάπτυξης ολοκληρωμένο προϊόν. Άρα, μπορεί το ΥΠΕΘΑ να εμφανίζεται ότι δεν θα αγοράζει απευθείας “από το ράφι” αλλά επί της ουσίας αυτό θα γίνεται.
Καθημερινώς, βλέπουμε σε μεγάλες χώρες της ΕΕ αναθέσεις συμβάσεων σε εγχώριες εταιρείες, χωρίς να έχει ανακοινωθεί η παραμικρή διαγωνιστική διαδικασία. Οι χώρες παραγωγοί εκμεταλλεύονται όλες τις νομικές προβλέψεις για διαφύλαξη της εγχώριας παραγωγικής ικανότητος. Στην Ελλάδα, αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες που ενώ ως σύλληψη είναι ορθές και αναγκαίες, επιφυλάσσουν την διάσταση των διεθνών συνεργασιών, η οποία ανοίγει τις θύρες για ξένες συμμετοχές.
Το ερώτημα είναι, γιατί μέχρι τώρα η κυβέρνηση δεν κάνει το πολύ απλό, δηλαδή να αναθέσει συμβάσεις σε ελληνικές εταιρείες οι οποίες έχουν παρουσιάσει ήδη αμυντικά προϊόντα που έχουν αναπτύξει οι ίδιες; Η κυβέρνηση εξαγγέλλει γενικώς ότι δεν θέλει να αγοράζει ξένα “από το ράφι” αλλά την ίδια στιγμή στο εξοπλιστικό πρόγραμμα που σχεδιάζει, τα πάντα αφορούν μεγάλα προγράμματα, χωρίς συμμετοχή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Κανένα από τα προϊόντα που παρουσιάζουν στα περίπτερά τους ελληνικές εταιρείες, δεν ενδιαφέρει τις Ένοπλες Δυνάμεις;
Παλαιότερα, όταν από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η κυβέρνηση εκκίνησε πρόγραμμα δημιουργίας αμυντικής βιομηχανίας ώστε να αποκτηθεί βαθμός εθνικής αυτάρκειας σε εξοπλισμούς, πέρα από τους καταλόγους προγραμμάτων των τριών Γενικών Επιτελείων, υπήρχε και ένας τέταρτος κατάλογος που αφορούσε όπλα εγχώριας αναπτύξεως. Το έργο αυτό προωθήθηκε με συνέπεια από την Υπηρεσία Πολεμικής Βιομηχανίας (ΥΠΟΒΙ). Κάτι ανάλογο, πρέπει να θεσπιστεί και σήμερα.