Δούρειος Ίππος - Podcasts
ΕΛΛΑΔΑΙΣΤΟΡΙΑ

Όταν το ΠΝ δεν μπορεί να υλοποιήσει Ναυτικό Πρόγραμμα 1923-1940: Η περίπτωση των αντιτορπιλικών

Γράφει ο Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης

Παρακολουθώντας την προσπάθεια του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ) να ανανεώσει τον στόλο των φρεγατών, παρατηρείται η διαρροή πολύτιμου χρόνου δίχως τελικά να επιτυγχάνεται αποτέλεσμα. Το πλαίσιο της όλης προσπάθειας ορίζεται από τις τελευταίες αναθεωρήσεις και επικαιροποιήσεις της Δομής Δυνάμεων, η οποία προβλέπει 12 φρεγάτας, όπως και το γεγονός ότι ο υφιστάμενος στόλος χρήζει επείγουσας αντικατάστασης. Είναι δεδομένο πως η οροφή των 12 φρεγατών περιλαμβάνει τις 4 υφιστάμενες ΜΕΚΟ, οι οποίες όμως χρήζουν επειγόντως υποβολής σε πρόγραμμα Εκσυγχρονισμού Μέσης Ζωής, κάτι για το οποίο το ΠΝ καταβάλει προσπάθειες εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία. Το εν λόγω Ναυτικό Πρόγραμμα επηρεάστηκε εξ αρχής από την οικονομική κρίση στην Ελλάδα που ξέσπασε το 2010, η οποία μοιραία οδήγησε στην από το ίδιο έτος κάθετη μείωση των κονδυλίων για εξοπλιστικά προγράμματα. Έκτοτε, η μόνη απόφαση που έχει ληφθεί επί του θέματος, είναι η κατά το 2021 (δηλαδή 11 χρόνια μετά) παραγγελία μόλις 3 φρεγατών FDI από την Γαλλία και μάλιστα με εσπευσμένο τρόπο.

100 χρόνια πριν

Ανατρέχοντας στην μελέτη της ιστορίας του ΠΝ μπορούμε να συναρτήσουμε και συγκρίνουμε την σημερινή κατάσταση, με μια χρονική περίοδο κατά την οποία η ηγεσία του Ναυτικού κατέβαλε δίχως ιδιαίτερη επιτυχία επίμονες προσπάθειες ανάπτυξης Στόλου και μάλιστα εν όψει ενός Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιστορική αυτή περίοδος είναι η από το 1923, αμέσως μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο κύριος Στόλος επιφανείας της εποχής εκείνης διέθετε 4 ανιχνευτικά εκτοπίσματος 1.000 τόννων που είχαν παραγγελθεί εσπευσμένα και δίχως πλήρη οπλισμό το 1912, όπως και 8 μικρά αντιτορπιλικά 350 τόννων που είχαν παραγγελθεί μεταξύ 1905-1906. Οπωσδήποτε τα 8 μικρά αντιτορπιλικά έπρεπε να αντικατασταθούν, ενώ τα 4 ανιχνευτικά εξακολουθούσαν να είναι χρήσιμα. Ως εκ τούτου, νωρίς τον Σεπτέμβριο του 1923 υπεγράφη σύμβαση με βρετανικά ναυπηγεία ώστε να μετασκευαστούν τα συγκεκριμένα πλοία με εγκατάσταση πετρελαιοκινητήρων, αναβάθμιση του οπλισμού και γενική επισκευή.

Το επόμενο βήμα ήταν η παραγγελία 2–4 αντιτορπιλικών και οι διαδικασίες εκκίνησαν το 1924 με την πρόσκληση μεγάλων ναυπηγικών οίκων, οι οποίοι μάλιστα πρότειναν την ίδρυση ναυπηγείων στην Ελλάδα, τα οποία θα αναλάμβαναν την συνέχιση του προγράμματος. Το Ναυτικό είχε προωθήσει με θέρμη την ιδέα ίδρυσης εργοστασίου αεροπλάνων και πράγματι τον Δεκέμβριο του 1924 είχε υπογραφεί σχετική σύμβαση με βρετανικό οίκο, συνεπώς το πρόγραμμα απόκτησης αντιτορπιλικών αποτελούσε ιδανική ευκαιρία και για την ίδρυση ναυπηγείων. Ωστόσο, γενικότερα οικονομικά προβλήματα ανάγκασαν την κυβέρνηση δύο χρόνια μετά, το 1926, να αναστείλει την παραγγελία αντιτορπιλικών. Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, πως παρά την τεράστια ανθρωπιστική κρίση που αντιμετώπισε η Ελλάδα μεταξύ 1922–1923 με την έλευση άνω του ενός εκατομμυρίου προσφύγων, οι κυβερνήσεις δεν δίστασαν να αφιερώσουν σημαντικότατα κονδύλια προς επανεξοπλισμό των Ενόπλων Δυνάμεων.

Ενώ το 1926 η Ελλάδα πάγωνε τις ενέργειες για την ανανέωση του Στόλου, την ίδια χρονιά στην Τουρκία ψηφιζόταν νομοσχέδιο για την χορήγηση σημαντικών πιστώσεων προς ριζική ανασύσταση του πολεμικού της Στόλου, που μετά το 1923 παρέμενε σε υποτυπώδη επιχειρησιακή κατάσταση. Στο πλαίσιο αυτό, θα επισκευαζόταν και μετασκευαζόταν το καταδρομικό μάχης YAVUZ (πρώην γερμανικό GÖEBEN), ενώ θα παραγγέλονταν 2 αντιτορπιλικά, 4 υποβρύχια και 3 τορπιλάκατοι.

Η ηγεσία του ΠΝ εξέταζε το ενδεχόμενο παραλαβής του καταδρομικού μάχης ΣΑΛΑΜΙΣ που είχε παραγγελθεί το 1912 στην Γερμανία και του οποίου η συνέχιση ή μη της ναυπήγησης ήταν αντικείμενο διαμάχης μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και  ναυπηγείων. Το ΓΕΝ πίστευε πως η τελική αποδοχή του ΣΑΛΑΜΙΣ θα παρείχε την δυνατότητα αντιμετώπισης του τουρκικού Στόλου, όμως η κυβέρνηση αν και αρχικά έδειχνε να κλίνει προς την υιοθέτηση της άποψης αυτής, εν τέλει ανέτρεψε την όλη λογική. Παράλληλα με αυτές τις σκέψεις, το 1928 ανακινήθηκε και το θέμα απόκτησης αντιτορπιλικών.

Ο πρωθυπουργός Βενιζέλος, έχοντας εγκαινιάσει την προσπάθεια προσέγγισης με την γειτονική χώρα, θεωρώντας πως είχε την υποστήριξη της Κοινωνίας των Εθνών που θα μπορούσε να επέμβει σε τυχόν ελληνοτουρκική κρίση, αλλά κυρίως επιθυμώντας να περικόψει τις κρατικές δαπάνες, δίδοντας απόλυτη προτεραιότητα στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, επέβαλε σε συνεδρίαση του Ανωτάτου Ναυτικού Συμβουλίου (ΑΝΣ) την υιοθέτηση ενός Ναυτικού Προγράμματος που θα βασιζόταν κυρίως σε ελαφρύ Στόλο αντιτορπιλικών και υποβρυχίων, παράλληλα με μια ισχυρή αεροπορική δύναμη.

Ως εκ τούτου, προς αντιστάθμιση της εγκατάλειψης του ΣΑΛΑΜΙΣ, τον Οκτώβριο του 1929 παραγγέλθηκαν από την Ιταλία 2 αντιτορπιλικά Dardo 1.400 τόννων, παρόμοια σχεδόν με τα 2 αντιτορπιλικά που παρήγγειλε η Τουρκία. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον το γεγονός, ότι η παραγγελία ελήφθη με καθαρά πολιτική παρέμβαση. Για λόγους εξωτερικής πολιτικής (από το 1928 είχε συναφθεί σύμφωνο Ελλάδας – Ιταλίας), προτιμήθηκε ιταλικό ναυπηγείο ενώ η επιλογή στοιχειοθετήθηκε από την φθηνότερη κατά 10–15% προσφορά, όπως και την επίτευξη ιδιαίτερα υψηλής ταχύτητας (40 κόμβοι). Όταν η Τουρκία προέβη σε παραγγελία 2 επιπλέον αντιτορπιλικών, η Ελλάδα ακολούθησε τον Ιούλιο του 1930 με νέα ανάθεση στα ιταλικά ναυπηγεία για άλλα 2 αντιτορπιλικά.

Ωστόσο, τα πλοία αυτά αποδείχθηκαν προβληματικά. Αν και ο ιταλικός ναυπηγικός οίκος είχε προβεί σε βελτιώσεις προκειμένου να ανταγωνιστεί τα βρετανικά σχέδια ως προς την ευστάθεια των σκαφών και το ΑΝΣ είχε γνωμοδοτήσει θετικά επ’ αυτών, εν τέλει το αποτέλεσμα απογοήτευσε. Ο κατά την διάρκεια του πολέμου Αρχηγός Στόλου Υποναύαρχος Καββαδίας θα σημειώσει: «Άμοιροι της πραγματικής αξίας της ιταλικής βιομηχανίας, άπειροι τεχνικώς, λόγω της επί πολλά έτη περί άλλα απασχολήσεως και θαμβωθέντες από τα τεχνικά δεδομένα και την ωραίαν πολεμικήν εμφάνισιν των πλοίων, διέφυγεν εις τους εντεταλμένους του υπουργείου και της Αποστολής το πολύπλοκον, λεπτεπίλεπτον και δυσυντήρητον της κατασκευής και η έλλειψις περιθωρίων εις τα δεδομένα. Η αποτυχία των πλοίων αυτών ευθύς από του κατάπλου των εις Ελλάδα υπήρξε τόσον εμφανής, ώστε προεκλήθη εν τω Ναυτικώ σφοδρά αγανάκτησις, ήτις, βοηθούντων και των πολιτικών παθών, έφθασε μέχρι σκανδαλοθηρίας. Τα πλοία αυτά, διαρκούντος του πολέμου, θα αποτελέσουν τον εφιάλτην μου και η πρακτική απόδοσίς των εν Μέση Ανατολή θα είναι καθαρώς αρνητική με όλους τους κόπους και την ικανότητα του προσωπικού».

Τα πλοία, διακρίνονταν αφ’ ενός από τα παραπάνω ζητήματα, αφ’ ετέρου ελαττωματικός αποδείχθηκε και ο αντιαεροπορικός οπλισμός που ήταν παλαιού τύπου, απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή κατά τον χειρισμό και παρουσίαζε συχνές εμπλοκές (σπανίως βάλλονταν σε μια ριπή περισσότερα από 3 ή 4 βλήματα πριν σημειωθεί εμπλοκή). Σε σχέση με το προωστήριο σύστημα, είναι οξύμωρο το γεγονός ότι η ελληνική πλευρά είχε πληρώσει ρήτρες προς τον ιταλικό ναυπηγικό οίκο, διότι κατά τις δοκιμές τα αντιτορπιλικά είχαν υπερβεί την ορισθείσα ως μέγιστη ταχύτητα των 40 κόμβων. Ωστόσο, η μέγιστη ταχύτητα που μπορούσαν να αναπτύξουν με ασφάλεια, το 1935 δεν υπερέβαινε τους 34–35 κόμβους και στην διάρκεια του πολέμου το 1940 έφθανε μόλις τους 29 κόμβους. Επιπλέον, όπως διεφάνη, το αδύνατο σημείο τους ήταν οι αυλοί των λεβήτων που είχαν εγγύηση μόνο για περίοδο 6 ετών, με αποτέλεσμα να απαιτείται συχνή αλλαγή αυτών. Η μόνιμη ανάμιξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους καθυστερούσε τις εγκρίσεις πιστώσεων, με αποτέλεσμα το πρόγραμμα να σημειώνει υστέρηση εις βάρος της επιχειρησιακής ετοιμότητας των αντιτορπιλικών και της ασφάλειας προσωπικού.

Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση Βενιζέλου ψήφισε τον Ιούλιο του 1931 με νόμο Ναυτικό Πρόγραμμα, ώστε να συγκροτηθεί ο ελληνικός Στόλος βάσει των νέων προσανατολισμών και προτεραιοτήτων, με πρόβλεψη για σταθερή ετήσια επιχορήγηση. Σύμφωνα με τον νόμο, για τις μονάδες επιφανείας η Δομή Δυνάμεων προέβλεπε Στόλο με 2 αρχηγίδες 2.000 τόννων και 16 αντιτορπιλικών. Προφανώς, σε αυτήν θα έπρεπε να υπολογιστούν τα 4 αντιτορπιλικά που παραλαμβάνονταν από την Ιταλία. Αν και δεν οριζόταν χρονικός ορίζοντας ολοκλήρωσης, ο προγραμματισμός έθετε ως στόχο την ναυπήγηση 1 αρχηγίδας και 4 αντιτορπιλικών έως το 1937.

Η οικονομική κρίση που ενέσκηψε τον Σεπτέμβριο του 1931 στην Ελλάδα (μόλις 2 μήνες μετά την ψήφιση του Ναυτικού Προγράμματος), ανέστειλε αμέσως τις περαιτέρω ενέργειες, ενώ την 1η Μαΐου 1932 η χώρα κήρυξε χρεοστάσιο επιτείνοντας την αβεβαιότητα. Απαιτήθηκε η παρέλευση 3ετίας για την ψήφιση ενός αναθεωρημένου Ναυτικού Προγράμματος, βάσει του οποίου η Δομή Δυνάμεων ως προς τις μονάδες επιφανείας αφορούσε 1 καταδρομικό 5-6.000 τόννων και 16 αντιτορπιλικά (8 των 1.400 τόννων και 8 των 1.000 τόννων). Έως το 1942 θα έπρεπε να έχουν τεθεί παραγγελίες για 1 καταδρομικό και 6 αντιτορπιλικά.

Στο πλαίσιο αυτό, τον Ιούνιο του 1934 προκηρύχθηκε διαγωνισμός πρόσκτησης 4 αντιτορπιλικών τα οποία θα ναυπηγούνταν στην Ελλάδα σε ναυπηγεία που επρόκειτο να ιδρυθούν. Συμβιβαστικά και προκειμένου να  επιταχυνθεί το πρόγραμμα, αποφασίστηκε να ναυπηγηθούν 2 στην αλλοδαπή και τα άλλα 2 σε ναυπηγεία που θα ίδρυε στην Ελλάδα ο επιλεγείς οίκος. Η κατάσταση περιπλέχτηκε, καθώς οι τεχνικές υπηρεσίες του ΓΕΝ είχαν μελετήσει την ναυπήγηση τύπου μικρότερου κατά 400 τόννους ώστε να επιτυγχάνεται οικονομία 25%. Στο μεταξύ, ένας μικρός εμφύλιος ξέσπασε στις τάξεις των αξιωματικών του Ναυτικού, για την ορθότητα της σκέψης, αν και ξένοι ναυπηγοί στους οποίους τέθηκαν υπ’ όψιν τα σχέδια, εκφράστηκαν ευνοϊκά.

Τελικά ζητήθηκε από τα ναυπηγεία που εκδήλωσαν ενδιαφέρον, να υποβάλλουν προτάσεις τόσο για τύπο 1.000 τόννων, όσο και των 1.400. Όμως, όταν ελήφθησαν οι προσφορές, ένας βρετανικός οίκος υπέβαλε και προσφορά για έναν ενδιάμεσο τύπο, ο οποίος χαρακτηριζόταν από τεχνικά πλεονεκτήματα και ελκυστικούς οικονομικούς όρους. Ο τύπος αυτός τελικά επελέγη και μετά από νέες καθυστερήσεις που επέβαλε η επαναδιαπραγμάτευση, τον Φεβρουάριο του 1935 είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία και αναμενόταν η άφιξη στην Αθήνα του διευθυντή του οίκου προς υπογραφή της σύμβασης.

Κανείς δεν είχε υπολογίσει την έκρηξη του κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935. Μετά την καταστολή του και ενώ όλοι ανέμεναν να ολοκληρωθεί η διαδικασία, παρενέβη ο νέος υπουργός Ναυτικών απόστρατος Ναύαρχος Σοφοκλής Δούσμανης. Ο Δούσμανης  θυμήθηκε όταν 25 χρόνια πριν τελούσε ως Α/ΓΕΝ, ότι εξεταζόταν τύπος αντιτορπιλικού 800 τόννων. Αγνοώντας όλες τις εργασίες που είχαν προηγηθεί, ζήτησε το όλο θέμα να τεθεί από την αρχή.

Στο μεταξύ ξέσπασε διεθνής κρίση με την ιταλοαιθιοπική διένεξη, που έδειχνε να οδηγεί και σε αγγλοϊταλική σύρραξη στην Μεσόγειο και το Ναυτικό ασχολήθηκε με την έκτακτη επισκευή, επάνδρωση και κινητοποίηση όλων των μονάδων του Στόλου. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη αποφάσισε την χρηματοδότηση ενός μεγάλου εξοπλιστικού προγράμματος για το σύνολο των Ενόπλων Δυνάμεων. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ανετράπη η κυβέρνηση Τσαλδάρη και στο Υπουργείο Ναυτικών αντικαταστάθηκε ο Ναύαρχος Δούσμανης και προκηρύχθηκε νέος διαγωνισμός για απόκτηση αντιτορπιλικών.

Οι προσφορές που ζητήθηκαν έπρεπε να αφορούν πλοία σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ΓΕΝ μεταξύ 950–1.500 τόννων κατ’ επιλογή των ναυπηγείων, αλλά και για πλοία που κατασκεύαζαν αυτά για τα πολεμικά ναυτικά της χώρας τους, εντός των ίδιων ορίων εκτοπίσματος. Η ιδέα ναυπήγησης στην Ελλάδα είχε εγκαταλειφθεί και η ίδρυση ναυπηγείων θα εξεταζόταν αργότερα. Υποβλήθηκαν προσφορές από 15 οίκους (αγγλικοί, γαλλικοί, γερμανικός) και κάθε μία αφορούσε 2–3 τύπους. Αν και καμμία δεν ανταποκρινόταν πλήρως στις απαιτήσεις ο οίκος που προσέγγισε περισσότερο σε αυτές, ήταν ο ίδιος αγγλικός οίκος που είχε προκριθεί και στον προηγούμενο διαγωνισμό. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η πρόταση του γερμανικού οίκου που αφορούσε έναν νέο τύπο με πολλές καινοτομίες, ιδίως στο σύστημα πρόωσης που προφανώς θα απαιτούσε μεγάλη εμπειρία από το προσωπικό, οπότε θεωρήθηκε ριψοκίνδυνη επιλογή.

Σύμφωνα με τον Πλοίαρχο Μεζεβίρη που τέθηκε επικεφαλής της επιτροπής αξιολόγησης: «Η λεπτομερής σύγκριση τεχνικών προσφορών που ήταν τόσο ανόμοιες μεταξύ τους θα απαιτούσε κανονικά εργασία πολλών μηνών για να καταλήξουμε στην καλλίτερη. Το Γ.Ε.Ν. όμως επείγονταν εξαιρετικά για να προχωρήσει σε παραγγελία και έτσι η Επιτροπή εργάστηκε υπερεντατικά –συχνά μέχρι και αργά τη νύχτα– και κατόρθωσε να υποβάλλει το πόρισμά της εντός διμήνου.

Συμμετείχα ως εισηγητής στην πρώτη συνεδρίαση του Α.Ν.Σ. και μετά από σύντομη προφορική εισήγηση άρχισα να διαβάζω το πρακτικό. Πριν όμως προχωρήσω πολύ, μερικά μέλη με ρώτησαν από πόσες σελίδες αποτελούνταν το πρακτικό και όταν πληροφορήθηκαν ότι ήταν 30 σελίδες δήλωσαν ότι η προφορική μου εισήγηση αρκεί. Ακολούθησε η αποσφράγιση των οικονομικών όρων και αφού το Α.Ν.Σ. έλαβε γνώση και αυτών κατέληξε σε λύση που δεν προβλέπονταν από την προκήρυξη. Αποφασίστηκε η παραγγελία ορισμένου τύπου του βρετανικού Ναυαρχείου στον οποίο θα γίνονταν κάποιες λεπτομερειακές τροποποιήσεις που επιβάλλονταν από τις συνθήκες που ίσχυαν σε μας. Αναγκαστικά απαιτείτο να επαναληφθεί ο διαγωνισμός για τρίτη φορά μεταξύ αγγλικών μόνο οίκων.

Η απόφαση που είχε ληφθεί ήταν ίσως η πιο σωστή. Παραγγέλνοντας τύπο πανομοιότυπο με χρησιμοποιούμενο από το βρετανικό Ναυτικό, μπορούσαμε να είμαστε σίγουροι ότι θα ήταν πετυχημένος.

Δεν θα ήταν όμως φυσικότερο οι απόψεις του Α.Ν.Σ. να είχαν ληφθεί υπόψη προκαταβολικά κατά την σύνταξη της προκήρυξης, ώστε και το ζήτημα να μην διαιωνίζεται και να μην εκτιθέμεθα στους ξένους οίκους; Οι τεχνικές υπηρεσίες του υπουργείου είχαν ασχοληθεί πολλούς μήνες με την σύνταξη των προδιαγραφών, 7 ανώτεροι αξιωματικοί είχαν εγκαταλείψει τις υπηρεσίες τους για δύο μήνες για να εξετάσουν τις προσφορές και να πληροφορηθούν τελικά ότι όλη τους η εργασία ήταν τελείως περιττή. Επί πλέον τα μέλη της επιτροπής δεν είχαν ούτε την ηθική ικανοποίηση ότι αυτοί που ρυθμίζουν τις τύχες του Ναυτικού είχαν λάβει γνώση της ευσυνείδητης εργασίας τους και την είχαν δεόντως εκτιμήσει. Δεν έχει δίκιο ο von Tirpitz όταν λέει ότι οι διοικούντες πρέπει να αντιλαμβάνονται πόση διανοητική εργασία και πόσους κόπους περικλείουν τα τεχνικά ζητήματα»;

Στο μεταξύ, είχε προκύψει η κυβέρνηση Μεταξά, η οποία ολοκλήρωνε τις διαδικασίες για το μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα των Ενόπλων Δυνάμεων, με την εξεύρεση σημαντικού μέρους της χρηματοδότησης, μέσω του πλεονάσματος που παρουσίαζε το ελληνογερμανικό συμψηφιστικό σύστημα εμπορίου. Ακριβώς λόγω της έλλειψης συναλλάγματος, ο πρωθυπουργός και ταυτόχρονα υπουργός Ναυτικών, ζήτησε την υποβολή βελτιωμένης οικονομικής προσφοράς από τον βρετανικό οίκο, με αποτέλεσμα την παράταση της υπόθεσης. Τελικά, αποφασίστηκε η παραγγελία μόνο 2 αντιτορπιλικών στα βρετανικά ναυπηγεία και η εν συνεχεία ίδρυση ναυπηγείων στην Ελλάδα, όπου αργότερα θα ναυπηγούντο άλλες 2 μονάδες. Επίσης, προς εξοικονόμηση συναλλάγματος, αποφασίστηκε το πυροβολικό των 4 αντιτορπιλικών να αγοραστεί από την Γερμανία. Τελικά, τελευταία στιγμή η ελληνική πλευρά επέλεξε για την ναυπήγηση τον βρετανικό οίκο Yarrow αντί των Fairfield με τα οποία διαπραγματευόταν έως τότε και η σύμβαση υπεγράφη τον Ιανουάριο του 1937. Λόγω της καθυστέρησης του προγράμματος, η βρετανική πλευρά είχε την ευκαιρία να προτείνει την παραγγελία του τύπου -H που αντιπροσώπευε τεχνολογική πρόοδο 2 ετών σε σχέση με τον -F που είχε προκριθεί στην διαγωνιστική διαδικασία του 1934.

Η απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης να χορηγήσει πιστώσεις στην Ελλάδα κατά το 1939, κινητοποίησε το ΓΕΝ. Τα οικονομικά μεγέθη των βρετανικών πιστώσεων ήταν συγκεκριμένα, οπότε το ναυτικό επιτελείο εξέταζε την περίπτωση παραγγελίας 1 αντιτορπιλικού 1.900 τόννων σε ρόλο αρχηγίδας προς αντικατάσταση του ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ, ή εναλλακτικά 2 αντιτορπιλικών κλάσης -Η. Δεδομένου ότι ολοκληρωνόταν η κατασκευή των εγκαταστάσεων των νέων ναυπηγείων στον Σκαραμαγκά και ο οπλισμός των 2 επιπλέον αντιτορπιλικών που θα ναυπηγούντο είχε παραγγελθεί και παραληφθεί έγκαιρα από την Γερμανία, το 1939 παραγγέλθηκαν από την Μεγ. Βρετανία τα ελάσματα και διάφορα υλικά για την ναυπήγηση. Όπως αποδείχθηκε, δεν υπήρχαν τα χρονικά περιθώρια για την παραλαβή αντιτορπιλικών έως τον Οκτώβριο του 1940.

Συγκεφαλαιωτικά, όταν το 1923 υπήρχε η βούληση και δόθηκε προτεραιότητα, η γενικότερη οικονομική στενότητα το 1926 ανέστειλε τις προσπάθειες. Όταν το 1929 υπήρχε οικονομική δυνατότητα, παρενέβη αποφασιστικά η κυβέρνηση στην σύνταξη του Ναυτικού Προγράμματος προβαίνοντας σε περικοπές και προωθώντας εναλλακτικά την ναυπήγηση αντιτορπιλικών, η οποία επανήλθε επίκαιρη εκεί που είχε σταματήσει 4 χρόνια πριν. Η νέα, όμως, οικονομική κρίση το 1932, εμπόδισε την συνέχεια του ναυπηγικού προγράμματος, ενώ το επιχειρησιακό όφελος που προέκυψε με την παραγγελία 4 ιταλικών αντιτορπιλικών ακυρώθηκε εν πολλοίς, εξαιτίας της ατυχούς επιλογής. Ενώ από τα τέλη του 1933 άρχισε να αναδύεται ο αναθεωρητισμός της Γερμανίας, την περίοδο 1933–1935 το Ναυτικό ταλάνισε η  εσωτερική διαμάχη για τον τύπο αντιτορπιλικών που έπρεπε να αποκτηθούν. Τον  Μάρτιο του 1935 οι πολιτικές εξελίξεις ανέστειλαν προσωρινά την διαγωνιστική διαδικασία, για να έλθει και μια εντελώς εξωθεσμική παρέμβαση από τον υπουργό, ώστε να περιπλέξει και επιβραδύνει περαιτέρω. Όταν το 1936 ξεκαθάρισε το τοπίο και υπήρχε πολιτική βούληση, προέκυψαν συναλλαγματικοί περιορισμοί που οδήγησαν σε περικοπή. Η εναλλακτική ίδρυσης κρατικών ναυπηγείων, μοιραία επιμήκυνε τον ορίζοντα υλοποίησης και εν τέλει απέβη άκαρπη.

Στην διάρκεια των 18 ετών που εξετάστηκαν παραπάνω, το ΠΝ κατάφερε να θέσει παραγγελίες για 8 αντιτορπιλικά και να παραλάβει τα 6, εκ των οποίων μόλις 2 σύγχρονα και αξιόπιστα που ναυπηγήθηκαν στην Μεγ. Βρετανία. Θεωρητικά, η ναυπήγηση υψηλότερου αριθμού αντιτορπιλικών φαντάζει δυνατή, ιδίως αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι την πενταετία 1936–1940 δεν παραγγέλθηκαν, ούτε ναυπηγήθηκαν υποβρύχια. Ωστόσο, διαδοχικές μεταβολές στο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο εμπόδισαν τελικά την υλοποίηση έστω και του ημίσεος του σχεδιασμού.

Οι εξοπλισμοί της Ελλάδος 1936-1940

Tags

Related Articles

Back to top button
Close