Ο βομβαρδισμός των «ειδικών»
Γράφει ο Δρ. Γεώργιος Μούρτος
«Θέλω να αγιάσω αλλά δεν μ΄ αφήνουν!»… είναι το θέμα των φετινών εόρτιων σκέψεων και προβληματισμών μου. Η πρόσφατη Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, νομιμοποίησε ουσιαστικά την επιθετικότητα της Άγκυρας. Ελλάδα και Κύπρος, βρέθηκαν μόνες, με τη Βουλγαρία και τη Γερμανία να ηγούνται του μπλοκ των μη κυρώσεων. Και τούτο, διότι Αθήνα και Λευκωσία ομιλούν μια γλώσσα στη διπλωματία που ουδείς φαίνεται να κατανοεί. Τη γλώσσα του διεθνούς δικαίου και της αγαπολογίας, και όχι τη lingua franca από την εποχή του Θουκυδίδη, της γεωπολιτικής που μεταφράζεται σε ισχύ.
Το φαινόμενο της γεωπολιτικής α-γλωσσίας δεν είναι τωρινό, γι΄ αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό και εμφανίζεται υπό τη μορφή των αντιφάσεων. Για παράδειγμα, ενώ στις εξωτερικές σχέσεις απαιτούμε από τους τρίτους σεβασμό στο (διεθνές) δίκαιο, στο εσωτερικό της χώρας ο μη σεβασμός των νόμων και η ατιμωρησία κυριαρχούν.
Η στάση της Βουλγαρίας ήταν αναμενόμενη. Από τη στιγμή που η Ελλάδα «βάφτισε» τους Σκοπιανούς «Μακεδόνες», η Σόφια θεωρεί την ενέργεια της εθνολογικής μετάλλαξης των ομοφύλων της, εχθρική. Τα επίχειρα αυτής της ενέργειας είναι η ανοικτή σύμπραξη Σόφιας-Άγκυρας, με την Ελλάδα να ανοίγει και άλλο μέτωπο προς βορράν, σοβαρότερο αυτή τη φορά. Και τούτο, διότι με τη συμφωνία των Πρεσπών, αναζωπυρώθηκαν πέντε βαλκανικοί εθνικισμοί –σλαβοσκοπιανός, αλβανικός, βουλγαρικός, σερβικός, ρουμανικός με τους (ρουμανό)βλαχους. Η Αθήνα επικαλείται τις ειρηνοποιές προθέσεις της αλλά στην πραγματικότητα εκλαμβάνεται ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή. Μια περιοχή που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της «περιπλόκου περιπλεγμένης περιπλοκής» και δεν τετραγωνίζεται με συμφωνίες τύπου Πρεσπών, που δεν έχουν και λαϊκή αποδοχή, ούτε με τη Χάγη για το Αιγαίο.
Ο ασκός του Αιόλου, απ΄ όπου απελευθερώθηκαν αποσταθεροποιητικές δυνάμεις, άνοιξε από τον «πατριάρχη του εκσυγχρονισμού», Κώστα Σημίτη, ο οποίος αναγνώρισε στη Μαδρίτη «νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο. Έκτοτε, η Άγκυρα διεκδικεί το μερίδιό της και οι σύμμαχοι περιορίζονται να μας υπενθυμίζουν την επίσημα διατυπωμένη θέση μας. Φοβερό… ε! Όσοι προτάσσουν τον «διάλογο και την προσφυγή στη Χάγη», σε μια περίοδο καμπής της Ελλάδας έναντι του γείτονα, ουσιαστικά υλοποιούν το δόγμα Σημίτη. Διότι, αυτό που πρεσβεύουν δεν είναι το εάν θα δοθεί μερίδιο εθνικής κυριαρχίας, αυτό θεωρείται δεδομένο και το παρουσιάζουν ευσχήμως ως «επώδυνο συμβιβασμό» αλλά επιδιώκουν τον ορισμό ενός διαιτητή, για να καθορίσει την ποσόστωση της δωρεάν παροχής, ώστε η όποια παραχώρηση να καταστεί εύπεπτη στο λαϊκό σώμα ως μη γινόμενη από τους ίδιους.
Η ως άνω νοοτροπία έχει διαποτίσει μεγάλη μερίδα των ελίτ πολιτών της Ελλάδας. Ακραία, ίσως, περίπτωση αποτελεί επίτιμος Α/ΓΕΝ, ο οποίος ευθύς αμέσως με την αποστρατεία του, έγινε οιονεί διαπρύσιος συνήγορος της Άγκυρας με αρθρογραφία και τηλεοπτικές εμφανίσεις. Εκτός από την αθεϊα που ανακάλυψε μετά την αποστρατεία και την ιδιότυπη αρχαιολατρεία του, χωρίς τον Θουκυδίδη, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, οι οποίοι δεν ταιριάζουν στο αφήγημά του, άρχισε τους κηρυγματικούς λόγους. Σταχυολογώ τους εξής: Ο «πόλεμος με την Τουρκία τελείωσε. Και είμαστε ηττημένοι» (άρθρο, 2011), «δεν υπάρχει τουρκική απειλή» (συνέντευξη, 2013), με αποκορύφωμα πρόσφατο άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών (14-12-2020), τιτλοφορούμενο “Εμμονή στο αδιέξοδο”, που δεν αποτολμώ να αναφέρω την επιχειρηματολογία του, για να σας προστατέψω από εγκεφαλικά και καρδιακές προσβολές! Το παράδοξο της υπόθεσης δεν είναι οι απόψεις του, τη στιγμή που οι Ε.Δ. της χώρας βρίσκονται σε μόνιμη επιφυλακή, ο ΥΠΕΞ επιδίδεται σε διπλωματικές προσπάθειες ανάδειξης της τουρκικής απειλής και επιβολής κυρώσεων, αλλά το γεγονός ότι διατηρεί τον τιμητικό τίτλο του Α/ΓΕΝ, χωρίς καμία και από πουθενά αντίδραση. Περιττό να τονιστεί ότι η διατήρηση του τιμητικού τίτλου, στέλνει αντιφατικά μηνύματα στους φίλους και νομιμοποιεί τη διεκδικητική επιχειρηματολογία και νταήδικη συμπεριφορά του εχθρού.
Θα προσπερνούσα τις απόψεις τού εν λόγω «ναυάρχου», εάν θεωρούνταν απλώς γραφικότητες ενός αγνώμονα προς την πατρίδα που τον τίμησε με τα ανώτερα αξιώματα για να την προστατεύσει και δεν αποτελούσαν σχολή σκέψης -την κυρίαρχη εν πολλοίς-, στην πατρίδα μας, με συνέπεια να καθιερωθεί η εξής παραδοξότητα, που προβάλλεται ως το πολιτικώς ορθό: η Ελλάδα από χώρα εξελλίσσεται σε χώρο, όπου όλες οι μορφές δικαιοπραξίας -αντιπαροχή, πώληση, παροχή, συμβιβασμός, δωρεά, δανεισμός/παραχώρτηση αρχαιοτήτων-, θεωρούνται λογικές και νόμιμες.
Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι διμερές μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας ούτε μονομερές ως αυτοκτονική επιλογή της πρώτης αλλά διεθνές, αφού αλλάζει τα γεωπολιτικά δεδομένα της περιοχής και αναδεικνύει την Ελλάδα σε αποσταθεροποιητικό παράγοντα. Εάν, δηλαδή, οι μόνοι επήλυδες της ευρύτερης περιοχής, οι στεπογενείς Τούρκοι αναδειχθούν σε «μεσογειακή δύναμη», ανατρέπονται όλες οι ισορροπίες της ευρύτερης περιοχής, με δεδομένη την ισλαμιστική και αλυτρωτική ατζέντα της ανοικονόμητης και με παγκόσμιες βλέψεις Τουρκία. Και μια μικρή επισήμανση εν είδει υποσημείωσης. Το Αιγαίο αποτελεί το μόνο σταθερό στόχο ολόκληρου του πολιτικού φάσματος της Τουρκίας, με την κεμαλική αντιπολίτευση να υπερθεματίζει σε μαξιμαλιστικές αξιώσεις και την κοινή γνώμη να τις υιοθετεί πλήρως, που σημαίνει πως οι αιγαιακές βλέψεις δεν περιορίζονται στο καθεστώς Ερντογάν ούτε έχουν όριο που θα παγιωθεί με συνθήκες. Και τούτο, διότι οι Τούρκοι γνωρίζουν πολύ καλά το γεωπολιτικό αξίωμα που θέλει ως προϋπόθεση την κυριαρχία του Αιγαίου -τη μοναδική περιοχή στον πλανήτη που ενώνει τις τρεις σπουδαιότερες ηπείρους-, για να αναδειχθεί μια χώρα σε παγκόσμια δύναμη.
Αυτή δεν είναι προσωπική εκτίμηση αλλά επιστημονική προσέγγιση από έναν αμετανόητο του «ετερόκλητου κυκλώματος», όπως χαρακτηριστήκαμε από πρώην υπουργό. Και ερωτώ: η γεννήτωρ του νεολογισμού θα μπορούσε να τεκμηριώσει την άποψη του επώδυνου συμβιβασμού; Σε πιο επιστημονικό “concept” ή σε ποια διεθνή εμπειρία βασίζεται ή μήπως πρόκειται για «κομπογιανίτικη» συνταγή που εμπεριέχει θανατηφόρο δηλητήριο;
Εκτίμηση: Η θεραπεία αυτής της «ανωμαλίας», μπορεί να γίνει με τρεις τρόπους: α) άμεση ένταξη της κλασικής παιδείας στο σχολικό πρόγραμμα από την Πρώτη Δημοτικού, ώστε να εντρυφήσει η νέα γενιά στην «ημετέρα παίδευση», που έλεγε κι ο Ισοκράτης, για να αρχίσει να μαθαίνει, εκτός από την Ελληνική, τη γλώσσα που αρδεύει συνεχώς όλες τις άλλες και την Επιστήμη, μαθαίνοντας παράλληλα ανάγνωση και γραφή γεωπολιτικής, β) ταχύρυθμη εκπαίδευση στην κύρια διεθνολογική γλώσσα, τη θουκυδίδεια, σε βουλευτές, κρατικούς λειτουργούς, φοιτητές Διεθνών Σχέσεων και Νομικής, σπουδαστές Σχολών Ε.Δ., ώστε να απαλλαγούμε κάποια στιγμή από την εκκωφαντική γεωπολιτική ημιμάθεια που επιφέρει εθνικά δεινά και γ) τοποθέτηση προτομών του Θουκυδίδη στις εισόδους του Κοινοβουλίου και συν-αρμόδιων υπουργείων, ώστε συνειρμικά ο νους των εισερχομένων σε αυτά που διαμορφώνουν και εκτελούν πολιτικές να πηγαίνει στη θουκυδίδεια αρχή, την ΙΣΧΥ, και στις δύο μορφές της: «σκληρή» και «ήπια».
Μέχρι τότε, έχουμε να αντιμετωπίσουμε την οικτρή καθημερινότητα· τον βομβαρδισμό από τους «ειδικούς» του πολιτικώς ορθού και του μονόδρομου με τη συχνή αρθρογραφία και τις φλύαρες τηλεοπτικές εμφανίσεις τους. Οι εν λόγω, χωρίς εξειδίκευση στα Ε/Τ, εμφανίζονται ως ειδικοί, προβάλλοντας θέσεις που ο χαρακτηρισμός «προβληματικές» είναι ελλιπής.
Είθε η Γέννηση του Θεανθρώπου να φέρει και την εθνική (ανα)γέννηση!
Χρόνια σας Πολλά!
Το ESDC τιμά τον Στρατηγό Κωσταράκο – Η “Προκεχωρημένη Άμυνα” της ΕΕ στην Αφρική