Ιστορική ευκαιρία στρατηγικής Ελληνογερμανικής συνεργασίας στην Αμυντική Βιομηχανία
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Η ανακοίνωση στις 27 Φεβρουαρίου του Γερμανού καγκελαρίου Όλαφ Σολτς για αφιέρωση εφ’ άπαξ αμυντικής δαπάνης 100 δισ. €, σήμανε την νέα σελίδα στην Άμυνα της Ευρώπης, μετά τις συνταρακτικές εξελίξεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Από την πρώτη στιγμή, η ρωσική επίθεση έθεσε ευθέως το ερώτημα της αμυντικής ικανότητος των χωρών της Ευρώπης, μίας εκάστης όσο και συλλογικώς, σε επίπεδο ΝΑΤΟ. Και όχι μόνο στις πιο μικρές και αδύναμες στρατιωτικά χώρες αλλά κυρίως στις μεγαλύτερες!
Γερμανία, Γαλλία και σε δεύτερο πλάνο Μεγάλη Βρετανία και Ιταλία, παρουσιάζουν αδύναμες χερσαίες δυνάμεις, με σχεδόν συμβολική ισχύ σε Όπλα μείζονος επιδράσεως επί του πεδίου, όπως τα Τεθωρακισμένα ή το Πυροβολικό. Όταν όλες αυτές οι χώρες μαζί δεν μπορούν να συγκεντρώσουν αρματικό δυναμικό μεγαλύτερο του Ελληνικού Στρατού, είναι φυσιολογικό η αξιοπιστία της αμυντικής ικανότητος έναντι της ρωσικής απειλής, να είναι απλώς θεωρητική.
Η τεράστια έκτακτη δαπάνη για αμυντικούς εξοπλισμούς από την Γερμανία, θα βρει σύντομα μιμητές και από τις άλλες χώρες. Η Γερμανία ειδικώς, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι θα επιταχύνει την ανάπτυξη του επικίνδυνα συρρικνωμένου Γερμανικού Στρατού που σήμερα παρατάσσει το αστείο αρματικό δυναμικό των 300 συν αρμάτων μάχης ενώ ασφαλώς σχεδόν το σύνολο των δαπανών θα ανατεθεί στην ικανότατη γερμανική αμυντική βιομηχανία.
Επίσης βέβαιο, πρέπει να θεωρείται ότι η γερμανική αμυντική βιομηχανία θα αρχίσει σύντομα να δέχεται μεγάλες παραγγελίες από παντού. Και καθώς οι δυνατότητες παραγωγής είναι από έναν βαθμό και μετά πεπερασμένες, μπορούμε όλοι να αντιληφθούμε τον πραγματικό οργασμό που θα επικρατεί στις γραμμές παραγωγής των γερμανικών αλλά και των άλλων ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών. Ωστόσο, η γερμανική αμυντική βιομηχανία έχει ένα πολύ ιδιαίτερο πλεονέκτημα στην παρούσα συγκυρία, που καθιστά την θέση της προνομιακή και στρατηγικής σημασίας για την Δύση: η μόνη εν λειτουργία γραμμή παραγωγής σύγχρονου άρματος μάχης στην Ευρώπη, είναι αυτή της γερμανικής KMW.
Η ίδια η Γερμανία, είναι βέβαιο ότι θα αναθέσει σύντομα σύμβαση προμήθειας σημαντικού αριθμού αρμάτων Leopard 2. Το ίδιο αναμένεται να γίνει και από άλλες χώρες που στην παρούσα φάση έχουν σε εξέλιξη διαδικασίες επιλογής νέου άρματος ενώ και άλλες που μέχρι σήμερα δεν αντιμετώπιζαν τέτοιο ζήτημα, εκτιμάται ότι θα εκδηλωθούν. Η KMW επίσης, μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι θα αναλάβει σύμβαση για την προαίρεση επιπλέον αριθμού τεθωρακισμένων Puma, που θα συμπληρώσουν την ανανέωση του σχετικού υλικού στις μονάδες του Γερμανικού Στρατού. Σε γενικές γραμμές, οι κολοσσοί KMW και Rheinmetall, θα κληθούν να καλύψουν σε μεγάλο βαθμό τις αυξημένες ανάγκες για σύγχρονο και υψηλών επιδόσεων πολεμικό υλικό όλης της Ευρώπης.
Η εξέλιξη, είναι κρίσιμης σημασίας για την Ελλάδα. Η κατάσταση, δικαιώνει πλήρως τους μέχρι τώρα χειρισμούς του ΥΕΘΑ Ν. Παναγιωτόπουλου για αμοιβαίως επωφελή διευθέτηση εκκρεμοτήτων με τις γερμανικές αμυντικές βιομηχανίες αλλά και το αισθητήριο του Μαξίμου για την προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων στην βιομηχανία, σε μια χώρα της οποίας το οικονομικό μοντέλο παραγωγής πρέπει να αλλάξει, όπως είχε επισημάνει από πολύ νωρίς ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Πράγματι, με ρεαλιστικούς και καθόλου υπερβολικούς όρους, η δουλειά που έχει γίνει προς αυτή την κατεύθυνση από την κυβέρνηση έρχεται στην καταλληλότερη στιγμή για να σφυρηλατήσει μία πραγματικά στρατηγική σχέση συνεργασίας με την υπ’ αριθμόν ένα δύναμη της Ευρώπης στην παραγωγή χερσαίων αμυντικών συστημάτων, τα οποία και πάλι θα ζητεί σε μεγάλους αριθμούς όλος ο κόσμος.
Εμπρός στο μέγεθος των πόρων που θα διαθέσει εφ’ άπαξ μόνο η Γερμανία για εξοπλισμούς, εάν αναλογιστεί κανείς τα μεγέθη επί των οποίων κινείται όπως διαφαίνεται η γερμανική πρόταση για ένα “ελληνικό” πακέτο συνεργασίας, υπάρχει μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία που δεν πρέπει να χαθεί. Δικαιώνεται απολύτως ο από ετών οραματισμός των Γερμανών για δημιουργία δεύτερης γραμμής παραγωγής του Leopard 2 στην Ελλάδα, ο οποίος δεν προχώρησε λόγω των εμπλοκών του παρελθόντος, και όλοι μπορούν να φανταστούν το μέγεθος του βιομηχανικού έργου που μπορεί να ανατεθεί στην χώρα και τον αριθμό των θέσεων εργασίας που μπορούν να δημιουργηθούν, και μάλιστα σε μια εν γένει αποβιομηχανοποιημένη χώρα. Οι προοπτικές για βιομηχανική συμμετοχή και η έκταση της συνεργασίας, δεν θα έχουν καμμία απολύτως σχέση με τα διαφαινόμενα μέχρι σήμερα αποτελέσματα από την σύναψη συμβάσεων για αεροπλάνα και φρεγάτες, επειδή τα χερσαία συστήματα παράγονται σε μεγάλους αριθμούς και η ανάληψη θέσεως βιομηχανικού εταίρου για την παγκόσμια αγορά, είναι αντικειμενικώς ευχερέστερη.
Το σκηνικό συνολικώς, δείχνει ότι μια ελληνογερμανική συνεργασία, θα διαμορφωθεί σε συνθήκες εξασφαλισμένου όγκου έργου, άνετης οικονομικής χρηματοδοτήσεως από την γερμανική πλευρά της όποιας ελληνικής επενδύσεως για την κάλυψη αναγκών των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, όσο και σε ευνοϊκό περιβάλλον επενδύσεων και αναπτύξεως συνεργασιών για σκοπούς Έρευνας & Ανάπτυξης με ελληνικές εταιρείες. Επιπλέον, καθώς ήδη σε επιτελικό επίπεδο έχει γίνει σοβαρή εργασία από την στρατιωτική ηγεσία για την κάλυψη εντοπισμένων αναγκών του Ελληνικού Στρατού σε πρώτη φάση, αυτό σημαίνει ότι χωρίς καθυστερήσεις, μπορεί να διεκδικηθεί σειρά προτεραιότητος, πριν υπερφορτωθεί από υποχρεώσεις το χαρτοφυλάκιο συμβάσεων των KMW και Rheinmetall.
Η Άμυνα της Ευρώπης συνολικώς, περνά σε μία νέα εποχή. Η Ελλάδα, τυχαίνει από μια ευμενή συγκυρία εύστοχων κυβερνητικών χειρισμών, να βρίσκεται ένα βήμα πριν από μια προνομιακή θέση συνεργασίας με την Γερμανία στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας ενώ το κύρος και η δομή των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, προσφέρουν επιπλέον διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Είναι πράγματι μια πολύ μεγάλη ευκαιρία, επάνω σε μία πολύ κρίσιμη καμπή για όλη την Ευρώπη.