Η ανάγνωση των όσων “κουφών” είπε ο Τραμπ υπέρ της Τουρκίας
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
“…έχουμε μια συνάντηση αφορούσα πολύ το εμπόριο. Συμφωνούμε για όλο και περισσότερες μπίζνες και προσδοκούμε να μπορέσουμε να τετραπλασιάσουμε αυτές τις μπίζνες με την Τουρκία. Πιστεύουμε ότι θα είναι σπουδαίο. Είναι σπουδαίοι αριστοτέχνες. Έχουν σπουδαίο προϊόν. Και το διερευνούμε. Έχουμε επίσης εμπόριο σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς και έχουν προμηθευτεί πολύ από τον στρατιωτικό εξοπλισμό μας. Και είναι τιμή μου να βρίσκομαι μαζί σας κύριε πρόεδρε. Σας ευχαριστώ. Κοιτάξτε αυτούς τους ανθρώπους, πόσο ωραίοι είναι. Κοιτάξτε τους. Είναι τόσο εύκολοι, να κλείσεις συμφωνίες μαζί τους. Κοιτάξτε τους. Κεντρικό κάστινγκ. Δεν υπάρχει σχήμα στο Χόλυγουντ που θα μπορούσε να παρουσιάσει άτομα που να τους μοιάζουν“.
Είναι γνωστό ότι στην πολιτική, η κολακεία χρησιμοποιείται όχι μόνο για να καλοπιάσεις τον συνομιλητή σου στην αρχή μιας διαπραγματεύσεως αλλά και για να τον παινεύσεις για κάποια εκχώρηση – παραχώρηση που έχει κάνει στο τέλος. Ο πρόεδρος Τραμπ, ήταν σαφής στα ανωτέρω εισαγωγικά λόγια του, στις από κοινού δηλώσεις με τον πρόεδρο Ερντογάν στις 29 Ιουνίου. Το επίκεντρο, ήταν το εμπόριο και οι στρατιωτικοί εξοπλισμού ως μέρος αυτού.
Είναι γνωστό επίσης ότι η πολιτική αντίληψη του Τραμπ ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την επιχειρηματική δραστηριότητα (μπίζνες) ως κυβερνητική – κρατική υπόθεση στις διμερείς και διεθνείς σχέσεις. Είναι λοιπόν φυσιολογικό για τον Αμερικανό πρόεδρο να προσβλέπει σε διεύρυνση των εμπορικών σχέσεων με μία χώρα του G20 και παραδοσιακή σύμμαχο, με την οποία υπάρχει στρατηγική σχέση.
Εμπόδια σε αυτή την αντίληψη του Τραμπ, θέτουν οι πάγιες θέσεις του γραφειοκρατικού κατεστημένου στην Ουάσιγκτον, που διαμορφώνει την εξωτερική πολιτική. Όταν δε σε αυτό, προστίθεται η επιρροή των λεγομένων “πολιτικών λόμπι”, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, η επιδείνωση των διμερών σχέσεων ξεκίνησε από την σύγκρουση πολιτικών Ουάσιγκτον – Αγκύρας στην Συρία και την αμερικανική υποστήριξη του Κουρδικού στοιχείου. Την ένταση ενίσχυσε κατόπιν η αντίδραση στην προμήθεια τoυ S-400 από την Τουρκία, η οποία συσχετίσθηκε με το πρόγραμμα του F-35, περιπλέκοντας περισσότερο την κατάσταση.
Από την πρώτη στιγμή ο Τραμπ ενδιαφέρθηκε να αξιοποιήσει την ένταση ώστε να εξασφαλίσει από την Τουρκία μεγάλες συμβάσεις, σε πρώτη φάση από την πώληση αντιαεροπορικών συστημάτων Patriot. Τον σκοπό αυτό υπηρετεί η παραδοχή από πλευράς Τραμπ ότι η Τουρκία δεν αντιμετωπίστηκε δικαίως, αφού η διακυβέρνηση Ομπάμα απέρριψε την πώληση των Patriot. Εννοείται ότι η κατηγορία δεν είναι σοβαρή, αφού στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ ήταν θετικές στην πώληση Patriot αλλά αρνήθηκαν να προσφέρουν όλα όσα ζητούσε η Τουρκία σε μεταφορά τεχνολογίας. Όπως ακριβώς γίνεται, τουλάχιστον μέχρι τώρα, και επί διακυβερνήσεως Τραμπ…
Τί ελέχθη για τα Patriοt; Ερωτηθείς σχετικώς ο Ερντογάν, είπε ότι πρέπει πρώτα να αξιολογηθούν οι όροι της αμερικανικής προσφοράς. Η τελευταία προσφορά έληξε στις αρχές Ιουνίου, συνεπώς η Άγκυρα αναμένει βελτιωμένη προσφορά ως προς την μεταφορά τεχνολογίας. Πέραν τούτου, ο Τούρκος πρόεδρος, “αποκάλυψε” ότι οι κρατικές αερογραμμές (ΤΗΥ) προμηθεύονται 100 αεροπλάνα Boeing.
Η προθεσμία του Ιουνίου αφορά την προσφορά Patriot στην Τουρκία και όχι το S-400
Ο Τραμπ δεν έχει λόγο να μην βλέπει θετικά την τουρκική βούληση για μεγάλες αναθέσεις συμβάσεων σε αμερικανικούς κολοσσούς. Όταν δε λέει ότι ο στόχος των 75 δισ. $ στον όγκο του διμερούς εμπορίου είναι μικρός και πρέπει να ανέλθει σε 100 δισ. $, είναι σαν να προτρέπει την Τουρκία προς αυτή ακριβώς την κατεύθυνση.
Τί γίνεται όμως με το θέμα του S-400, που απειλεί την ομαλή εξέλιξη και του προγράμματος F-35; Και οι δύο πλευρές, δείχνουν να θεωρούν δεδομένο ότι το ρωσικό σύστημα θα παραληφθεί. Προφανώς οι ΗΠΑ έχουν αποδεχθεί την παραλαβή. Το κρίσιμο όμως είναι τί θα γίνει μετά και συγκεκριμένα το “καθεστώς” επιχειρησιακής αξιοποιήσεως του συστήματος. Σε αυτό το σημείο, μπορούμε να πούμε ότι επειδή η σύμβαση αφορά μόνο ένα σύστημα, συγκεκριμένα ένα Σύνταγμα των δύο Ταγμάτων, όπως αποκαλύψαμε από τον περασμένο Μάρτιο, διευκολύνεται η κατάσταση. Ένα μόνο σύστημα και μάλιστα χωρίς διασύνδεση με το υπόλοιπο εθνικό και συμμαχικό σύστημα αεράμυνας της Τουρκίας, έχει αυτομάτως υποβαθμισμένη επιχειρησιακή αξία, όπως έχουμε τονίσει στο παρελθόν. Άλλωστε, στην πραγματικότητα η επιλογή του S-400 υπήρξε σαφώς πολιτική απόφαση του Ερντογάν.
Ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Lindsey Graham, μιλώντας στο CBS News στις 30 Ιουνίου, την επομένη της συναντήσεως των δύο προέδρων, ανέφερε ότι προβλέπονται από την νομοθεσία κυρώσεις, όπως η απόσυρση από το πρόγραμμα F-35, εάν η Τουρκία “ενεργοποιήσει” το S-400. “Ο τρόπος για να ξεπεραστεί [το πρόβλημα] είναι να υποχρεωθεί η Τουρκία να μην ενεργοποιήσει το S-400 και να το αντικαταστήσει με μια πυροβολαρχία Patriot που είναι συμβατή με το ΝΑΤΟ“, είπε επί λέξει.
Η τοποθέτηση αυτή, οδηγεί στην υπόθεση ότι ήδη ΗΠΑ και Τουρκία συζητούν επί ενός τέτοιου ενδεχομένου, το οποίο μπορεί ακόμη και να αποτελεί την ήδη εξευρεθείσα φόρμουλα λύσεως, που έχει αποδεχθεί η Τουρκία. Απλώς εξετάζονται οι εναλλακτικές επιλογές για να γίνει αυτό. Εν πάσει περιπτώσει, εφόσον σε εύλογο χρονικό διάστημα η Άγκυρα παραγγείλει συστήματα Patriot, τότε το ένα και μοναδικό S-400 καθίσταται περίπου “αχρείαστο”…
Πόσο επικίνδυνο είναι τελικά το αντιαεροπορικό σύστημα S-400;
Ωστόσο, ο Νόμος Αντιμετωπίσεως Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων (CAATSA) θεωρείται ότι τίθεται σε εφαρμογή με την παραλαβή του S-400, ανεξαρτήτως του τι έχει συμφωνηθεί για την “επόμενη ημέρα”, ιδίως από την στιγμή που αυτό θα είναι μάλλον προϊόν παρασκηνιακής συμφωνίας που δεν μπορεί να δημοσιοποιηθεί. Σε αυτή την περίπτωση, όλες οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι ο Αμερικανός πρόεδρος θα χρησιμοποιήσει δύο επιχειρήματα προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις του Κονγκρέσου:
α) Η Τουρκία είναι στρατηγικός εταίρος και σύμμαχος, σε αντίθεση με την Βόρειο Κορέα, το Ιράν και την Ρωσία, για τις οποίες ψηφίσθηκε αρχικώς ο CAATSA.
β) Ο CAATSA ψηφίσθηκε αφού η Τουρκία είχε υπογράψει ήδη με την Ρωσία την σύμβαση για το S-400.
Το δεύτερο δεν είναι επιβεβαιωμένο απολύτως, δεδομένου ότι ποτέ δεν ανακοινώθηκε επισήμως η ημερομηνία υπογραφής της συγκεκριμένης συμβάσεως. Ο Ερντογάν είχε δηλώσει στις 10 Αυγούστου 2017 ότι είχε κατατεθεί η προκαταβολή της συμβάσεως. Αλλά στις 29 Δεκεμβρίου 2017, από τουρκικές πηγές είχε ανακοινωθεί ότι υπεγράφη σύμβαση με την οποία οριστικοποιήθηκε η συμφωνία.
Ως εκ τούτου, η απάντηση Τραμπ όταν ρωτήθηκε για την επιβολή κυρώσεων, ότι “εξετάζουμε διάφορες λύσεις“ και ο χαρακτηρισμός της επιλογής αυτής ως “πορεία δύο κατευθύνσεων“, υποδηλώνει σαφώς σκεπτικισμό επειδή ενέχει κόστος και για τις ΗΠΑ, δηλαδή την όποια διεύρυνση της αποκλίσεως της Τουρκίας προς την Μόσχα…
Ο Ερντογάν είπε ότι δεν θυμάται ποτέ σε καμμία προηγουμένη επικοινωνία ή συνάντηση με τον Τραμπ, να τον απείλησε με κυρώσεις στην περίπτωση προμήθειας του S-400. Ως εκ τούτου, υπάρχει αισιοδοξία και για το πρόγραμμα του F-35, το οποίο ελπίζεται ότι θα ξεπαγώσει μετά την 1η Νοεμβρίου 2019.
Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι παρά τις προειδοποιήσεις κυβερνητικών αξιωματούχων για την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, στην όλη υπόθεση έχει πρωτοστατήσει το Κονγκρέσο και η Γερουσία από τις οποίες ψηφίσθηκε και ο CAATSA. Και η “εκστρατεία” για πάγωμα του προγράμματος F-35 στην Τουρκία ξεκίνησε επί της ουσίας από τα λόμπι Ελλήνων, Αρμενίων και Ισραηλινών, το μήνυμα των οποίων υιοθετήθηκε από τα νομοθετικά σώματα. Η απήχηση των λόμπι, φαίνεται από την ψήφιση αντιτουρκικών αποφάσεων όχι μόνο από Δημοκρατικούς αλλά και Ρεπουμπλικανούς εκπροσώπους. Φαίνεται όμως ότι απλώς τα λόμπι εκμεταλλεύθηκαν τις διαμάχες των διαφόρων κέντρων εξουσίας στην Ουάσιγκτον και ένα μάλλον τεχνικής φύσεως θέμα όπως αυτό του S-400, μετατράπηκε σε μείζον πολιτικό.
Μέσα σε αυτό το “χάλι”, φαίνεται ότι ο Αμερικανός πρόεδρος ζυγίζει τα οφέλη και τις απώλειες με ωμή πραγματιστική αντίληψη και προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Ενώ οι δηλώσεις Τραμπ στην Οσάκα, έδωσαν την εικόνα της πλήρους επικρατήσεως των τουρκικών θέσεων, ο οποιοσδήποτε τελικός συμβιβασμός που αναμένεται να διαφανεί μετά και την επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου στην Άγκυρα προς τα τέλη Ιουλίου, εγείρει το ερώτημα του “τί θα δώσει τελικά η Τουρκία”;
Σε επίπεδο υψηλής πολιτικής, το μείζον ζήτημα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων είναι η υποστήριξη των ΗΠΑ στους Κούρδους της Συρίας. Σε βραχυπρόθεσμο πλαίσιο, δεν φαίνεται υπαναχώρηση της Ουάσιγκτον σε αυτό το θέμα, που αποτελεί σημείο συγκλίσεως μεταξύ Τραμπ και αμερικανικού κατεστημένου. Μετά την “προσέγγιση” όμως ΗΠΑ – Τουρκίας στην αλυσίδα των ζητημάτων S-400, F-35, Patriot, ο Τραμπ θα έχει καταφέρει όχι μόνο να διατηρήσει προσδεδεμένο στο αμερικανικό άρμα τον στρατηγικό σύμμαχό του αλλά προσβλέπει και στην εξασφάλιση από αυτόν νέων μεγάλων συμβάσεων για την αμερικανική βιομηχανία.
Εννοείται ότι ο Ερντογάν θα εξακολουθήσει να αξιοποιεί τις σχέσεις με την Ρωσία, προκειμένου να ανατρέψει την υποστήριξη των ΗΠΑ στους Κούρδους της Συρίας.
Η πραγματικότητα για το S-400: Μόνο ένα σύστημα έχει παραγγείλει η Τουρκία