F-35 για την Γερμανική Αεροπορία: “Συμμόρφωση προς τις ΗΠΑ” ή αληθινή ανάγκη;
Aπό Δρ Βασίλης Σιταράς
Διαβάσαμε πρόσφατα (12.7.2023) σε κατά τα άλλα έγκριτη ελληνική ιστοσελίδα του αμυντικού χώρου τα εξής σχόλια, σχετικά με την περυσινή απόφαση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας να αγοράσει το μαχητικό αεροσκάφος F-35: «Η δεύτερη κατηγορία χωρών που προμηθεύονται το F-35 είναι αυτές που λόγω της γεωγραφικής τους θέσης και της πολιτικής τους καταστάσεως… δεν πολυενδιαφέρονται για το τι κάνει ή δεν κάνει. Γερμανία, Βέλγιο και Ελβετία δεν αντιμετωπίζουν επιχειρησιακές απειλές, δεν έχουν κανένα άγχος σχετικά με τις πραγματικές επιχειρησιακές επιδόσεις ή τη διαθεσιμότητα του Α/Φ και δεν έχουν μέχρι σήμερα δείξει σημάδια στρατιωτικής επαγρυπνήσεως. Η Γερμανική Αεροπορία των… δύο διαθεσίμων Eurofighter έναντι συνόλου 180 δεν είναι καλός οδηγός επιλογής μαχητικού αεροσκάφους. Ούτε η πρόσφατη αφύπνιση ασφαλείας μπορεί να εκληφθεί ως σοβαρή πολιτική προτεραιότητα· πρόκειται μάλλον για συμμόρφωση προς τις ΗΠΑ εν όψει των παρασπονδιών της σε σχέση με τη Ρωσία».
Η ανωτέρω, μάλλον υπερ-απλουστευτική, οπτική γωνία σε καμία περίπτωση δεν μας βρίσκει σύμφωνους, για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω. Ως εισαγωγική, δε, παρατήρηση μεθοδολογικού χαρακτήρα, επισημαίνουμε το εξής: σχόλια σχετικά με την Πολιτική Εθνικής Ασφάλειας (μέρος της οποίας αποτελούν οι εξοπλιστικές προμήθειες) τρίτων χωρών καλό θα ήταν να αποφεύγονται ή, έστω, να εκφέρονται με φειδώ. Ειδικά, δε, όταν μιλάμε για την Πολιτική Εθνικής Ασφάλειας πολύ σοβαρών χωρών, όπως η Ομοσπονδιακή Γερμανία, οι οποίες διαθέτουν ισχυρότατους δημοκρατικούς θεσμούς, λογοδοσία, ανεπτυγμένο δημόσιο διάλογο και, σε τελική ανάλυση, προηγμένο σύστημα λήψης αποφάσεων που διατρέχει όλα τα επίπεδα διαμόρφωσης δημόσιας πολιτικής. Επί του προκειμένου ζητήματος, θεωρούμε πως το αν η Γερμανία «δεν αντιμετωπίζει επιχειρησιακές απειλές» ή το αν «δεν έχει κανένα άγχος σχετικά με τις πραγματικές επιχειρησιακές επιδόσεις και τη διαθεσιμότητα του αεροσκάφους» αποτελεί ζήτημα που δεν θα το κρίνουν αρμοδίως τρίτοι, αλλά μάλλον οι ίδιοι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Και το έχουν ήδη κρίνει…
Διαβάζουμε, λοιπόν, στην επίσημη ιστοσελίδα του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Άμυνας (βλ. National Security Strategy) ότι οι ένοπλες δυνάμεις τους ή Bundeswehr, ως εγγυητής της εθνικής ασφάλειας, πρέπει να είναι σύγχρονες και αποτελεσματικές στη μάχη, στο πλαίσιο ενός δόγματος που καλείται ολοκληρωμένη ασφάλεια/“integrated security”. Θεμελιώδης προτεραιότητα εντός αυτής είναι η συλλογική ασφάλεια, δηλαδή η μέγιστη δυνατή συνεισφορά στο ΝΑΤΟ, στο οποίο η ΟΔΓ εισήλθε ήδη από το 1955 που επανεξοπλίστηκε. Πρωτίστως, δε, επιθυμούν να συνεισφέρουν στρατιωτικά στην Ανατολική Πτέρυγα της Συμμαχίας. Εξάλλου, οι πεδινές περιοχές και χώρες μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, ευρισκόμενες επίσης μεταξύ Βαλτικής Θάλασσας και Μαύρης Θάλασσας και γνωστές επίσης ως Intermarium, αποτελούσαν παραδοσιακά πεδίο ενδιαφέροντος της γερμανικής γεωπολιτικής και γεωοικονομίας (σ.σ. σε αυτές βεβαίως ανήκει και η Ουκρανία). Βασικό πλέον σημείο αναφοράς της ΟΔΓ είναι η νατοϊκή Σύνοδος της Μαδρίτης τον Ιούνιο του 2022, η οποία σαφώς μίλησε για επιδεινούμενη ρωσική απειλή και μάλιστα υιοθέτησε και σχετικό Strategic Concept.
Κατά την ταπεινή μας γνώμη, λοιπόν, δεν πρέπει να κρίνουμε «εξ ιδίων τα αλλότρια»: εάν για μας σε μείζονα απειλή μετά το 1974 έχει αναδειχθεί η εξ ανατολών γείτων Τουρκία, επίσης κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, την οποία θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε αυτοτελώς (αν αποτύχει η αποτροπή), για τη Γερμανία ζητούμενο είναι η ικανή συνεισφορά στις συλλογικές επιχειρήσεις της Συμμαχίας, με έμφαση, βεβαίως, και εναντίον της αναθεωρητικής Ρωσίας. Αυτή, σημειωτέον, ήταν η εν γένει κατάσταση ασφαλείας για το Βερολίνο και πριν το 2022, απλά τώρα έχει καταστεί απολύτως σαφής. Το εάν, βεβαίως, για μερικούς Έλληνες είναι απλά …αδιανόητη η Ρωσία ως εχθρικό κράτος, αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο ουδόλως έχει να κάνει με την αντίληψη περί απειλής (threat perception) που διακατέχει την υπό εξέταση Γερμανία.
Και τώρα να μιλήσουμε για το αεροπορικό hardware. Μέχρι το πολύ πρόσφατο 2022, η Luftwaffe/Γερμανική Αεροπορία είχε επιλέξει για τελευταία φορά αμερικανικό μαχητικό πίσω στο 1971, ήτοι το F-4F (σ.σ. το Phantom II έχει προ πολλού αποσυρθεί). Σε ρόλο κρούσης και καταστολής αεράμυνας, στηρίχθηκε επί τέσσερις και πλέον δεκαετίες σε 245 αεροσκάφη βαθειάς διείσδυσης Τornado IDS, τα περισσότερα εκ των οποίων έχουν ήδη αποσυρθεί. Από τα 90-92 που απομένουν σήμερα σε γερμανική υπηρεσία, τα πλέον σημαντικά (σύμφωνα με το γερμανικό δόγμα συνεισφοράς στο ΝΑΤΟ) είναι τα 46 Α/Φ της περίφημης Taktisches Luftwaffengeschwader 33, στη Βάση Μπούχελ. Εκτιμάται ότι εκεί βρίσκονται αποθηκευμένα 20 από τα 100 τακτικά πυρηνικά όπλα Β61 σε ανάπτυξη επί ευρωπαϊκού εδάφους, προοριζόμενα για κοινή συμμαχική χρήση («ΝΑΤΟ nuclear sharing»), ο δε μέγιστος αριθμός τέτοιων όπλων στη Βάση μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 44. Ως το 1984/85, σημειωτέον, την αποστολή αυτή είχαν αναλάβει τα F-104G Starfighter. Παρά τις διαδοχικές αναβαθμίσεις, τα εν λόγω 46 Τornado IDS θα πρέπει να έχουν αποσυρθεί το αργότερο περί το 2025/6. Το επόμενο μετά το Τornado γερμανικό μαχητικό, που υπηρετεί από το 2003, ήτοι το Eurofighter Typhoon, σχεδιάστηκε πίσω στη δεκαετία του 1980 αποκλειστικά για εναέρια υπεροχή και η μετατροπή του σε ρόλο βαθειάς κρούσης με πυρηνικές δυνατότητες δε θα μπορούσε παρά να οδηγήσει σε ένα επιεικώς απαράδεκτο ημίμετρο.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 2010 τουλάχιστον, ευσεβής πόθος των Γερμανών στρατιωτικών επιτελών, ειδικά, δε, για τον εξοπλισμό της Luftwaffengeschwader 33, ήταν το F-35, το μοναδικό Α/Φ που: α) είναι τεχνολογίας stealth, β) διαθέτει ακτίνα δράσης μάχης/combat radius στη βασική αποστολή κρούσης συγκρίσιμη με εκείνη του δικινητήριου Τornado (1.240 χιλιόμετρα έναντι 1.390 χιλ.) και, πάνω από όλα ίσως, γ) προσφέρει τεράστια διαλειτουργικότητα/interoperability με τις λοιπές Αεροπορίες της Συμμαχίας: ας μην ξεχνάμε ότι, στο τέλος της τρέχουσας δεκαετίας του 2020, πάνω από 600 F-35 θα επιχειρούν στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων δύο μοιρών της ίδιας της USAF στη Βάση RAF Lakenheath. Επίσης το F-35 είναι ιδανικό και ως αντικαταστάτης του εξειδικευμένου Τornado ECR σε ρόλο SEAD/καταστολής εχθρικής αεράμυνας. Όπως λοιπόν ευθαρσώς ομολόγησε ένα στέλεχος της Luftwaffe στο International Fighter Conference της 8.11.2017, “Ο αντικαταστάτης του Tornado πρέπει να είναι πέμπτης γενιάς που θα μπορεί να εντοπιστεί από τα ραντάρ όσο πιο αργά γίνεται ή και καθόλου». Για όλους τους Γερμανούς ειδήμονες, μόνο το F-35 μπορούσε να καλύψει 100% τις εκπεφρασμένες ανάγκες σε βάθος δεκαετιών και πρωτίστως το ρόλο της τακτικής πυρηνικής κρούσης τον οποίο είχε αναλάβει, από το 1958 που συστάθηκε, η Luftwaffengeschwader 33. Όπως λοιπόν, συνόψιζε το θέμα ένας έγκριτος αναλυτής το 2019: «Αν η Luftwaffe χρειαστεί να διαπεράσει τις πυκνές αεράμυνες σε μια μελλοντική μάχη, οι πιλότοι της θα είναι πιο ασφαλείς στο F-35. Η Luftwaffe χωρίς F-35 θα δυσκολευόταν να πολεμήσει σε ένα αμφισβητούμενο/contested αεροπορικό περιβάλλον. Το F-35 έχει επίσης πλεονεκτήματα για την εκτέλεση της πυρηνικής αποστολής της Γερμανίας εντός του ΝΑΤΟ. Η ικανότητα του F-35 να διεισδύει και να επιβιώνει σε αυτές τις αποστολές είναι ανώτερη. Το F-35 θα έχει πιστοποιηθεί πυρηνικά πριν από την παράδοση».
Εντούτοις, ισχυρότατα λόμπι εντός της ίδιας της Γερμανίας και ιδίως όσες εταιρείες εμπλέκονταν άμεσα ή έμμεσα στην κατασκευή του αεροσκάφους Eurofighter αντιδρούσαν σθεναρά σε μια αμερικανική επιλογή για τη Luftwaffe, πρωτίστως, δε, στο F-35 (που επίσης τότε συναγωνιζόταν το Eurofighter για ξένες αγορές, λ.χ. τη γειτονική Ελβετία). Τα λόμπυ αυτά είχαν απήχηση στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και δη στην τότε καγκελάριο κα Α.Μέρκελ, η οποία, επιπροσθέτως, ήταν ανέκαθεν πολύ προσεκτική να μη διαταράξει τις διμερείς σχέσεις της χώρας με τη Ρωσία. Επιπλέον, η Γαλλία, ως ο έτερος ισχυρός πόλος του «γαλλογερμανικού άξονα» και μέγας υπέρμαχος της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ, έκανε ότι μπορούσε, σε υψηλό πολιτικό επίπεδο για να αποθαρρύνει τη Γερμανία «να αγοράσει αμερικανικά», προκειμένου να μην καθυστερήσει κι άλλο η ανάπτυξη του κοινού μαχητικού έκτης γενιάς FCAS. Ως εκ τούτου, επί πολλά έτη λάμβανε χώρα στο Βερολίνο ένα άτυπο «μπρα ντε φερ» μεταξύ Luftwaffe και πολιτικής ηγεσίας, με την πρώτη να επιθυμεί διακαώς μόνο το F-35 και με τη δεύτερη να αρνείται να το παραγγείλει, επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, και το ομολογουμένως υψηλό κόστος κύκλου ζωής/LCC του τύπου. Στη χειρότερη περίπτωση, η κυβέρνηση Μέρκελ υπονόησε πως θα μπορούσε να παραγγείλει ίσως από τις ΗΠΑ το F/A-18 Super Hornet και επίσης την έκδοση SEAD αυτού (Growler), όπως παραλίγο να συμβεί, αλλά όχι βέβαια το F-35. Η λέξη «F-35» ηχούσε σαν ανάθεμα στα πολιτικά κλιμάκια της Γερμανικής Κυβέρνησης.
Η τιτάνιων διαστάσεων «κόντρα» μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών κορυφώθηκε στις αρχές του 2018, όταν ο τότε Γερμανός Αρχηγός Αεροπορίας (Επιθεωρητής της Luftwaffe, κατά τη γερμανική ορολογία), αντιστράτηγoς Karl Müllner, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από την τότε ΥΕΘΑ, κα Ursula von der Leyen (νυν Πρόεδρο της Κομισιόν στην ΕΕ), λόγω της εμμονής του να αγοραστεί το F-35! Ένα χρόνο αργότερα, στις 14.1.2019, ίσως η πλέον έγκριτη εφημερίδα της χώρας Die Zeit αντεπιτέθηκε με το πολυσυζητημένο άρθρο γνώμης με τίτλο “Luftwaffe: Tarnkappenbomberkaufen” (Luftwaffe: Αγοράστε βομβαρδιστικά στελθ). Αφού βεβαίως τόνιζε την προαναφερθείσα σπουδαιότητα της Γερμανίας για το ΝΑΤΟ και αφού επίσης εξήρε την ικανότητα του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας να εκπληρώσει την αποστολή του, αναρωτήθηκε, πολύ ειρωνικά, εάν και η κυβέρνηση της χώρας πράττει το ίδιο. Η Γερμανία, έγραφε η Zeit, πρέπει να έχει στη διάθεσή της υλικά μέσα τέτοια, τα οποία θα της επιτρέψουν να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της στο ΝΑΤΟ. Η πρώτη επιλογή που είχε τότε η Πολεμική Αεροπορία ήταν να συνεχίζει να χρησιμοποιεί τα παλαιά Tornado, πράγμα ασύμφορο και κυρίως αλυσιτελές: το εν λόγω Α/Φ δε μπορεί πλέον να διατρήσει σύγχρονες αεράμυνες όπως λ.χ. του ρωσικού θύλακα Καλίνινγκραντ, έγραφε το άρθρο. Μπορούσε επίσης να τροποποιήσει για ρόλο πυρηνικής κρούσης τα Eurofighter, λύση εν μέρει μόνο ικανοποιητική, καθώς το Α/Φ ήταν βελτιστοποιημένο για εναέρια υπεροχή, να αγοράσει F/A-18 Super Hornet ή, τέλος, να αγοράσει F-35. Το μεν Super Hornet είχε ήδη δοκιμαστεί, αλλά μόνο το «ασύγκριτα ανώτερο» F-35, κατέληγε το άρθρο της Die Zeit, θα προσέδιδε στη Γερμανία πρόσβαση σε ένα σύστημα κορυφαίας ποιότητας, αξιόμαχο για πολλές δεκαετίες ακόμη. Σημειωτέον πως το άρθρο επεσήμανε πως η τιμή αγοράς του F-35 ήταν αισθητά χαμηλότερη εκείνης του εγχώριου Εurofighter!
Τελικά, ο γόρδιος δεσμός κόπηκε από το νέο Καγκελάριο κ. Σολτς το Μάρτιο του 2022, λίγο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Με την ιστορική πολιτική απόφαση μαζικού επανεξοπλισμού ύψους 100 δις ευρώ, δηλαδή αύξησης των ετήσιων αμυντικών δαπανών από το 1,2% στη νατοϊκή υποχρέωση του 2%, η διάθεση ενός ποσού περίπου 8 δις ευρώ/8,5 δις USD για ένα «πακέτο» 35 Α/Φ F-35Α JSF, κινητήρων, όπλων και υποστήριξης, δεν ήταν πλέον μείζον θέμα… Η LOA υπογράφτηκε τελικά από τη Γερμανία στις 14.12.2022. Βεβαίως, ακόμη και μετά τη LOA υπάρχει μια κάποια γκρίνια, σχετικά με το συνολικό κόστος της επένδυσης, που, όπως φαίνεται, θα κινηθεί πιο κοντά στα 10 δις ευρώ. Οι κίνδυνοι αφορούν ιδίως τα αυξημένα κονδύλια που απαιτούνται για τις βάσεις των F-35. Όπως επισημαίνει το Spiegel, η κατασκευή νέου διαδρόμου αποπροσγείωσης στη Βάση Μπούχελ, καθώς και νέων υποστέγων και λοιπών υποδομών, απαιτεί ένα ποσό περίπου 700 εκατ. ευρώ επιπλέον της ίδιας της προμήθειας. Επιπροσθέτως, οι αυστηρότατες προδιαγραφές τις οποίες θέτουν οι ΗΠΑ ως προς τις νέες υποδομές, δημιουργούν αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον αυτές θα είναι έτοιμες ως το 2026, έτος άφιξης των πρώτων F-35.
Εν έτει 2023, πάντως, τείνει να δημιουργηθεί ένα consensus στη χώρα ότι η ένταξη του F-35 στο γερμανικό οπλοστάσιο, κατά την τριετία 2026-29, θα αλλάξει τον τρόπο διεξαγωγής αεροπορικών επιχειρήσεων εκ μέρους της Luftwaffe, κάτι που τελικά θα λειτουργήσει προς όφελος της Συμμαχίας. Όσο για τη Ρωσία, όλοι σχεδόν συμφωνούν στο να λάβει σαφές μήνυμα πως η Γερμανία είναι εδώ, ισχυρή και αποφασισμένη να αντισταθεί στον αναθεωρητισμό της και να στηρίξει την Ανατολική Πτέρυγα του ΝΑΤΟ και δη με τελευταίας τεχνολογίας (state-of-the-art) πτητικά μέσα. Με άλλα λόγια, ο Ρωσοουκρανικός Πόλεμος του 2022 δεν υπήρξε η βαθύτερη αιτία επιλογής του F-35 από τη Γερμανία, παρά έδρασε μόνο ως καταλύτης εξελίξεων. Με μια άλλη διατύπωση, επικράτησαν στο άτυπο «μπρα ντε φερ» που προαναφέρθηκε οι στρατηγοί της Luftwaffe, οι οποίοι ευθύς εξαρχής επιθυμούσαν F-35. Επιχειρησιακές απαιτήσεις υπήρχαν και αυτές συνηγορούσαν αναφανδόν υπέρ του συγκεκριμένου τύπου. Απλά επί μακρόν οι Γερμανοί πολιτικοί και δη η κα Μέρκελ δεν ήθελαν να ακούσουν τους ένστολους, τόσο για να μη θίξουν τα εγχώρια βιομηχανικά λόμπυ, όσο και για να κρατήσουν κάποιες ισορροπίες και με τη φίλη Γαλλία, αλλά και με την «Αρκούδα» (βασικό προμηθευτή της χώρας σε φυσικό αέριο ήδη από το 1973 και εταίρο στους αμφισβητούμενους υποθαλάσσιους αγωγούς Nord Stream 1 και 2).
Εντούτοις, στο τέλος της ημέρας και τα εγχώρια λόμπυ πρέπει να χάρηκαν κάπως, καθώς η Γερμανία, μετά από διμερείς διαπραγματεύσεις μηνών, έλαβε από τις ΗΠΑ γενναία βιομηχανικά ανταλλάγματα ως οιονεί αντισταθμιστικά οφέλη για την εν λόγω προμήθεια: η Lockheed Martin, βασικός ανάδοχος του JSF, αλλά και η Northrop Grumman, σημαντικός υποκατασκευαστής του μαχητικού αεροσκάφους με αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, την κεντρική άτρακτο, συμφώνησαν (Φεβρουάριος 2023) να ανοίξει από το 2025 περίπου και δεύτερη γραμμή παραγωγής κεντρικών ατράκτων στη Γερμανία από την ιστορική Rheinmetall, η οποία θα κατασκευάσει «τουλάχιστον 400» τέτοια τμήματα! Μόνο η Γαλλία και δη η Dassault δεν πρέπει να χάρηκε ιδιαίτερα, καθώς είδε να απομακρύνεται κι άλλο χρονικά το γαλλογερμανικό Α/Φ FCAS. Συμπερασματικά, η γερμανική επιλογή του F-35 αποτελεί ζήτημα με προϊστορία, σαφώς πιο πολύπλοκο από ότι παρουσιάστηκε από κάποιους στη χώρα μας. Και, όπως τελικά εξελίχθηκε, μάλλον επωφελές τόσο για την ίδια τη Luftwaffe βάσει απαιτήσεων που είχε αρθρώσει στο πολυμερές πλαίσιο του ΝΑΤΟ, όσο και για τη γερμανική αμυντική βιομηχανία…
Τα τρία κύρια διδάγματα για την Αεροπορική Ισχύ από την Ουκρανία