ΕΛΒΟ: απογοητευτικός απολογισμός και στοχευμένες διαρροές
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Στις 4 Απριλίου παρουσιάσθηκε δημοσίευμα για την ΕΛΒΟ 2020, με την “είδηση” ότι υπήρχε πρόταση εξαγοράς από γερμανική εταιρεία που συνδέεται με την γαλλική Nexter Systems. Το δημοσίευμα αναπαρήχθη ευρέως, κυρίως ως προς τον βασικό πυρήνα του περιεχομένου του, δηλαδή την ύπαρξη προτάσεως εξαγοράς.
Το δημοσίευμα ήταν ενδιαφέρον, επειδή: α) μιλούσε για ύπαρξη πέραν της μίας προτάσεως πωλήσεως, β) ανεδείκνυε το μηδενικό έργο και επενδύσεις κατά την διετή περίοδο υπό την νέα ιδιοκτησία και γ) ανέφερε ότι το προσφερόμενο τίμημα από την φερόμενη ως ενδιαφερόμενη γερμανική εταιρεία, είναι πολλαπλάσιο αυτού με το οποίο αποκτήθηκε η εταιρεία.
Τα παραπάνω δεν επιβεβαιώνονται από γερμανικής πλευράς αλλά η επισήμανση της διαφοράς μεταξύ των μετόχων σε προτάσεις εξαγοράς και η αρνητική κριτική για την διετή πορεία της εταιρείας, επί της ουσίας επιβεβαιώνουν τις φήμες που κυκλοφορούν εδώ και καιρό, για μεγάλη ένταση στις σχέσεις μεταξύ των μετόχων και “γκρίνιες” λόγω της ανυπαρξίας παραγωγικής δραστηριότητος. Λόγω αυτών, κάποιοι φαίνεται να πιέζουν για λύση.
Ανεξαρτήτως του τι ακριβώς ισχύει μεταξύ των Ισραηλινών ιδιοκτητών όμως, είναι σαφές ότι δημιουργούνται ερωτηματικά ως προς τις κυβερνητικές ευθύνες για την εικόνα αποτυχίας που εκπέμπει η συγκεκριμένη ιδιωτικοποίηση. Πέρα από τις επίμονες διαρροές προ διετίας που διαφήμιζαν τις λαμπρές προοπτικές της εταιρείας υπό την ιδιοκτησία των Ισραηλινών, εντελώς εξωπραγματικά δημοσιεύματα για επενδύσεις Ισραηλινών που θα έφταναν σε αστρονομικά νούμερα και τις ανακοινώσεις του υπουργού Οικονομικών για επιχειρηματικό και επενδυτικό σχέδιο με πολλαπλά ωφέλη για το ελληνικό Δημόσιο και την οικονομία γενικότερα, δύο έτη πέρασαν άγονα.
Η εμφάνιση σε δημοσιεύματα διαρροών περί δήθεν γερμανικού ενδιαφέροντος για εξαγορά της ΕΛΒΟ 2020, μάλλον απηχεί προσμονές της ιδιοκτησίας, παρά του γαλλογερμανικού Ομίλου KNDS (που “φωτογραφίζεται”) ή άλλης γερμανικής εταιρείας. Καθώς όμως το δημοσίευμα αναφέρει εξαγορά του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών, δηλαδή παραμονή των Ισραηλινών με μειοψηφικό πακέτο, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι Γερμανοί θα ήταν ποτέ δυνατόν να θέλουν τους Ισραηλινούς “μέσα στα πόδια τους”, με έλεγχο και λόγο στην παραγωγή προϊόντων πολύ πάνω από τις δυνατότητες των συγκεκριμένων ισραηλινών εταιρειών και ομίλων.
Γερμανικό ενδιαφέρον υπήρχε όντως, από την πρώτη στιγμή που η ΕΛΒΟ τέθηκε σε καθεστώς Ειδικής Διαχειρήσεως (2014) και το 2017 προκηρύχθηκαν διαγωνισμοί ιδιωτικοποιήσεως. Για ευνόητους λόγους, ήταν φυσικό αυτό να αποτελεί ελκυστική προοπτική. Την άνοιξη του 2016, όταν ο τότε υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος επισκέφθηκε την εταιρεία, είχε ανακοινώσει στους εργαζομένους την εκδήλωση σοβαρού ενδιαφέροντος από την KMW, την οποία παρουσίαζε ως πολλά υποσχόμενο επενδυτή λόγω της εγνωσμένης θέσεώς της στον χώρο των χερσαίων οπλικών συστημάτων.
Η κήρυξη των διαγωνισμών ως άγονων, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε προσωπικές ατζέντες και δημαγωγικές πολιτικές εκβιασμού, οι οποίες δεν επιθυμούσαν την είσοδο των Γερμανών στην ΕΛΒΟ, σε μια εποχή που αυτοί είχαν αφήσει τις πρακτικές διακινήσεως μαύρου χρήματος, λόγω καταδικαστικών αποφάσεων σε γερμανικά δικαστήρια, για περιπτώσεις χρηματισμού σε εξοπλιστικά προγράμματα. Καθώς στο παρελθόν η κρατική ΕΛΒΟ είχε χρησιμοποιηθεί για διακίνηση μαύρου χρήματος, κάποιοι ήλπιζαν αυτό να συνεχιστεί με ιδιωτικοποιημένη την εταιρεία…
Αυτό που δεν έχει γίνει γνωστό ευρύτερα, είναι ότι γερμανικό ενδιαφέρον εκδηλώθηκε και κατά την τρίτη διαγωνιστική διαδικασία του 2020, την οποία έφερε εις πέρας η παρούσα κυβέρνηση. Ωστόσο, με διάφορες πρακτικές παραπλανήσεως και ενώ το Μαξίμου είχε ενημερωθεί για πρόθεση καταβολής πολλαπλασίου τιμήματος από αυτό που τελικώς καταβλήθηκε, οι Γερμανοί έμειναν εκτός διαδικασίας.
Σήμερα, πέραν των όποιων καταστάσεων έχουν διαμορφωθεί στην ΕΛΒΟ 2020, οι διεθνείς εξελίξεις έχουν επιβεβαιώσει ότι πυλώνας της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας στον τομέα των χερσαίων οπλικών συστημάτων είναι οι γερμανικές εταιρείες. Άλλη θα ήταν η εξέλιξη και ανάπτυξη της εταιρείας εν όψει των συνταρακτικών εξελίξεων στον χώρο των αμυντικών προμηθειών, που έφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η Ελλάδα, που δεν χρειαζόταν την εισβολή της Ρωσίας για να αντιληφθεί την αξία της αμυντικής της θωρακίσεως, έπρεπε να ανήκει ήδη στον πυρήνα των ευρωπαϊκών εξελίξεων, αντί να αναμένει επενδύσεις στην αμυντική βιομηχανία από παίκτες περιορισμένης εξαγωγικής δυναμικής σε κύριες χερσαίες πλατφόρμες και με κύριο πεδίο διεισδύσεως τον Τρίτο Κόσμο.
Το ερώτημα και η πρόκληση για την κυβέρνηση ενώπιον αυτής της αποτυχίας της, είναι εάν έχει την βούληση να δράσει αποφασιστικώς για να προλάβει μια φορά ή και να βγει εμπρός, από τις εξελίξεις.