Αναλύοντας τους Έλληνες αναλυτές για την κρίση με την Τουρκία
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Πολλές συζητήσεις και εκτιμήσεις έχουν εκφρασθεί δημοσίως από πολιτικούς, δημοσιογράφους, αναλυτές, εξ αφορμής της εν εξελίξει ευρισκομένης κρίσεως με την Τουρκία, μετά την είσοδο του πλωτού γεωτρύπανου Fatih στην ΑΟΖ της Κύπρου και τις ανακοινώσεις για επικείμενη έξοδο και δευτέρου πλοίου, προς εκτέλεση γεωτρήσεων. Βασικό ερώτημα στο οποίο επιδιώκεται να δοθεί απάντηση, είναι εάν η Τουρκία θα επιδιώξει γεώτρηση και στην περιοχή Καστελλορίζου, δηλαδή σε περιοχή η οποία κατά την Ελλάδα βρίσκεται στην δική της ΑΟΖ, ανεξαρτήτως του ότι δεν την έχει ανακηρύξει ακόμη.
Κατ’ αρχάς, οι αναλυτές στέκονται σε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ο πρόεδρος Ερντογάν δέχεται εισηγήσεις από συνεργάτες του, να προκαλέσει κρίση με την Ελλάδα. Οι “πληροφορίες”, αποτελούν στην πραγματικότητα διαρροές το τελευταίο διάστημα σε τουρκικά ΜΜΕ, συνεπώς θα πρέπει κατ’ αρχάς να αξιολογούνται ως σκόπιμες και στο πλαίσιο ενός είδους ψυχολογικών επιχειρήσεων, προς άσκηση πιέσεως. Ως εκ τούτου, εάν ο προβληματισμός ξεκινά από την ανάλυση αυτών των διαρροών – φημών, περιστρέφεται γύρω από μια παραπλάνηση.
Υποτίθεται πάντως, κατά την κυρίαρχη άποψη των αναλυτών, ότι ο Ερντογάν δεν πρόκειται να προκαλέσει, επειδή είναι στρυμωγμένος στην Συρία, η τουρκική οικονομία είναι σε αδύναμη θέση, υπάρχει ο τουρισμός και ο ίδιος φοβάται απόπειρα ανατροπής του, επειδή δεν εμπιστεύεται τους στρατιωτικούς, σε ένα στράτευμα που έχει εκκαθαρίσει…
Η πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία δεν έχει απολύτως κανέναν λόγο να “προκαλέσει” την Ελλάδα. Δεν έχει κανέναν λόγο να “βάλει στο παιχνίδι” της Κύπρου περισσότερο την Ελλάδα. Διότι απλούστατα, είναι όλα ζήτημα ιεραρχήσεως προτεραιοτήτων στην στρατηγική που ακολουθείται. Ποιες είναι αυτές οι προτεραιότητες;
Κατά πρώτον, το Συριακό είναι σαφώς πολύ σημαντικότερο στην παρούσα φάση για την Τουρκία. Σε αυτό, διαμορφώνονται οι εξελίξεις για την “επόμενη μέρα” στο Κουρδικό, που αντιπροσωπεύει υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα εθνικής ασφαλείας και η διευθέτησή του έχει παγίως μεγαλύτερη προτεραιότητα σε σχέση με την Ελλάδα. Γιατί; Διότι η Ελλάδα ούτως ή άλλως δεν προκαλεί, δηλαδή παραμένει ήσυχη και δέχεται στωικώς την διαχρονική τουρκική επιθετικότητα. Ενώ οι Κούρδοι ενοχλούν διαρκώς και στην παρούσα φάση “παίζουν δυνατά” με την έμπρακτη υποστήριξη των ΗΠΑ, εις βάρος των τουρκικών συμφερόντων. Αλλά η εμπλοκή στην Συρία, με κανέναν τρόπο δεν σημαίνει ότι η Τουρκία δεν μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες εναντίον της Ελλάδος και της Κύπρου.
Κατά δεύτερο λόγο, η Κυπριακή Δημοκρατία και όχι η Αθήνα, είναι αυτή που “ενοχλεί”, προκαλώντας με την δραστηριοποίησή της στην εκμετάλλευση του υποθαλασσίου πλούτου της. Με αυτό τον τρόπο, η Λευκωσία περιορίζει εκ των πραγμάτων τις τουρκικές διεκδικήσεις σε ΑΟΖ, υποβαθμίζει την θέση του ψευδοκράτους, την επιρροή της Τουρκίας και συνολικώς την σπουδαιότητα της Τουρκίας, έναντι της ΕΕ.
Η Ελλάδα, με την πολιτική της, αποδεικνύει εμπράκτως ότι έχει περίπου “αποσυρθεί” από την Κύπρο. Την ίδια στιγμή που η Άγκυρα αναδεικνύει τον ρόλο της ως προστάτη των Τουρκοκυπρίων και κατά το δοκούν υπενθυμίζει ότι αποτελεί εγγυήτρια δύναμη (σε ένα κράτος που δεν αναγνωρίζει) η Αθήνα αποφεύγει να αναμειχθεί δραστηρίως. Ενώ η Τουρκία έχει στείλει τα πλοία της για γεώτρηση στην ΑΟΖ της Κύπρου, χρησιμοποιώντας και συνοδεία πολεμικών, η Αθήνα δεν προβαίνει καν έστω σε κάποιο ναυτικό γυμνάσιο στην περιοχή, στην οποία επί της ουσίας έχει επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό η “ομάδα μάχης” του Fatih.
Ναι η Αθήνα, έχει υπολογίσιμη στρατιωτική ισχύ. Γιατί όμως να την “προκαλέσει” η Τουρκία, όταν η Αθήνα παραμένει ήσυχη και δεν δείχνει διάθεση χρησιμοποιήσεως της στρατιωτικής ισχύος της, ώστε να ακυρώσει τις τουρκικές πρωτοβουλίες; Όπως και η Λευκωσία, η Αθήνα καταφεύγει αποκλειστικώς σε διπλωματικά μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ.
Σε διπλωματικό επίπεδο άλλωστε, η κυβέρνηση Τσίπρα έχει διαμηνύσει στην άλλη πλευρά ότι αναγνωρίζει δικαιώματά της στην Ανατολική Μεσόγειο. Έκρινε σκόπιμο να το υπενθυμίσει δημοσίως ο κ. Κατρούγκαλος. Ένας τρίτος παρατηρητής θα έλεγε ότι δι’ αυτού του τρόπου η Αθήνα έχει “εξαγοράσει” την “ησυχία της”, αφήνοντας την κατάσταση στην Κύπρο να εξελιχθεί από την απροθυμία στην παρούσα φάση της Αιγύπτου και του Ισραήλ να αναμείξουν την Τουρκία στα ενεργειακά τους. Εξ αυτού, εκτιμάται ότι θα αντιδράσουν ΗΠΑ και ΕΕ.
Με βεβαιότητα λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι δεν αναμένεται κρίση ή θερμό επεισόδιο σε αυτή την φάση με την Ελλάδα. Η Τουρκία προχωρά βήμα – βήμα, έναντι του Ελληνισμού. Προέχει ο “αδύναμος κρίκος”, η Κυπριακή Δημοκρατία. Το δεύτερο τουρκικό πλοίο που θα ξανοιχτεί στην Ανατολική Μεσόγειο για σκοπούς γεωτρήσεως, αν γίνει αυτό, δεν θα είναι στην περιοχή Καστελλορίζου αλλά και πάλι στην ΑΟΖ της Κύπρου. Με την διαφορά ότι θα εισέλθει σε κάποιο από τα 13 “οικόπεδα” που έχει οριοθετήσει η Λευκωσία στην ΑΟΖ της – ασφαλώς σε ένα εξ αυτών για τα οποία δεν έχει προκηρυχθεί διαδικασία αδειοδοτήσεως.
Ο σκοπός του Ερντογάν είναι προφανής: η de facto αμφισβήτηση της ΑΟΖ της Κύπρου, με εργασίες όχι απλώς ερευνητικές αλλά γεωτρήσεως. H περίπτωση της Ελλάδος μπορεί να περιμένει ακόμη. Εξάλλου, όπως απεδείχθη, οποτεδήποτε μπορεί να εμφανισθεί από τους Έλληνες o “πρόθυμος ηλίθιος”, ένας άλλος Τσίπρας με έναν άλλο Κοτζιά, που θα υποκύψουν στις τουρκικές διεκδικήσεις, κατά τον ίδιο άτακτο τρόπο με τον οποίο ενέδωσε η σημερινή κυβέρνηση στο άσημο κρατίδιο των Σκοπίων.
Το ερώτημα είναι, κατά πόσο ο σκοπός της Τουρκίας έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας μπορεί να αποτραπεί με διπλωματικά μέτρα, δηλαδή διά κυρώσεων της ΕΕ, επιλογή που προωθεί η Λευκωσία και στηρίζει η Αθήνα. Σύντομα θα γνωρίζουμε.