Η ευκαιρία εθνικής συμμετοχής στο πρόγραμμα του πυραύλου IRIS-T MLU
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Στην ετήσια έκδοση αναφοράς ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ ALMANAC 2017-2018, στο καθιερωμένο αφιέρωμα για την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία (ΕΑΒΙ) αναφέραμε την προοπτική συμμετοχής στο πρόγραμμα αναβαθμίσεως του πυραύλου αέρος – αέρος βραχέως βεληνεκούς IRIS-T, του οποίου έχει αρχίσει η προετοιμασία.
Η Ελλάδα συμμετέχει στο πρόγραμμα του πυραύλου με μερίδιο 13% και την παραγωγή απαρτίων του από τρεις ελληνικές εταιρείες, τις ΕΑΒ, ΕΑΣ και INTRACOM Defense Electronics. Η Πολεμική Αεροπορία έχει προβεί στην προμήθεια 350 πυραύλων IRIS-T, με τους οποίους εξοπλίζονται τα F-16 Block 52+ και F-16 Block 52+ Advanced.
Στις 26 Μαρτίου 2019 πραγματοποιήθηκε στο ΓΕΑ συνάντηση υψηλόβαθμων εκπροσώπων της εταιρείας Diehl Defence, με αρμόδιους επιτελείς της ΓΔΑΕΕ και της Πολεμικής Αεροπορίας, με σκοπό την συζήτηση για την διαχείριση της τεχνολογικής απαξιώσεως (obsolescence) και του εκσυγχρονισμού μέσης ζωής (Mid Life Upgrade Program) των πυραύλων IRIS–T. Από την είσοδό τους σε ελληνική υπηρεσία, οι συγκεκριμένοι πύραυλοι δεν έχουν υποβληθεί σε πρόγραμμα συντηρήσεως ενώ οι τεχνολογικές εξελίξεις στο διάστημα που διέρρευσε, προσφέρουν πλέον αναβαθμισμένες δυνατότητες οι οποίες μπορούν να ενσωματωθούν μέσω του προγράμματος MLU.
Όπως αναφέραμε στο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ ALMANAC 2017-2018, το αναβαθμισμένο IRIS-T θα προσφέρει ικανότητα αυτοπροστασίας (self-protection) στο μαχητικό που το φέρει, υπό την έννοια ότι ο αισθητήρας του θα μπορεί να εγκλωβίζει και να καταστρέφει επερχόμενες απειλές από πυραύλους αέρος – αέρος BVR, όπως ο ΑΜRAAM. Η δυνατότητα θεωρείται κρίσιμης σημασίας σε αερομαχίες εναντίον αεροσκαφών stealth, τα οποία απολαμβάνουν σοβαρού τακτικού πλεονεκτήματος “πρώτου πλήγματος” εξ αποστάσεως, επειδή είναι σε θέση να αποκαλύψουν πρώτα συνήθη μαχητικά. Είναι προφανής η σημασία του IRIS-T MLU για τις επιχειρησιακές δυνατότητες των μελλοντικών F-16V της Πολεμικής Αεροπορίας, έναντι μαχητικών F-35.
Η περίπτωση του προγράμματος, αντιπροσωπεύει θεμελιώδη πρόκληση για την Ελλάδα και την ΕΑΒΙ, δεδομένου ότι στην παρούσα συγκυρία, οι δημοσιονομικές συνθήκες δεν επιτρέπουν ευχέρεια για ανάλογης φύσεως επενδύσεων. Θεωρητικώς, η ΓΔΑΕΕ “ενδιαφέρεται” για την πτυχή του προγράμματος που αφορά ΚΑΙ την ΕΑΒΙ, δηλαδή όχι μόνο την αναβάθμιση της μαχητικής ικανότητος της Πολεμικής Αεροπορίας. Όμως η χρηματοδότηση σε τέτοια προγράμματα αναπτυξιακής φύσεως εξαρτάται από τα περιθώρια του περικομμένου αμυντικού προϋπολογισμού του ΥΠΕΘΑ. Και όλοι γνωρίζουν πόσο μικρά είναι…
Το συναρμόδιο Υπουργείο Οικονομίας, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκουν ΕΑΒ και ΕΑΣ, θα πρέπει να θεωρείται με βεβαιότητα ότι δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα με ιδιαίτερη ζέση. Επενδύσεις στην ΕΑΒΙ και την τεχνολογική βάση της χώρας, καθίστανται αντιληπτές ως απλές “σπατάλες”, ιδίως σε περιπτώσεις ιδεοληπτικώς ανάπηρων κυβερνήσεων, όπως η σημερινή. Το ότι η ελληνική συμμετοχή στο IRIS-T απαίτησε δαπάνη της τάξεως των 90-100 εκατ. ευρώ αλλά απέφερε στις ελληνικές εταιρείες συμβάσεις ύψους 120 εκατ. ευρώ, προφανώς και δεν λέει τίποτα στον τυπικό “λογιστάκο – χαρτογιακά”.
Τέλος, το ΓΕΑ, είναι κατ’ αρχήν βέβαιο ότι ενδιαφέρεται για το IRIS-T MLU. Ωστόσο, δεν αποτελεί “αρμοδιότητά” του η εξασφάλιση της εθνικής συμμετοχής σε αυτό, με απλά λόγια δηλαδή, δεν ασχολείται με την ΕΑΒΙ, συνεπώς δεν το ενδιαφέρει αν θα αποκτήσει το όπλο με ελληνική ή όχι προστιθέμενη αξία. Αυτή είναι η επί δεκαετίες νοοτροπία των Γενικών Επιτελείων.
Η κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί ως “τυπική”, υπό την έννοια ότι μόνο η ισχυρή κυβερνητική βούληση για ενίσχυση της ΕΑΒΙ και μέσω αυτής της αναπτύξεως της οικονομίας και της βιομηχανικής βάσεως, μπορεί να έχει καταλυτική επίδραση. Η εμπειρία του παρελθόντος δείχνει ότι οι στρατιωτικοί διακατέχονται από την νοοτροπία του “έτοιμου”, αδιαφορώντας για εθνική συμμετοχή, αφού εξάλλου η απευθείας προμήθεια μπορεί να προσφέρει και ευκαιρίες… ιδιωτικού πλουτισμού.
Με αφορμή το πολυεθνικό πρόγραμμα IRIS-T MLU που εκκινεί, η εθνική συμμετοχή διά της ΕΑΒΙ, με την ανάληψη μάλιστα μεριδίου παραγωγής κρίσιμων απαρτίων του όπλου (κάτι που προϋποθέτει την έγκαιρη εκδήλωση ενδιαφέροντος και δέσμευση) αναδεικνύεται στην υπ’ αριθμόν ένα δοκιμασία – πρόκληση των συναρμοδίων υπουργείων, για την παρούσα και επομένη κυβέρνηση. Και ίσως με αυτή την αφορμή, θα πρέπει να δρομολογηθούν εξελίξεις για κατάργηση της ανεπαρκούς ΓΔΑΕΕ με τους ανύπαρκτους πόρους και την αντικατάστασή της με ένα Υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας, δηλαδή έναν φορέα με σαφώς αναπτυξιακό χαρακτήρα μέσα από τον εξειδικευμένο ρόλο του. Ένα Υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας που θα έχει προϋπολογισμό και εξασφαλισμένα κεφάλαια για αφιέρωση ετησίως σε αναπτυξιακά προγράμματα προϊόντων, που θα ενδιαφέρουν άμεσα τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.