Γιατί Γαλλία και Ελλάδα έχουν “ανάγκη” η μία την άλλη
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Η Γαλλία επιδιώκει να αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη της ΕΕ όσον αφορά τις προκλήσεις Άμυνας και Ασφάλειας. Με δεδομένη την γερμανική εσωστρέφεια και το περιορισμένο ενδιαφέρον του Βερολίνου για στρατιωτικές επιχειρήσεις, την ανάλογη στάση της Ιταλίας και το BREXIT, η Γαλλία απέμεινε η μόνη κύρια δύναμη στην ΕΕ με στρατιωτική παρουσία εκτός των συνόρων της για την διαφύλαξη εθνικών συμφερόντων αλλά και η μόνη πυρηνική δύναμη.
Η δημόσια τοποθέτηση Μακρόν τον Νοέμβριο του 2019 περί “εγκεφαλικά νεκρού ΝΑΤΟ”, ήταν το αποτέλεσμα της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας για την πολιτική Τραμπ στην Συρία, που τον προηγούμενο μήνα είχε ανακοινώσει μονομερώς την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα να αφεθεί ελεύθερο πεδίο στην Τουρκία να επέμβει ως ρυθμιστής της καταστάσεως, σε συνεννόηση με την Ρωσία.
Ακολούθησε τον Φεβρουάριο του 2020 η επίσημη ομιλία Μακρόν στην οποία μίλησε για μεγαλύτερη αυτονομία δράσεως της ΕΕ και πρότεινε έναν “στρατηγικό διάλογο” με επίκεντρο τον “ρόλο της γαλλικής πυρηνικής αποτροπής” συνολικώς, στην ασφάλεια της Ευρώπης.
Στις 22 Ιουνίου μόλις, ο πρόεδρος Μακρόν επανέλαβε τα περί “κλινικώς νεκρού ΝΑΤΟ”, εξ αφορμής προσφάτου επεισοδίου μεταξύ γαλλικής φρεγάτας και τουρκικών πολεμικών πλοίων ανοικτά της Λιβύης. Όμως πίσω από την γαλλική δυσαρέσκεια για την ανεξέλεγκτη στάση της Τουρκίας ειδικότερα, όσο και την μειωμένης αξιοπιστίας στάση των ΗΠΑ έναντι της “κοινής” δράσεως Τουρκίας – Ρωσίας γενικότερα, βρίσκεται το όραμα που ο ίδιος ο πρόεδρος Μακρόν εξέφρασε εδώ και καιρό.
Ήταν Σεπτέμβριος του 2017 όταν ο πρόεδρος Μακρόν πρότεινε την γνωστή πλέον “Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Επεμβάσεως” (ΕΙ2) και στις 25 Ιουνίου 2018 υπεγράφη σχετική Επιστολή Προθέσεως (LOI) από 9 χώρες: Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Εσθονία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Ολλανδία, Πορτογαλία. Έκτοτε, την πρωτοβουλία αποδέχθηκαν οι Ιταλία, Νορβηγία, Ρουμανία, Σουηδία, Φινλανδία.
Απώτερος στόχος της ΕΙ2 είναι η δημιουργία κοινής στρατηγικής κουλτούρας για την Άμυνα και Ασφάλεια, με από κοινού ανάληψη δράσεως σε επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ, της ΕΕ, του ΟΗΕ ή άλλους δημιουργούμενους σχηματισμούς. Σε όλη αυτή την ευρωπαϊκή “κοσμογονία”, η Ελλάδα απουσιάζει με προφανέστατη εξήγηση την διακυβέρνηση της χώρας από τους ιδεοληπτικούς ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Απούσα και η Κύπρος…
Η κυβέρνηση της ΝΔ δείχνει να επιδιώκει μεγαλύτερη εκμετάλλευση της δυναμικής που έχει δημιουργήσει η Γαλλία, “ποντάροντας” όμως σε διμερές πλαίσιο, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται πιο εύκολα και μπορούν να αναμένονται πιο ουσιαστικά αποτελέσματα. Στην συνάντηση Μακρόν – Μητσοτάκη στις 29 Ιανουαρίου 2020 ετέθη ευθέως το ζήτημα μιας στρατηγικής σχέσεως σε διμερές επίπεδο. Έκτοτε, οι επαφές συνεχίζονται για μεγαλύτερη εξειδίκευση της εταιρικής σχέσεως που κτίζεται και στον τομέα της Άμυνας. Κατά την επίσκεψη της Γαλλίδας υπουργού Αμύνης στις 24 Φεβρουαρίου, υπήρχε εντυπωσιακή ευθύτητα ως προς την πρόθεση στηρίξεως της Αθήνας στις προκλήσεις της Τουρκίας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Οι δύο πλευρές έχουν επιδείξει πρόθεση η συνεργασία στον τομέα των εξοπλισμών να επεκταθεί και στον τομέα των στρατιωτικών γυμνασίων αλλά και στην ενίσχυση της διαλειτουργικότητος μεταξύ των Ενόπλων Δυνάμεων των δύο χωρών. Πρόκειται για το “τεχνικό” μέρος μια στρατηγικής σχέσεως που φαίνεται ότι κτίζεται, με απώτερη προοπτική ενδεχομένως την από κοινού συγκρότηση στρατιωτικών σχηματισμών που θα αναλάβουν αποστολές στο πλαίσιο των εθνικών στόχων των δύο χωρών και πιθανώς των συμφερόντων της ΕΕ ευρύτερα.
Η Γαλλία έχει λόγους να υποστηρίζει την Ελλάδα στον Αμυντικό τομέα. Η χώρα διατηρεί αξιόλογες αριθμητικώς και ποιοτικώς ένοπλες δυνάμεις, είναι παραδοσιακός αγοραστής γαλλικών οπλικών συστημάτων και αντιμετωπίζει προκλήσεις ασφαλείας από την Τουρκία σε Αιγαίο και Κύπρο. Αντιθέτως, η Τουρκία δεν υπήρξε ποτέ μεγάλος αγοραστής γαλλικών όπλων και σήμερα η εξωτερική της πολιτική βρίσκεται σε σύγκρουση με τα γαλλικά συμφέροντα.
Τα τελευταία έτη, η Γαλλία διαπιστώνει τον αρνητικό για τα συμφέροντά της ρόλο που έχει αναλάβει η Τουρκία. Το νεοθωμανικό όραμα εξαπλώσεως της τουρκικής επιρροής σε συνορεύουσες χώρες όπως το Ιράκ και κυρίως η Συρία, σε χώρες του Κόλπου και πλέον της Βορείου Αφρικής – Μαγκρέμπ, απειλεί να περιορίσει εκ των πραγμάτων την επιρροή που παραδοσιακώς έχει το Παρίσι σε όλες αυτές τις περιοχές. Μετά δε την ανοικτή στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στην Λιβύη, η Γαλλία αντιλήφθηκε ότι η Άγκυρα έχει όλες τις δυνατότητες εάν αφεθεί ανεξέλεγκτη, να την αντικαταστήσει πλήρως!
Η νεοθωμανική “επέλαση” συνεχίζεται όσο δεν υπάρχει αντίδραση από τους άλλους δρώντες, δηλαδή τις ΗΠΑ, την Ρωσία, την ΕΕ και τις αραβικές χώρες. Στην Λιβύη δε, όπως και στην Συρία, έχει καταστεί αντιληπτό ότι η Άγκυρα αξιοποιεί τις στενότερες σχέσεις της με την Ρωσία για να αναλάβει ουσιαστικό ρόλο ρυθμιστού των πραγμάτων. Στην Λιβύη, η επέμβασή της έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία για το Παρίσι, επειδή δεν πρόκειται για συνορεύουσα χώρα με την Τουρκία κι επειδή η γαλλική στρατιωτική ανάμειξη επί του πεδίου είχε περιορισθεί σε εντελώς συμβολική και παρασκηνιακή.
Η Γαλλία είναι μπλεγμένη με την κρίση στις υποσαχάριες χώρες του Σαχέλ και συγκεκριμένως από το 2012, που μάχεται στο Μάλι εναντίον των τρομοκρατών του Ισλαμικού Κράτους. Η ανάμειξη αυτή, με στρατεύματα που προσεγγίζουν σε δύναμη τους 5.000 άνδρες, δεν είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής στην Γαλλία και η διεθνής στήριξή της σε επίπεδο συνεισφοράς δυνάμεων (Μεγάλη Βρετανία, Εσθονία) είναι συμβολική. Ο αγώνας στο Μάλι είναι δύσκολος εξαιτίας της μεγάλης εκτάσεως και του χαμηλού επιπέδου των ενόπλων δυνάμεων της περιοχής που βρίσκονται στο πλευρό των Γάλλων. Η στρατιωτική εμπλοκή στο Μάλι, εκτιμάται ότι είναι η αιτία που η Γαλλία έχει περιορισθεί τα προηγούμενα έτη σε πολιτικοδιπλωματικές πρωτοβουλίες ως προς την κατάσταση της Λιβύης, με αποτέλεσμα η τουρκική επέμβαση εκεί να βρει το Παρίσι απροετοίμαστο.
Με την Γαλλία ουσιαστικώς αποστασιοποιημένη, την Ιταλία μόνιμο “όμηρο” της Λιβύης ως κυρίου προμηθευτή σε πετρέλαιο και την Γερμανία εκτός παιχνιδιού και προσεκτική με την Τουρκία εξαιτίας του λαθρομεταναστευτικού, ο πρόεδρος Ερντογάν έσπευσε να καλύψει το “κενό” και να επεκτείνει την τουρκική επιρροή σε αυτό το διαλυμένο κράτος. Η απουσία στρατιωτικών δυνάμεων άλλων χωρών από το πλευρό του αντιπάλου LNA, διευκόλυνε την τουρκική δράση, η οποία εντός ολίγων μηνών ανέτρεψε πλήρως την κατάσταση. Επόμενος στόχος είναι η μόνιμη εγκατάσταση στρατιωτικών δυνάμεων της Τουρκίας (βάσεις) στην Λιβύη, πράγμα που θα συνιστούσε μείζονα πρόκληση για Γαλλία αλλά και Αίγυπτο.
Η Γαλλία, χωρίς να έχει “συνέλθει” από την ανατροπή στην Συρία, διατηρεί εκεί συμβολικές δυνάμεις ενώ τον Μάρτιο του 2020 οι γαλλικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από το Ιράκ. Το Μάλι παραμένει η κύρια γαλλική δέσμευση σε στρατιωτικό επίπεδο, δικαιολογουμένη από την στρατηγική αξία των χωρών του Σαχέλ ως προμηθευτών ουρανίου. Ο Νίγηρας είναι ο 5ος παραγωγός ουρανίου παγκοσμίως και η εκμετάλλευση των ορυχείων ανήκει στην γαλλική εταιρεία Areva, μια στρατηγικής σημασία πηγή από την οποία οι ισλαμιστές τρομοκράτες που δρουν στο γειτονικό Μάλι, απέχουν μόλις 200 χλμ.
Μόλις τον περασμένο Ιανουάριο οι ηγέτες των ενδιαφερομένων χωρών της Δυτικής και Κεντρικής Αφρικής (Μάλι, Μαυριτανία, Μπουρκίνα Φάσο, Νίγηρας, Τσαντ) προσκλήθηκαν στο Παρίσι και επανέλαβαν το αίτημά τους για συνέχιση της γαλλικής υποστηρίξεως στον αντιανταρτικό αγώνα. Ο πρόεδρος Μακρόν ανταποκρίθηκε με την αποστολή 220 επιπλέον στρατιωτών. Οι ίδιοι Αφρικανοί ηγέτες, κάλεσαν και τους άλλους Ευρωπαίους εταίρους να ανταποκριθούν.
Στο σημείο αυτό κρύβεται μία από τις πτυχές της προετοιμαζόμενης στρατηγικής συμφωνίας που επιδιώκουν να συνάψουν Παρίσι και Αθήνα. Όπως η Αθήνα ζητεί από τους Γάλλους να διαδραματίσουν αποφασιστικό ρόλο έναντι της τουρκικής απειλής, έτσι και το Παρίσι θέτει το θέμα της έμπρακτης ελληνικής υποστηρίξεως σε γαλλικές “εκστρατείες” εκτός συνόρων. Το Μάλι είναι ένα θέατρο επιχειρήσεων για το οποίο ήδη έχουν γίνει συζητήσεις ως προς την πιθανή ανάπτυξη ελληνικής στρατιωτικής δυνάμεως με επιχειρησιακό και όχι υποστηρικτικό ρόλο. Η ελληνική δύναμη θα είναι συμβολική από πλευράς μεγέθους αλλά θα έχει σημαντική πολιτική σημασία για την Γαλλία, εφόσον θα δείχνει την έμπρακτη ανταπόκριση ενός κράτους μέλους της ΕΕ στον συγκεκριμένο αντιανταρτικό – αντιτρομοκρατικό αγώνα.
Ως προς την Λιβύη και την πτυχή που έχει για την Ελλάδα η τουρκική επέμβαση, η σαφώς επιθετική στάση Μακρόν έναντι των σκοπών Ερντογάν, ευνοεί πρωτοβουλίες σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο που σε πρώτη φάση μπορούν να ενισχύσουν την Αποτροπή έναντι κινήσεων της Τουρκίας στην περιοχή μεταξύ Κρήτης – Καστελορίζου. Η Ελλάδα, μαζί με την Αίγυπτο, είναι ήδη δύο χώρες στην περιοχή που έχουν προειδοποιήσει ευθέως την Τουρκία ότι θα απαντήσουν με στρατιωτική δράση εναντίον της, σε τυχόν ενέργειες στην θαλάσσια περιοχή Κρήτης – Καστελορίζου ή σε νέα επίθεση στην Λιβύη προς ανατολάς. Η Γαλλία, με τις αναφορές περί “κλινικώς νεκρού ΝΑΤΟ”, εκφράζει μία θέση η οποία εμμέσως περιέχει το σπέρμα της απειλής αναλήψεως και στρατιωτικής δράσεως εναντίον της Τουρκίας.
Στο πλαίσιο ενισχύσεως της Αποτροπής, η Ελλάδα φαίνεται να επεξεργάζεται προτάσεις για την παρουσία ισχυρών γαλλικών δυνάμεων στον ελληνικό χώρο, κατά το κρίσιμο διάστημα του φθινοπώρου που η Τουρκία έχει απειλήσει με έρευνες. Είναι αυτονόητο ότι τέτοιου τύπου “μέτρα”, αποβλέπουν περισσότερο στην εκπομπή πολιτικού μηνύματος και την καλλιέργεια αμφιβολιών αλλά δεν αρκούν για να εμποδίσουν έναν αποφασισμένο εχθρό.
Η μεταστάθμευση αεροπορικών δυνάμεων και η παρουσία ναυτικών μονάδων στον ελληνικό χώρο, καθώς και άλλες ενέργειες όπως η συμμετοχή ελληνικής φρεγάτας στην Ομάδα Μάχης του γαλλικού αεροπλανοφόρου τον παρελθόντα Φεβρουάριο, σχεδιάζονται στην παρούσα φάση και ως “πρόβες” για ένα μελλοντικό κοινό στρατιωτικό αεροναυτικό σχηματισμό. Εφόσον συγκροτηθεί ένα τέτοιο μόνιμο ελληνογαλλικό Task Group στην Μεσόγειο, στο οποίο θα μπορούν να προσκολληθούν δυνάμεις φιλικών χωρών, τότε η προοπτική αναθέσεως συγκεκριμένης αποστολής εναντίον τουρκικών επιδιώξεων, θα είναι πολύ πιο κοντά ως πιθανότητα.
Η Γαλλία δείχνει πρόθυμη να αναλάβει ρόλο πρόσθετης δυνάμεως Αποτροπής έναντι της Τουρκίας, τον οποίο αποφεύγουν οι ΗΠΑ, διαψεύδοντας τις προσδοκίες των Αθηνών. To ελάχιστο που αντιλαμβάνονται ότι μπορούν να αποκομίσουν οι Γάλλοι, είναι κάποιες συμβάσεις υψηλής αξίας για πωλήσεις αμυντικού υλικού στην Ελλάδα όσο και μερίδιο στην εκμετάλλευση του όποιου υποθαλασσίου πλούτου κρύβουν οι θάλασσες του Ελληνισμού.
Αλλά και η Γαλλία έχει “ανάγκη” την Ελλάδα στην πορεία της για ανάδειξη σε κυρίαρχη δύναμη της ΕΕ. Τα εθνικά συμφέροντα Ελλάδος και Κύπρου απειλούνται σοβαρά από την Τουρκία, με την οποία η Γαλλία βρίσκεται σε τροχιά συγκρούσεως. Η προσπάθεια της Τουρκίας να αναδειχθεί σε επικυρίαρχο της περιοχής, μπορεί να εμποδισθεί σε τελική ανάλυση μόνο διά των όπλων και η όποια επένδυση σε ουσιαστικά και όχι εικονικά βήματα συμπύξεως στρατιωτικών συμμαχιών είναι προς την σωστή κατεύθυνση.
Αυτό όμως για το οποίο δεν πρέπει να τρέφει αυταπάτες η Ελλάδα, είναι ότι καμμία Γαλλία δεν πρόκειται να σπεύσει στρατιωτικά στο πλευρό της, εφόσον η ίδια ενδώσει στις τουρκικές απειλές. Μόνο όταν η Αθήνα αποδείξει την αποφασιστικότητά της, μπορεί να ελπίζει σε ξένη συνδρομή. Υπ’ αυτή την έννοια, θεμιτό σε διπλωματικό επίπεδο να γίνονται προσπάθειες για διατήρηση διαύλων επικοινωνίας αλλά καταστροφικές οι δημόσιες τοποθετήσεις κυβερνητικών, συμβούλων και καθηγητών περί συμβιβασμών, που εκπέμπουν αμφιβολίες, φόβο και εκλαμβάνονται ως έλλειψη βουλήσεως, καταστρέφοντας την όποια έννοια Αποτροπής.
Στην Ελλάδα οι αναλυτές σπεύδουν να επισημάνουν ότι η Τουρκία “υπερεπεκτείνεται” και ότι δογματικώς η “υπερεπέκταση” οδηγεί σε πτώση. Η “υπερεπέκταση” όμως, δεν διακόπτεται λόγω ψυχοσωματικής κοπώσεως της κυβερνήσεως του κράτους που την επιδιώκει, ούτε με προσευχές των κρατών που αισθάνονται ότι θίγονται από αυτή την πολιτική. Η “υπερεπέκταση”, όταν μάλιστα ασκείται διά της ενεργού χρησιμοποιήσεως των ενόπλων δυνάμεων, διακόπτεται μόνο όταν συναντήσει αποφασιστική αντίδραση. Και αυτή δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική όταν περιορίζεται σε πολιτικοδιπλωματικό επίπεδο, χωρίς να συνοδεύεται από αντίστοιχη στρατιωτική αντίδραση. Όσο δεν ισχύει το τελευταίο, η Τουρκία θα συνεχίσει ανεξέλεγκτα την “επέλασή” της και πέρα από την Λιβύη. Δηλαδή ευθέως πλέον εναντίον της Ελλάδος.
Η Ελλάδα απέδειξε μεν στην υβριδική επίθεση που δέχθηκε στον Έβρο ότι μπορεί να ανταπεξέλθει αλλά ήδη, οι “φωνές συνέσεως των δειλών” που ακούγονται για την προοπτική μιας στρατιωτικής αναμετρήσεως, αποδυναμώνουν την εκπεμπομένη ελληνική Αποτροπή. Επιπλέον, μεταξύ όλων των χωρών με τις οποίες η Αθήνα έχει συσφίξει τις σχέσεις της για τα ενεργειακά δρώμενα σε Κρήτη και Κύπρο, η Ελλάδα είναι εκείνος που δέχεται την τουρκική πίεση και θα κληθεί να “δώσει εξετάσεις” έναντι των ξένων συνεργατών. Εάν αποτύχει η Αθήνα, υποχωρώντας ατάκτως και αποδεχόμενη μια συμφωνία που θα “βάζει στο παιχνίδι” την Τουρκία, ταχέως ή σταδιακώς θα ατονίσει το ενδιαφέρον Αιγύπτου και Ισραήλ για μια ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα.
Όμως ανεξαρτήτως του πως θα εξελιχθεί η αναμενόμενη κρίση με την Τουρκία, η Ελλάδα δεν θα έχει λύσει το αμυντικό της πρόβλημα έναντι της τουρκικής επιθετικότητος. Στην Αθήνα φαίνεται ότι ορισμένοι θεωρούν πως πιθανή “ανακωχή” στην συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή ενδιαφέροντος, μπορεί να οδηγήσει ως διά μαγείας σε μια νέα εποχή βελτιώσεως των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Πρόκειται περί πλάνης. Εάν αξιολογηθούν περισσότερο οι καθημερινές επιθέσεις Τούρκων κυβερνητικών, αξιωματούχων αλλά και δημοσιογράφων και ιδιωτών, που διεκδικούν από την Ελλάδα περιουσίες μέχρι και νησιωτικά εδάφη επικαλούμενοι δήθεν “νομικά” δικαιώματα, καθίσταται αντιληπτό ότι στην Τουρκία η εικόνα που έχει ριζώσει στην γενική εθνική αντίληψη για την Ελλάδα, είναι αυτή ενός βιλαετίου που μόλις προχθές αποσχίστηκε σκανδαλωδώς από την… οθωμανική αυτοκρατορία. Ελλάδα και Κύπρος, περίπου “δεν υπάρχουν” για την ανερχομένη τουρκική επικυριαρχία και είναι δεδομένο ότι η στρατιωτική ενδυνάμωση της Τουρκίας θα εξακολουθήσει να θέτει ευθέως ζήτημα επιβιώσεως του Ελληνισμού. Υπ’ αυτή την έννοια, μια ουσιαστική διμερής στρατηγική αμυντική συμμαχία με την Γαλλία, θα εξακολουθεί να έχει νόημα.