Ο «πολιτικός διάλογος» με την Τουρκία δεν απομακρύνει ένα θερμό επεισόδιο
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Ξεδιπλώνεται η πολιτική της ελληνικής κυβερνήσεως για προσέγγιση με την Τουρκία προκειμένου να εγκαινιασθεί ο «πολιτικός διάλογος», για τον οποίο είχε μιλήσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξή του στο “Βήμα της Κυριακής”, στις 29 Δεκεμβρίου 2019.
Επιδίωξη είναι μέσα σε ήρεμο κλίμα συνεννοήσεως, μακριά από εντάσεις και προκλητικές κινήσεις που μπορούν να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες, να προσεγγισθεί το θέμα της υφαλοκρηπίδος και κατ’ επέκταση των ΑΟΖ. Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος είναι η μόνη διμερής νομική διαφορά την οποία αναγνωρίζει η Ελλάδα και δεν θα είχε αντίρρηση να παραπεμφθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, κάτι που δεν ενδιαφέρει την Τουρκία, επειδή θεωρεί ότι λόγω της ισχυρότερης θέσεώς της μπορεί να κερδίσει περισσότερα μέσα από μια διμερή συμφωνία.
Κατά την συνάντηση Μητσοτάκη – Τραμπ στις 7 Ιανουαρίου, ετέθη το θέμα της ενεργού μεσολαβήσεως των ΗΠΑ στην στήριξη μιας τέτοιας διαδικασίας «πολιτικού διαλόγου», όπως την αντιλαμβάνεται η Αθήνα. Όπως επιτάσσει η πρακτική σε τέτοιες περιπτώσεις, ένα “μεσαίο” στέλεχος της αμερικανικής διπλωματίας θα αναλάβει τον διαμεσολαβητικό ρόλο, προκειμένου οι προϊστάμενοί του, ο υπουργός Εξωτερικών Μ. Πομπέο και ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ, να έχουν δυνατότητα επεμβάσεως σε κρίσιμες καμπές της διαδικασίας. Το στέλεχος αυτό είναι ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, αρμόδιος Ευρωπαϊκών & Ευρασιατικών Θεμάτων, Μάθιου Πάλμερ, που αναμένεται να επισκεφθεί την Άγκυρα τον προσεχή Φεβρουάριο και την Αθήνα στις αρχές Μαρτίου.
Η επίσκεψη, θα αποβλέπει στην διαπίστωση της κατ’ αρχήν διαθέσεως των δύο πλευρών, σηματοδοτώντας επί της ουσίας την έναρξη της διαδικασίας.
Στο πλαίσιο αυτό, στις 10 Ιανουαρίου, ελληνική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών μετέβη στην Τουρκία και συναντήθηκε με τουρκική αντιπροσωπεία υπό τον υφυπουργό Εξωτερικών. Η συνάντηση έγινε με πρωτοβουλία της Αθήνας, υποδηλώνοντας την ετοιμότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη να εγκαινιάσει τον διμερή «πολιτικό διάλογο».
Δύο ημέρες αργότερα, αναφερόμενος στην επίσκεψη, ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας σχολίασε σε τηλεοπτική συνέντευξη στην εκπομπή “Ακραία Φαινόμενα” του ΣΚΑΪ: «Το καλό αυτής της συνάντησης ήταν ότι το κλίμα τουλάχιστον –έχουμε γυρίσει στα βασικά ξέρετε με την Τουρκία– ήταν ένα καλό κλίμα, που επιτρέπει επανάληψη της συνάντησης σύντομα, επιτρέπει επανάληψη των Διερευνητικών πιθανόν, και πιθανόν συνέχιση των συζητήσεων για τα ΜΟΕ μεταξύ των δύο Υπουργείων Εθνικής Άμυνας. Επειδή σε αυτή την φάση η αποκλιμάκωση είναι κάτι το πάρα πολύ σοβαρό –κακά τα ψέμματα με την Τουρκία πηγαίναμε σε μια φάση διαρκούς κλιμάκωσης– υπ’ αυτή την έννοια, αυτή η συνάντηση των δύο γενικών γραμματέων ήταν πάρα πολύ σημαντική».
Καθίσταται σαφές ότι η Αθήνα, παρακολουθώντας τις τουρκικές κινήσεις σε πολιτικοδιπλωματικό επίπεδο, έχει αξιολογήσει ότι αυτές ανταποκρίνονται απολύτως σε προκαταρκτικές ενέργειες προετοιμασίας για μια κρίση που μπορεί να περιλάβει και την χρησιμοποίηση στρατιωτικών δυνάμεων. Πράγματι, οι προκλητικές δημόσιες τοποθετήσεις όλης της κλίμακας της τουρκικής πολιτικής ιεραρχίας έναντι της Ελλάδος, η πρόσφατη υπογραφή συμφωνίας με την Λιβύη, όσο και η ραγδαία κλιμάκωση της προκλητικής δραστηριότητος της Τουρκικής Αεροπορίας εντός του FIR Αθηνών, σε συνδυασμό με τυχόν εκπαιδευτικές – ερευνητικές δραστηριότητες στο εγγύς μέλλον, συνθέτουν απολύτως ένα τυπικό πλαίσιο συνθηκών κλιμακούμενης οξύνσεως, που σύμφωνα με τα αξιολογούμενα σενάρια, καταλήγουν σε πολεμική αναμέτρηση…
Δεν είναι τυχαίες οι διαρροές στην Αθήνα με δημοσιεύματα περί λήψεως στρατιωτικών μέτρων αυξημένης επαγρυπνήσεως και ετοιμότητος στον Νοτιοανατολικό Τομέα, δηλαδή στην περιοχή Κρήτης – Δωδεκανήσου, με κομβικό σημείο το νησιωτικό σύμπλεγμα Μεγίστης.
Η στρατιωτική επαγρύπνηση είναι αυτονόητη. Μια διαπραγμάτευση, όπως επί της ουσίας είναι ο «πολιτικός διάλογος», ιδίως με έναν διαχρονικώς κακόπιστο συνομιλητή, δεν αποκλείει την εκ μέρους του καταφυγή σε μία στρατιωτική ενέργεια, προκειμένου να βελτιώσει την διαπραγματευτική θέση του ή να εκβιάσει την αποδοχή των θέσεών του de facto, από θέση ισχύος. Όπως μαρτυρούν τα ιστορικά προηγούμενα των ελληνοτουρκικών κρίσεων, το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο και το 1996 με τα Ίμια, η Τουρκία δεν διστάζει μεσούσης μιας μεσολαβητικής προσπάθειας των ΗΠΑ, να ενεργεί ταυτοχρόνως και στρατιωτικώς, δημιουργώντας τετελεσμένα.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να θεωρεί ότι “αγοράζει χρόνο” με μια διαδικασία διαλόγου, τίποτα όμως δεν αποκλείει μια τουρκική παρασπονδία στην διάρκεια αυτού. Το ενδεχόμενο στρατιωτικής αντιπαραθέσεως, κατά βάση στην περιοχή Μεγίστης, δεν απομακρύνεται.