Τουρκικά F-35 – Περιμένοντας το «θαύμα» από τα λόμπι
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Η προ μερικών ημερών καταχώρηση στους News York Times, η οποία χαρακτηρίζει την Τουρκία αναξιόπιστο σύμμαχο και προτρέπει να μην υλοποιηθεί η παράδοση μαχητικών F-35 σε αυτήν, υπήρξε επικοινωνιακή κορύφωση των προσπαθειών των ελληνικού και αρμενικού λόμπι στις ΗΠΑ, που εδώ και ένα έτος περίπου, αναδεικνύουν το θέμα. Οι πολιτικές των λόμπι, δεν είναι της παρούσης να αναλυθούν, είναι σαφές όμως ότι η προμήθεια των F-35 στην Τουρκία δεν μπορεί να συγκριθεί με άλλες υποθέσεις του παρελθόντος, όπως η παραχώρηση μεταχειρισμένων φρεγατών, που όντως εμποδίστηκαν. Το πρόγραμμα του F-35 περιλαμβάνει επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων και τεράστια βιομηχανικά και πολιτικά συμφέροντα. Η Τουρκία, όσο και αν οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ δεν είναι ιδανικές στην παρούσα φάση, πρόκειται να επενδύσει περί τα 11 δισ. $ ενώ στην αρχική συμφωνία, υπολογιζόταν ότι από την εμπλοκή της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας στο πρόγραμμα, θα εξασφαλιζόταν έργο ύψους 6-7 δισ. $.
Με τον πρόεδρο Τραμπ να αντιπροσωπεύει τον κατ’ εξοχήν εκφραστή των επιχειρηματικών – οικονομικών πρωτοβουλιών, η Τουρκία αντιμετωπίζεται πρωτίστως ως ένας ισχυρός σύμμαχος που εκτός των στρατιωτικών πρωτοβουλιών της σε Συρία – Ιράκ, αντιπροσωπεύει έναν ισχυρό και αξιόπιστο συνεργάτη σε επιχειρηματικό – οικονομικό πεδίο. Συνεπώς, η προοπτική να τιναχθεί στον αέρα το πρόγραμμα F-35 που αφορά την Τουρκία, ιδίως όταν απομένουν μερικοί μήνες μόνο μέχρι την έναρξη των παραδόσεων, φαντάζει ουτοπικό.
Η πώληση των F-35 στην Τουρκία δεν υπήρξε ένα απλό πρόγραμμα προμήθειας προς εκσυγχρονισμό των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων αλλά μία στρατηγική επιλογή που συνδύαζε εξ αρχής την μεγαλύτερη δυνατή εμπλοκή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, εξασφαλίζοντας το μέλλον της. Η στρατιωτική ηγεσία, όχι μόνο έκανε την επιλογή της αλλά και η πολιτική ηγεσία την συνδύασε με την κάλυψη υψίστων εθνικών στρατηγικών στόχων που υπηρετούνται μέσω της σταθερής αναπτύξεως εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Σε πλήρη αντίθεση, η Ελλάδα δεν χάραξε καμμία ανάλογη πολιτική. Η αρχική πολιτική απόφαση για την προμήθεια του Eurofighter, χωρίς καμμία μελέτη από πλευράς ΓΕΑ ως προς το επιχειρησιακό σκέλος και επίσης καμμία μελέτη από πλευράς αρμοδίων υπηρεσιών για εμπλοκή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, αναιρέθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και με πρόφαση την οικονομική κατάσταση. Η εξέταση της μελλοντικής αεροπορικής απειλής και η πιθανότητα συμμετοχής της αμυντικής βιομηχανίας, έγινε «στο πόδι» και ποτέ δεν έτυχε συνολικής επεξεργασίας και μελέτης. Το ΓΕΑ απέτυχε να σχεδιάσει με προοπτική και σε βάθος χρόνου, την στιγμή μάλιστα που ο εχθρός είχε εκδηλωθεί ως προς την επιλογή του. Το ΥΠΕΘΑ και η τότε ΓΔΕ, απέτυχαν στην εκμετάλλευση αυτού του μείζονος εξοπλιστικού προγράμματος, με πολύ υψηλό βαθμό προκλήσεως, διότι δεν υπήρχε ποτέ εθνική στρατηγική για τον τομέα, ώστε να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη για την βιομηχανική και τεχνολογική ανάπτυξη της χώρας. Σε μία από τις συσκέψεις εκείνης της εποχής, στην οποία εκπρόσωποι της ΕΑΒ παρουσίαζαν την προοπτική συμμετοχής της χώρας στο πρόγραμμα JSF, το ΓΕΑ εμφανιζόταν απολύτως αντίθετο. Το επιχείρημα που κυριαρχούσε ήταν ότι εάν η ΕΑΒ γινόταν συνεργάτης στο πρόγραμμα JSF, η Πολεμική Αεροπορία θα ήταν υποχρεωμένη να προμηθευτεί το F-35, ξεχνόντας οποιαδήποτε άλλη επιλογή. Σε ερώτηση για τον τρόπο με τον οποίο το ΓΕΑ οραματιζόταν την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης απειλής, από την στιγμή που δεν υπήρχε άλλο διαθέσιμο μαχητικό με χαρακτηριστικά stealth, ο τότε Α/ΓΕΑ είχε αφήσει κεραυνόπληκτους τους πάντες, απαντώντας «τότε θα παραγγείλουμε F-22»…
Η Πολεμική Αεροπορία έμεινε χωρίς νέο μαχητικό και σήμερα, «αγωνιά» για το μέλλον. Και η πολιτική ηγεσία, ξαφνικά «ανακάλυψε» το F-35 και εκδήλωσε το ενδιαφέρον της προς την κατασκευάστρια, για ενδεχομένη προμήθεια 20 αεροσκαφών. Το σουρεαλιστικό στοιχείο ήταν ότι η ελληνική πλευρά ζήτησε να ενημερωθεί κατά πόσο ήταν δυνατή η συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, σε μια τέτοια προμήθεια…
Το δίδαγμα από την όλη ιστορία είναι ότι το ΥΠΕΘΑ και η ΓΔΑΕΕ είναι εντελώς ανεπαρκή για την αποστολή του συνδυασμένου εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων και της αναπτύξεως της Εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας. Η υπόθεση αυτή μπορεί να εξυπηρετηθεί καλύτερα μέσα από την ίδρυση αρμοδίου Υφυπουργείου Αμυντικής Βιομηχανίας, που θα έχει ουσιαστικό λόγο και θα αποτελεί πραγματικό φορέα παραγωγής πολιτικής και χαράξεως στρατηγικής. Μέχρι τότε, μπορούμε να συνεχίσουμε να βασιζόμαστε στα λόμπι, αναμένοντας το «θαύμα».