Θάνος Ντόκος: Προκλήσεις και αναγκαίες κινήσεις για την Ελλάδα
Στο τεύχος 148 του περιοδικού ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΠΑΛΞΕΙΣ που εκδίδει ο Σύνδεσμος Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ) δημοσιεύθηκε άρθρο του Θάνου Ντόκου, Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Πρωθυπουργού. Το περιοδικό εκδόθηκε τον περασμένο Απρίλιο, επομένως συντάχθηκε το προηγούμενο διάστημα, μερικούς μήνες μετά την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας και Συνεργασίας Ελλάδος – Τουρκίας τον Δεκέμβριο του 2023. Είχε προηγηθεί τρίμηνη διπλωματική προσπάθεια για εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με την συμφωνία να θεωρείται ένα είδος οδικού χάρτη προς ενίσχυση του διμερούς διαλόγους.
Το άρθρο, παρουσιάζει για προφανείς λόγους ενδιαφέρον. Συνοψίζει την στρατηγική αντίληψη περί των προκλήσεων και τις αναγκαίες προσαρμογές της χώρας, που σε μεγάλο βαθμό αφορούν την Εθνική Άμυνα. Σε θέματα εξοπλισμών, περιγράφονται από τότε οι κύριες προτεραιότητες που άρχισαν να διαρρέουν τους επόμενους μήνες.
Οι υπογραμμίσεις στο κείμενο είναι δικές μας.
Προκλήσεις και αναγκαίες κινήσεις για την Ελλάδα
Θάνος Ντόκος
Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Πρωθυπουργού
Το διεθνές περιβάλλον ασφαλείας χαρακτηρίζεται σήμερα από πολλαπλότητα “θερμών” σημείων, μεγαλύτερη συχνότητα, εμφάνισης πολυκρίσεων, αυξανόμενη πολυπλοκότητα και μειούμενη προβλεψιμότητα, με αποτέλεσμα την αξιοσημείωτη αύξηση της έντασης και αστάθειας. Στα αίτια για την επιδείνωση των διεθνών δεικτών ασφαλείας, συμπεριλαμβάνονται:
(1) ο κλιμακούμενος στρατηγικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις (που δυστυχώς περιορίζει σταδιακά τα περιθώρια διεθνούς συνεργασίας για τη διαχείριση κρίσιμων παγκόσμιων προβλημάτων, όπως π.χ. η κλιματική αλλαγή και οι ραγδαίες εξελίξεις στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης), αλλά αυξανόμενα και μεταξύ μεσαίων δυνάμεων, κάτι που συμβάλλει στην αύξηση της περιφερειακής αστάθειας.
(2) η διάχυση των αναδυόμενων και ανατρεπτικών τεχνολογιών (τις οποίες το ΝΑΤΟ ορίζει ως ακολούθως: τεχνητή νοημοσύνη, αυτόνομα συστήματα, κβαντικές τεχνολογίες, υπερηχητικά συστήματα, βιοτεχνολογία και τεχνολογίες ανθρώπινης ενδυνάμωσης, διάστημα, νέα υλικά και ικανότητες κατασκευής, ενέργεια και προώθηση και δίκτυα επικοινωνιών επόμενης γενιάς), οι οποίες καθίστανται σταδιακά προσβάσιμες σε αυξανόμενο αριθμό κρατών (αλλά και μη κρατικών δρώντων), με συνέπεια τη μείωση του τεχνολογικού πλεονεκτήματος της Δύσης και
(3) η αυξανόμενη χρήση μεθόδων υβριδικού πολέμου τόσο από κράτη, όσο και από μη κρατικούς δρώντες.
Επιπλέον, όσον αφορά στις εξελίξεις στον τομέα της άμυνας, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι πρώτον, ο πόλεμος διεξάγεται πλέον σε τουλάχιστον πέντε διαστάσεις (ξηρά, αέρας, θάλασσα, κυβερνοχώρος, διάστημα), ενώ ο χρόνος (που πλέον έχει συμπιεστεί σημαντικά) μπορεί να θεωρηθεί ως μια 6η διάσταση και η τεχνολογία ως 7η. Δεύτερον, φαίνεται ότι λαμβάνει χώρα μιας μορφής επανάσταση στις Στρατιωτικές Υποθέσεις και Υποθέσεις Ασφαλείας (Revolution in Military & Security Affairs) με βασικό επιταχυντή την τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ/ΑΙ). Τρίτον, η διεθνής εμπειρία και πρακτική δείχνει ότι αποτελεί μονόδρομο η μετάβαση σε ένα νέο μίγμα δυνάμεων, με συνδυασμό παραδοσιακών πλατφορμών με μη-επανδρωμένα/αυτόνομα οχήματα αέρος, θαλάσσης, αλλά και ξηράς. Αυτή η μετάβαση θα πρέπει να συνοδευτεί από τις απαραίτητες αλλαγές και προσαρμογές σε θέματα επιχειρησιακού σχεδιασμού και εκπαίδευσης. Για όλα τα ανωτέρω ζητήματα, ιδιαίτερα χρήσιμη είναι η εξαγωγή συμπερασμάτων (lessons learned) από τον πόλεμο στην Ουκρανία και άλλες συγκρούσεις.
Η επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος ασφάλειας αντανακλάται και σε περιφερειακό επίπεδο. Αν και η συμμετοχή στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ και οι ισχυρές στρατηγικές και περιφερειακές συμμαχίες της χώρας μας λειτουργούν σε γενικές γραμμές αποτρεπτικά, παραμένει γεγονός ότι η Ελλάδα γειτνιάζει γεωγραφικά με ένα τόξο υψηλής έντασης, κρίσεων και συγκρούσεων που ξεκινά από τη Βαλτική, συνεχίζεται στην Ουκρανία και τον Καύκασο, διασχίζει τα Δυτικά Βαλκάνια, το Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική και φθάνει ως τον Περσικό Κόλπο, την Ερυθρά Θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό. Η εν λόγω περιοχή χαρακτηρίζεται από ανταγωνισμούς μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων, αναθεωρητισμούς, διακρατικές −και συχνά θερμές− συγκρούσεις, θρησκευτικούς ανταγωνισμούς, δράση τρομοκρατικών οργανώσεων και άλλων μη κρατικών δρώντων, ενώ το περιβάλλον ασφαλείας περιπλέκεται και επιβαρύνεται έτι περαιτέρω από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, την ενεργειακή και διατροφική (αν)ασφάλεια, τις πληθυσμιακές μετακινήσεις, τη δράση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και την ύπαρξη αδύναμων και αποτυχημένων κρατών.
Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται ασφαλώς να γίνει στην κύρια υφιστάμενη απειλή για την ελληνική ασφάλεια, την αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας. Παρά το γεγονός ότι επί του πεδίου παρατηρείται μια καλοδεχούμενη ύφεση, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι έχει μεταβληθεί επί της ουσίας η στρατηγική της γειτονικής χώρας, ή ότι έχουν αμβλυνθεί σε κάποιο αξιοσημείωτο βαθμό οι αναθεωρητικές βλέψεις έναντι της χώρας μας. Αν και θα εξαντληθούν οι όποιες πιθανότητες πλήρους ομαλοποίησης των σχέσεων, κεντρικός στόχος μας θα παραμείνει η διαχείριση εντάσεων και διαφωνιών σε διπλωματικό επίπεδο και η αποφυγή μεταφοράς τους στο πεδίο, χωρίς αυταπάτες και βεβαίως χωρίς παραχωρήσεις. Βασικά εργαλεία θα αποτελέσουν η “θετική ατζέντα” και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση θα συνεχίζει να είναι η διατήρηση και ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ικανότητας.
Αδιαμφισβήτα, έχει επιτελεστεί, τα τελευταία χρόνια, σημαντικό έργο στον τομέα της Εθνικής Άμυνας. Έχουν δρομολογηθεί μια σειρά αλλαγών και μεταρρυθμίσεων με έμφαση στην αμυντική βιομηχανία και την καινοτομία, την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού (όπου μεταξύ άλλων, προωθούνται αλλαγές στη θητεία με την απόκτηση δεξιοτήτων για τους στρατευσίμους, ενώ εξετάζεται και η εθελοντική στράτευση γυναικών). Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στην αμυντική βιομηχανία και την καινοτομία, σημαντική ώθηση αναμένεται να δώσει η δημιουργία (Μάιος 2024) του Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας. Βασικό στόχο αποτελεί η αναβάθμιση του ελληνικού οικοσυστήματος άμυνας και ασφάλειας, με τη στενότερη συνεργασία δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και η αποτελεσματικότερη αξιοποίηση του ελληνικού επιστημονικού δυναμικού εντός και εκτός συνόρων. Επιπλέον, όσον αφορά στην κρατική αμυντική βιομηχανία, λαμβάνει χώρα μια σοβαρή προσπάθεια αναδιάρθρωσης της ΕΑΒ, ενώ οι γεωπολιτικές εξελίξεις και οι μεγάλες ευρωπαϊκές ανάγκες σε πυρομαχικά (πρόγραμμα ASAP), αποτελούν μια σημαντική ευκαιρία −πιθανώς την τελευταία− για τα ΕΑΣ. Η καλή συνεργασία ΥΠΟΙΚ και ΥΠΕΘΑ στην προσπάθεια εύρεσης στρατηγικού επενδυτή αναμένεται ότι θα οδηγήσει σε αναβάθμιση και πλήρη εκμετάλλευση της μονάδας του Λαυρίου και ίσως ανοίξει το δρόμο για αξιοποίηση των μονάδων σε Αίγιο και Μάνδρα. Τέλος, ενδιαφέρουσες και σε σαφώς θετική κατεύθυνση είναι οι τελευταίες εξελίξεις στο χώρο της εγχώριας ναυπηγικής βιομηχανίας, όπου έφθασε ίσως ο καιρός για σοβαρή διερεύνηση της προοπτικής κατασκευής ενός “εθνικού πλοίου”. Σημαντικές είναι και οι δυνητικές δυνατότητες στον τομέα των μη-επανδρωμένων σκαφών.
Υψηλή προτεραιότητα αποτελεί η αναβαθμισμένη ελληνική συμμετοχή σε συγκεκριμένα προγράμματα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Για παράδειγμα, η νατοϊκή πρωτοβουλία DIANA για την επιτάχυνση της τεχνολογικής ανάπτυξης σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και τα πανεπιστήμια δύναται να προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες. Το ίδιο ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, καθώς προβλέπεται η δυνατότητα μερικής χρηματοδότησης για τις διάφορες πρωτοβουλίες της ΕΕ, όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (EDF) και το EDISS. Εξαιρετικά σημαντική για τη χώρα μας θα είναι η επιτυχημένη προώθηση της κοινής πρότασης Ελλάδας – Πολωνίας για κοινή ευρωπαϊκή χρηματοδότηση εμβληματικών προγραμμάτων, όπως αυτό για την ευρωπαϊκή αεράμυνα.
Μεταξύ των πολλαπλών αναγκών των Ενόπλων Δυνάμεων, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην αντιαεροπορική άμυνα, τον ηλεκτρονικό πόλεμο και την ενίσχυση του Πολεμικού Ναυτικού με νεότερες μονάδες (καθώς και ο εκσυγχρονισμός μέσης ζωής πολλών εκ των υφισταμένων). Επιβεβλημένη, εξάλλου, είναι η μείωση της πολυτυπίας μέσω της αντικατάστασης παλαιότερων συστημάτων με σύγχρονα (τουλάχιστον ίσα ή και ανώτερα σε συνολικές ικανότητες, αν και όχι υποχρεωτικά σε αριθμούς), κάτι που, σε συνδυασμό με τη διάθεση σημαντικά μεγαλύτερων κονδυλίων για follow on support/FOS θα οδηγήσει σε αύξηση διαθεσιμότητας σε διάφορες κατηγορίες οπλικών συστημάτων (αλλά, σε βάθος χρόνου, και σε εξοικονόμηση πόρων).
Τέλος, είναι σημαντικό να γίνουν κατανοητά τα οφέλη από συμμετοχή σε προσεκτικά επιλεγμένες πολυεθνικές επιχειρήσεις (όπως η επιχείρηση ΑΣΠΙΔΕΣ στην Ερυθρά Θάλασσα, η KFOR στο Κοσσυφοπέδιο και η ALTHEA στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη), όσον αφορά στην παρουσία της χώρας σε γεωπολιτικά σημαντικές περιοχές, καθώς και η απόκτηση επιχειρησιακής εμπειρίας. Θα πρέπει, βεβαίως, να είναι σαφές ότι τέτοιου είδους αποστολές δεν είναι μηδενικού ρίσκου.
Επικεντρωθήκαμε στο πρώτο μέρος του κειμένου στην εθνική άμυνα, για προφανείς λόγους. Ωστόσο, ως χώρα είμαστε πλέον υποχρεωμένοι να λειτουργούμε στη βάση ενός αρκετά ευρύτερου ορισμού της εθνικής ασφάλειας, καθώς πέραν του τουρκικού αναθεωρητισμού, η ελληνική εθνική ασφάλεια επηρεάζεται από προκλήσεις και απειλές “μη-παραδοσιακής” μορφής, όπως π.χ. η κλιματική κρίση και οι φυσικές καταστροφές (όπου έγιναν σημαντικά βλήματα με τη λειτουργία του 112 και το υπό υλοποίηση πρόγραμμα ΑΙΓΙΣ, που σε συνδυασμό με μια σειρά θεσμικών αλλαγών, αναμένεται να αναβαθμίσει σημαντικά το ελληνικό σύστημα Πολιτικής Προστασίας), οι κυβερνοαπειλές, η δημογραφική κρίση, οι ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές (όπου θα συνεχιστεί η σθεναρή φύλαξη των ελληνικών και −ταυτόχρονα− ευρωπαϊκών συνόρων, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολιτικής για την αντιμετώπιση της εργαλειοποίησης των ροών, αλλά και τη διαχείριση του ζητήματος στη βάση της προστασίας των εθνικών συμφερόντων της χώρας μας), οι υγειονομικές κρίσεις (πανδημίες), κ.λπ. Επιπλέον, η αυξανόμενη χρήση υβριδικών μεθόδων από αναθεωρητικά κράτη και άλλους δρώντες υποχρεώνουν τη χώρα μας να προσαρμόσει το σχεδιασμό της και να αναπτύξει τις απαραίτητες ικανότητες στο πλαίσιο αυτής της νέας πραγματικότητας. Υψηλές προτεραιότητες αποτελούν, επίσης, η θωράκιση κρίσιμων υποδομών (συμπεριλαμβανομένων και υποθαλασσίων) και η αύξηση της ανθεκτικότητας της χώρας, η περαιτέρω επιχειρησιακή αναβάθμιση των Σωμάτων Ασφαλείας με στόχο την αντιμετώπιση των νέων μορφών οργανωμένου εγκλήματος, καθώς επίσης και του εξτρεμισμού και της ριζοσπαστικοποίησης, η προστασία της εθνικής και κοινωνικής συνοχής και η ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας μέσω των ερευνών για υδρογονάνθρακες νότια της Κρήτης και στο Ιόνιο, καθώς και της προώθησης της κατασκευής υποδομών για τη μεταφορά ενέργειας από το νότο.
Ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει:
(1) στην κυβερνοασφάλεια, που αποτελεί ήδη ζήτημα υψηλής προτεραιότητας όσον αφορά στην προστασία των υποδομών και την ανάγκη θωράκισης του κρατικού και ιδιωτικού τομέα και την αύξηση της ψηφιακής ανθεκτικότητας. Η ενίσχυση των αρμόδιων υπηρεσιών με τη δημιουργία της Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας, καθώς και των αντίστοιχων μηχανισμών στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, θα οδηγήσει σε αύξηση των κυβερνο-ικανοτήτων, τόσο για την άμυνα, όσο και την επίθεση, αν απαιτηθεί.
(2) στις συνεχώς αυξανόμενες χρήσεις του διαστήματος για σκοπούς άμυνας και ασφάλειας και πιο συγκεκριμένα τις ασφαλείς επικοινωνίες, την επιτήρηση γης και τη συλλογή πληροφοριών. Προτεραιότητες αποτελούν η εκτόξευση ελληνικού δορυφόρου επικοινωνιών και μικροδορυφόρων επιτήρησης γης, η περαιτέρω ανάπτυξη του οικοσυστήματος τεχνολογιών διαστήματος, η αυξημένη συμμετοχή σε δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος (ESA), και η γενικότερη αξιοποίηση πιθανών ευκαιριών.
Συμπερασματικά, τα βασικά στοιχεία του νέου συστήματος εθνικής ασφαλείας, με έμφαση στο στρατηγικό σχεδιασμό και ένα ακόμη πιο αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης κρίσεων, είναι:
(1) η υιοθέτηση ολιστικής προσέγγισης σε όλο τον κρατικό μηχανισμό προκειμένου να αναπτυχθεί μια κοινή στρατηγική κουλτούρα και νοοτροπία συστηματικής συνεργασίας σε θέματα εθνικής ασφάλειας και στο σημείο αυτό κομβικής σημασίας είναι οι κάθε μορφής συνεκπαιδεύσεις.
(2) η ύπαρξη επαρκούς ανθρώπινου δυναμικού με τις κατάλληλες γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία σε θέματα εθνικής ασφάλειας.
(3) η αξιοποίηση σύγχρονων εργαλείων όπως π.χ. η προοπτική διερεύνηση (foresight), η ανίχνευση ορίζοντα (horizon scanning) και η διαδικασία περιοδικής επαναξιολόγησης των βασικών παραδοχών στρατηγικής και των αρχών οργανωσιακής λειτουργίας (red teaming), καθώς και η τακτική πραγματοποίηση ασκήσεων/ προσομοίωσης σε στρατηγικό επίπεδο, με τη συμμετοχή της πολιτικής και φυσικής ηγεσίας.
(4) η αναδιάρθρωση και ενίσχυση του εθνικού συστήματος πληροφοριών (που προωθείται από τη σημερινή ηγεσία) με βάση ευρωπαϊκά πρότυπα, του μηχανισμού στρατηγικών επικοινωνιών και η έμφαση στην επίγνωση κατάστασης (απόκτηση συνολικής εικόνας σε πραγματικό χρόνο).
Βασικές προϋποθέσεις, ωστόσο, για την επιτυχημένη υλοποίηση οποιασδήποτε στρατηγικής και την αποτελεσματική λειτουργία του θεσμικού μηχανισμού εθνικής ασφάλειας αποτελούν η ύπαρξη συνέχειας, στοιχειώδους πολιτικής συναίνεσης και αποδοχής και υποστήριξης από την κοινωνία (whole of society effort).