ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Σάββας Δ. Βλάσσης
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ: Αύγουστος 2010
ISBN: 978-960-88355-7-3
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ: 12 x 21 εκ.
ΣΕΛΙΔΕΣ: 211
Όταν προ τριμήνου παρέλαβα έναν φάκελο με ανώνυμο αποστολέα, με περίμενε μία έκπληξη. Μέσα υπήρχε σε φωτοτυπίες η Έκθεση που συνέταξε το ΓΕΕΦ για τα γεγονότα του 1974. Δεν άργησα να πεισθώ για την γνησιότητα του αντιγράφου, από το οποίο όμως, δυστυχώς, απουσιάζει το Παράρτημα, που περιλαμβάνει κάποιους χάρτες.
Με την πρώτη ανάγνωση, η Έκθεση δεν φαίνεται να αποκαλύπτει κάτι το συγκλονιστικό. Εξάλλου, καθίσταται άμεσα αντιληπτό ότι έπειτα από τόσα χρόνια και τα δεκάδες βιβλία που έχουν γραφεί για τα γεγονότα, ο χαρακτηρισμός της ως «απόρρητης», έχει χάσει κάθε νόημα. Ωστόσο, έχοντας ασχοληθεί αρκετά με την μελέτη των γεγονότων της περιόδου, διαπίστωσα ότι η Έκθεση αποκαλύπτει πολλά, αφού περιλαμβάνει αρκετά νέα στοιχεία ιστορικής αξίας, ορισμένα εκ των οποίων κρίνω ως πολύ σημαντικά.
Με ικανοποίηση διαπίστωσα ότι αυτά τα νέα στοιχεία ενίσχυαν κάποιες απόψεις ή υποψίες που είχα για τα γεγονότα του 1974. Νομίζω ότι η Έκθεση προσφέρει πλέον ένα νέο πρίσμα κάτω από το οποίο μπορούμε να προσεγγίσουμε την τραγωδία του 1974, κυρίως σε στρατιωτικό επίπεδο. Γι’ αυτό και αποφάσισα να την αξιοποιήσω, παρουσιάζοντάς την στο κοινό.
Αυτό που μού προξένησε εντύπωση είναι ότι δεν ήμουν ο πρώτος που εξέτασε την συγκεκριμένη Έκθεση. Είναι σαφές ότι αυτή είχε τεθεί υπ’ όψιν της Εξεταστικής των πραγμάτων Επιτροπής που συνέστησε η Βουλή, για τον «Φάκελο της Κύπρου». Παρομοίως, έχοντας μια αρκετά καλή εικόνα της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, δεν δυσκολεύθηκα να διαπιστώσω ότι η Έκθεση ήταν γνωστή σε ορισμένους συγγραφείς οι οποίοι κατά το παρελθόν παρουσίασαν αξιόλογες εργασίες για το 1974. Για λόγους που δεν δύναμαι να προσδιορίσω, κανείς εξ αυτών δεν στάθηκε στα σημεία της Εκθέσεως που αποκαλύπτουν νέα στοιχεία και τα οποία έκρινα ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος, βοηθώντας με να καταλήξω στις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα που παρουσιάζω στο παρόν έργο. Για τον σκοπό αυτό, συνδύασα τα στοιχεία της Εκθέσεως με τις γνώσεις που προσφέρει η υπάρχουσα βιβλιογραφία, ούτως ώστε να επεκτείνω την ανάλυση των γεγονότων. Αυτά τα συμπεράσματά μου, εκτιμώ ότι δίνουν νέα ερμηνεία σε πολλές κρίσιμες πτυχές των γεγονότων, οι οποίες μέχρι σήμερα παρέμεναν σκοτεινές. Δεν βασίσθηκα παρά στην κοινή λογική, στην εμπειρία που έχω αποκτήσει στα στρατιωτικά ζητήματα λόγω επαγγέλματος αλλά και στην γνώση που έχω για τα γεγονότα, μέσα από την μελέτη των διαθεσίμων πηγών και τις προσωπικές επαφές με ανθρώπους που τα έζησαν. Εκτιμώ ότι κατέληξα σε βάσιμες «εξηγήσεις». Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι μέσα από το παρόν έργο παρέχεται στον αναγνώστη νέα «τροφή», ώστε από εκεί και πέρα, σύμφωνα με την δική του κρίση να διευρύνει την σκέψη και την αντίληψή του για τα κρίσιμα γεγονότα εκείνης της εποχής.
Πάντοτε απέρριπτα τα αστήρικτα ακραία σενάρια, βασισμένα σε συνωμοσιολογίες και μυθεύματα, που επικράτησαν για το 1974. Όπως απέρριπτα την αγιοποίηση προσώπων και τις ευδιάκριτες προσπάθειες συγκαλύψεως προς εξυπηρέτηση ατομικών ή κομματικών σκοπιμοτήτων.
Επειδή ακριβώς τα όσα γράφω δεν βασίζονται παρά στην κοινή λογική, έχω την πεποίθηση ότι το παρόν βιβλίο προσφέρει πραγματικά κάτι νέο στην εξέταση των γεγονότων του 1974. Νομίζω ότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η αξία ενός βιβλίου, ιδίως σε περιπτώσεις όπου εξετάζεται μία τόσο κρίσιμη ιστορική περίοδος η οποία εξακολουθεί να καλύπτεται από «μυστήριο», στοιχειώνοντας την ιστορική παρακαταθήκη των Ελλήνων.
Από πλευράς δομής, στο πρώτο μέρος του βιβλίου παρουσιάζεται αυτούσια η Έκθεση του ΓΕΕΦ. Σε ορισμένα σημεία ενδεχομένως να υπάρχουν κάποια λίγα μικρά λάθη, τα οποία διέλαθαν της προσοχής κι επιμέλειάς μου, λόγω κακής ποιότητος των φωτοτυπιών. Ωστόσο, τήρησα αυτούσια την σύνταξη και τον τονισμό. Το δεύτερο μέρος, περιλαμβάνει την κριτική, τον σχολιασμό και τα συμπεράσματά μου, βάσει των νέων στοιχείων που φέρνει στο φως η Έκθεση. Τέλος, στο τρίτο μέρος καταπιάνομαι με τις εύλογες πολιτικές ευθύνες που υπάρχουν μετά την 23η Ιουλίου 1974, όταν τους χειρισμούς αναλαμβάνει η κυβέρνηση εθνικής ενότητος υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Αυτό το τελευταία, είναι ασφαλώς ένα σημείο «ταμπού», αφού η απόδοση ευθυνών στους διαχειριστές της κρίσεως σε αυτή την πρώτη κρίσιμη περίοδο της μεταπολιτεύσεως, επιχειρήθηκε να εμποδιστεί για λόγους κομματικής σκοπιμότητος. Ουδείς βεβαίως παραγνωρίζει τις τεράστιες ευθύνες των θλιβερών προσώπων που προκάλεσαν και χειρίσθηκαν την κρίση μέχρι τις 23 Ιουλίου 1974. Ενώ όμως πολλά έχουν λεχθεί γι’ αυτές, υπάρχουν αρκετές ελλείψεις όσον αφορά στην κριτική επί των χειρισμών του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ευάγγελου Αβέρωφ. Και εδώ, η προσπάθειά μου στηρίχθηκε στην προσεκτική εξέταση των πηγών και την λογική, δίχως στερεότυπα ή οιουδήποτε είδους προκατάληψη.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σημειώσω ότι δεν θεωρώ ότι το παρόν έργο καλύπτει πλήρως τα γεγονότα. Αποστολή του είναι ο τονισμός των νέων στοιχείων που προσφέρει η μελέτη της Εκθέσεως του 1974. Εάν μέσα από ένα «ψυχρό», υπηρεσιακώς γραμμένο έγγραφο, όπως το συγκεκριμένο ντοκουμέντο, είναι δυνατή η αποκάλυψη νέων στοιχείων και μέσω αυτών η «εξήγηση» πολλών «ανεξήγητων», καθίσταται αντιληπτή η αξία της ελευθέρας προσβάσεως στα επίσημα αρχεία. Όμως αυτά, έπειτα από 36 χρόνια, εξακολουθούν να παραμένουν κλειστά με βάση πολιτική απόφαση. Γεγονός που συνηγορεί στην υποψία ότι εκτός από τους στρατιωτικούς, μεγάλες ευθύνες για την τραγωδία του 1974 έχουν και πολιτικά πρόσωπα. Των οποίων η διαφύλαξη της υστεροφημίας, μάλλον έχει κριθεί υπεράνω της επιθυμίας του Έθνους να μάθει επιτέλους, όλη την αλήθεια.
Σάββας Δ. Βλάσσης
Αύγουστος 2010