H ρήξη μεταξύ SOF ΗΠΑ – Βρετανίας για τις “Death Squads” στο Ιράκ
Οι λεγόμενες “Βlack-Οps” (“μαύρες επιχειρήσεις”) στο μεταπολεμικό Ιράκ, ήταν θανάσιμα αποτελεσματικές αφού συνέβαλαν στην εξόντωση η σύλληψη περισσότερων από 3.500 ισλαμιστών τρομοκρατών. Ήταν όμως και η αφορμή για την επακόλουθη βαθιά ρήξη που έγινε στην επιχειρησιακή συνεργασία μεταξύ των Αμερικανικών και Βρετανικών Δυνάμεων Eιδικών Επιχειρήσεων (SOF). Οι διαφωνίες μεταξύ των επικεφαλής των δύο στρατιωτικών δυνάμεων αυξανόταν σταδιακά καθώς τα γεγονότα εξελίσσονταν με επίκεντρο τις επιχειρήσεις στην πόλη Balad, που παραμένουν μέχρι σήμερα μια άγνωστη πτυχή του πολέμου στο Ιράκ.
Η πόλη Balad βρέθηκε για τελευταία φορά στην επικαιρότητα το 2016, όταν μια καλά σχεδιασμένη και θανάσιμη επίθεση πραγματοποιήθηκε από βομβιστές αυτοκτονίας του ISIS. Ο απολογισμός ήταν να χάσουν τη ζωή τους 35 πολίτες που βρίσκονταν έξω από σιιτικό ναό για να προσευχηθούν. Μια ψυχρή υπενθύμιση της απειλής και της επικίνδυνης αστάθειας που συνεχίζεται 15 χρόνια μετά την απελευθέρωση της χώρας από τις αμερικανικές δυνάμεις.
Η πόλη αυτή που βρίσκεται 50 μίλια βόρεια της Βαγδάτης, υπήρξε καίριο πεδίο του «σκιώδους πολέμου» ο οποίος ακολούθησε μετά την Επιχείρηση IRAQI FREEDOM το 2003. Ήταν τότε που ο Αμερικανός Στρατηγός Stanley McChrystal, διοικητής της Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ (USSOCOM) εξαπέλυσε την αντιτρομοκρατική εκστρατεία εναντίον του ISIS σε συνεργασία με τις Βρετανικές SOF. Μια συνεργασία που όμως δεν έμελλε να κρατήσει πολύ…
https://youtu.be/dFAaGFiQtPE?t=35
Εκστρατεία εξόντωσης
Οι αποστολές σχεδιάζονταν στο Κέντρο Επιχειρήσεων της USSOCOM. Η ονομασία που είχε δοθεί στο τμήμα αυτό ήταν η φουτουριστική “The Machine”. Σαν να είχε βγει από κινηματογραφική ταινία του Πολέμου των Άστρων, ο θάλαμος επιχειρήσεων ήταν γεμάτος από οθόνες με εικόνα από δράση που ελάμβανε χώρα σε «πραγματικό χρόνο» και αναμετάδοση εικόνας από μέσα επιτήρησης αέρος (όπως τα UAV) για εντοπισμό υπόπτων που θα αποτελούσαν μελλοντικά στόχο προς εξουδετέρωση. Η δράση των αμερικανικών SOF ήταν αμείλικτη, λόγω της απόφασης του Αμερικανού διοικητή, υπευθύνου για την ανοικοδόμηση του Ιράκ, Paul Bremer, να διαλύσει την ιρακινή αστυνομία και το στρατό, ώστε να εκκαθαριστούν από στελέχη του κόμματος Μπαάθ. Ήταν μια λάθος απόφαση. Πρακτικά δεν υπήρχε καμία εμπιστοσύνη σε τοπικές δυνάμεις για τη δίωξη τζιχαντιστών. Έτσι λοιπόν το βάρος της ευθύνης έπεσε στον Στρατηγό McChrystal, προκειμένου να βάλει το συντομότερο δυνατόν μια τάξη στο χάος που επικρατούσε.
Ο Σχηματισμός που διοικούσε είχε επίσης διαταγές να εντοπίσει τα (ανύπαρκτα όπως αποδείχτηκε) Όπλα Μαζικής Καταστροφής του Σαντάμ Χουσεΐν. Γρήγορα όμως έγινε αντιληπτό ότι επρόκειτο για ένα μάταιο κυνήγι και γι΄ αυτό αποφασίστηκε η έμφαση να δοθεί στην καταδίωξη ισλαμιστών, οι οποίοι άλλωστε, αποτελούσαν μια απόλυτα ρεαλιστική και πραγματική απειλή. Ο Στρατηγός McChrystal, συχνά ηγείτο ο ίδιος επιδρομών της Delta Force, με τα στελέχη να μαθαίνουν την τελευταία στιγμή ότι θα είναι μαζί τους στην επικείμενη επιδρομή στην περιοχή του στόχου. Πολλοί δε αμφέβαλλαν για το ποια ήταν η επίσημη θέση της Ουάσιγκτον στη συμμετοχή ενός στρατηγού δύο αστέρων σε τόσο επικίνδυνες επιχειρήσεις –αν υπήρχε τέτοια– μέσα στο χάος του μεταπολεμικού Ιράκ.
Η ρήξη με τους Βρετανούς
Με φόντο όλη αυτήν την κατάσταση, ορισμένοι ανώτατοι Βρετανοί αξιωματικοί δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένοι από όσα συνέβαιναν. Υπήρχε ιδιαίτερη δυσαρέσκεια για την εμπλοκή της SAS και της SBS σε επιχειρήσεις τύπου λατινοαμερικάνικων αποσπασμάτων θανάτου (“Death Squads”) που διεξήγαγαν οι αμερικανικές SOF. Σε δύο μάλιστα περιπτώσεις διαπιστώθηκε ότι η συμμετοχή των SAS σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις στο νότιο Ιράκ -ουσιαστικά παραγράφηκε- έπειτα από ερωτήσεις ανώτατου Βρετανού διοικητή ό οποίος μάλιστα είχε ο ίδιος διατελέσει στο παρελθόν, στέλεχος της SAS. Ερωτήματα άρχισαν επίσης να προκύπτουν για τον τρόπο συλλογής πληροφοριών από υπόπτους, καθώς υπήρχαν πληροφορίες για «μη συμβατικές μεθόδους» απόσπασης πληροφοριών από συλληφθέντες. Αποδείξεις όμως που να συνδέουν περιστατικά κακομεταχείρισης με διαταγές που προήλθαν από την αμερικανική διοίκηση, δεν βρέθηκαν ποτέ.
Ακολούθησαν σημαντικές επιτυχίες που «θόλωσαν τα νερά», όπως η απελευθέρωση του Βρετανού ομήρου Norman Kember καθώς και η εξάρθρωση πυρήνων που προμήθευαν με εκρηκτικά ισλαμιστές οι οποίοι εκτελούσαν επιθέσεις εναντίον αμερικανικών και βρετανικών δυνάμεων στη Βασόρα. Σε αυτές συμμετείχαν μεταξύ άλλων και επιχειρησιακές Ομάδες των SAS. Αποκορύφωμα αποτέλεσε η συλλογή πληροφοριών που οδήγησαν στην εξόντωση του διαβόητου αρχιτρομοκράτη Abu Musab al-Zarqawi, επικεφαλής της al-Qaeda στο Ιράκ.
Έλλειψη εμπιστοσύνης
Στο απόηχο αυτών των «σκοτεινών» επιχειρήσεων, έξι χρόνια αργότερα ο McChrystal, είχε προαχθεί σε στρατηγό 4 αστέρων, αναλαμβάνοντας διοικητής της Συμμαχικής Δύναμης Σταθεροποίησης στο Αφγανιστάν. Τότε δέχτηκε τα παράπονα του Βρετανού Διευθυντή Ειδικών Δυνάμεων (Director of Special Forces) ότι συνέβαλε στην διαρροή πληροφοριών για επιχειρήσεις που διεξήγαγαν οι SAS και οι SBS στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Αυτό ήταν το σημείο καμπής που έκρινε ουσιαστικά την απομάκρυνση των δύο πλευρών, λόγω της αμοιβαίας έλλειψης εμπιστοσύνης. Μια εξέλιξη που θεωρείται στενά συνδεδεμένη με το όλο ζήτημα είναι ότι την ίδια χρονική περίοδο, ένας αντισυνταγματάρχης των SAS (που υπηρέτησε με διακρίσεις υπό τον Στρατηγό McChrystal στο Ιράκ) διατάχθηκε να παραδώσει άμεσα τα καθήκοντά του και να αποχωρήσει από το Κέντρο Επιχειρήσεων του Συντάγματος στο Hereford.
Αυτό που κατέστη σαφές ήταν ότι η Βρετανία και οι ΗΠΑ είχαν εντελώς διαφορετικούς στόχους καθώς η απόφαση του Λονδίνου ήταν να εστιαστεί η προσοχή στον Νοτιοανατολικό Τομέα Πολυεθνικών Επιχειρήσεων που ήταν και η ζώνη ευθύνης που είχαν αναλάβει οι Βρετανοί το 2003. Οι προτεραιότητες ήταν σαφώς διαφορετικές και η εμπλοκή στην προσπάθεια ανοικοδόμησης και εγκατάστασης μιας νέας ιρακινής κυβέρνησης στη Βαγδάτη υπήρξε μικρή. Οι Βρετανοί είχαν εστιάσει περισσότερο στην διατήρηση της τάξης στη Βασόρα, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια ομαλή αποχώρηση.
Το Μάιο του 2006 ο Στρατηγός Sir Mike Jackson, ανέφερε στο Βρετανό πρωθυπουργό ότι η αντίληψη που είχαν οι Αμερικανοί για το ότι η Βρετανία έχει «βραχυπρόθεσμους στόχους που επέβαλαν την πρόωρη απόσυρση στρατευμάτων από το Ιράκ» (συγκριτικά με την μακροχρόνια δέσμευση των ΗΠΑ), ήταν πλέον μια πραγματικότητα. Η πραγματικότητα αυτή επηρεάζει μέχρι και σήμερα την συνεργασία SOF των δύο δυνάμεων.
Βεβαίως το ενεργό «κυνήγι» των ισλαμιστών εξτρεμιστών του ISIS, της al-Qaeda και των Ταλιμπάν συνεχίζεται αδιάκοπα στο πλαίσιο του πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας, με εξαίρεση όμως μιας πιθανής περιορισμένης συμμετοχής της Βρετανίας στις επιχειρήσεις της Συρίας και κάποιες φημολογούμενες απόρρητες αποστολές των SAS στο Ιράκ, οι ΗΠΑ έχουν μάλλον μείνει μόνες τους σε αυτήν την προσπάθεια.